Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Πριν κάποιο καιρό σχολίασα την ποιητική δουλειά του συναδέλφου Νίκου Μυλόπουλου. Μια νέα ματιά στο κείμενο μου δημιούργησε την επιθυμία να το μοιραστώ. Ιδού λοιπόν, παρατίθεται στην κρίση σας:



Αγαπητοί μου φίλοι,

Κάθε ποιητής είναι από μόνος του ένα αίνιγμα. Ένα αίνιγμα που, σχεδόν όλες τις φορές, ούτε ο ίδιος δεν μπορεί να επιλύσει.

Από την άλλη μεριά ο μοντέρνος ποιητικός λόγος είναι μια απόπειρα κρυστάλλωσης αισθημάτων, συναισθημάτων, λογικών συνειρμών, επαναστατημένων σκέψεων και ενδόμυχων κωδίκων σε ένα περιβάλλον όπου οι ερμηνείες ιριδίζουν και παραλλάσσουν έτσι ώστε ο λόγος να καθίσταται, για όσους ενσυνείδητα τον προσεγγίζουν, ένα σοβαρό εργαλείο κατανόησης του μύχιου εαυτού και γι αυτό και του κόσμου εν γένει.

Ο ποιητικός, λοιπόν, λόγος της εποχής μας καθίσταται, κατά κάποιο τρόπο, αποκαλυπτικός αλλά και εξαγνιστικός τόσο των προθέσεων όσο και των αισθημάτων μας.

Μια περιδιάβαση στην τελευταία συλλογή του φίλου Νίκου Μυλόπουλου με γέμισε αισθήματα και σκέψεις που θα επιχειρήσω να μοιραστώ μαζί σας:

Ο Hoelderlin αναρωτιέται “τι γυρεύει ο ποιητής σ’ έναν μικρόψυχο καιρό” ωστόσο, η ανάγνωση του λυρικού,  συνάμα δυναμικού, συχνά αυτοσαρκαστικού αλλά πάντοτε βαθύτατα ερωτικού ποιητικού λόγου του Νίκου, μας υποβάλλει τη σκέψη μήπως τελικά ο ποιητής, είναι αυτός ακριβώς που σε τούτους τους μικρόψυχους καιρούς, κι αν ακόμη δεν υπήρχε, θα όφειλε να εφευρεθεί.

Οι εραστές, λοιπόν, φίλε Νίκο, οφείλουν πράγματι πάντοτε να σιωπούν. Είναι στη σιωπή όπου ο έρωτας σμιλεύεται και είναι τότε που τα λόγια παρέλκουν. Είναι τότε η στιγμή όπου “το δάκρυ στολίζει τα ασήμαντα”,  όπου “δεν μαζεύεις ποτέ απαντήσεις”, “όπου τα λόγια μένουν άβαφα” και που “ανάμεσα σε δροσάτα φιλιά προσφέρουν στα οράματα νερό κι ελπίδα”.

Ο ερωτικός σύντροφος στην ποίηση του Νίκου Μυλόπουλου έχει “σώμα γάργαρα λευκό” που ωστόσο είναι “ντυμένο στα κρίνα της επιείκειας” κι αλλοίμονο αν δεν ήταν έτσι. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά πως όταν η πόρτα χτυπήσει δυνατά τότε “ο καθρέφτης γεμάτος περιέργεια θα τους καλωσορίσει” όμως τα μάτια θα πρέπει να ΄ναι αδειανά αφού ο εραστής, στο όνομα μιας από χρόνια νεκρής ερωμένης, θα πρέπει εις ανάμνησην ή προς τιμήν της να γελάσει στο φως και γι αυτήν.

Ο κόσμος του Νίκου, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον ποιητή, μας αιφνιδιάζει. Είναι ένας κόσμος όπου όταν ακούμε την πόρτα να κλείνει δεν ξέρουμε αν είμαστε μέσα ή έξω, ένας κόσμος όπου συνεχώς σκοντάφτουμε στις σκέψεις μας, μ΄ άλλα λόγια ένας κόσμος απόλυτα υπαρκτός και γι αυτό αβέβαιος κι ενίοτε αβάσταχτος.

Μέσα σ΄ όλα αυτά αρθρώνει πρόταση ελπίδας κι επιβίωσης γιατί ακόμη κι αν τον κυνηγούν, πάλι γλυτώνει τελευταία στιγμή και μισόπνιχτος, μες στων εχθρών τα δίχτυα, έχει τη λύση: “Καιρός – λέει – να πάμε στη γριά που στα νιάτα της τη φωνάζανε Κίρκη, εσύ καρίνα, εγώ κουπί, θάλασσα είναι θα περάσει” ή σε κάποιο άλλο σημείο: “Κι απ’ εκείνα τα ψίχουλα ανέτειλε κάθε αυγή ένας ολόφρεσκος ήλιος μεσ’ απ’ τη θάλασσα”. Οι ενοχές ωστόσο έντονες και παρούσες. Παρά την απόπειρα συγκάλυψης “Να σβήσουμε όλα τα ίχνη μας”, η ειλικρίνεια του ποιητή τις καταδικάζει να παραμένουν ες αεί στο προσκήνιο: “Το μόνο που φοβάμαι απ΄ τον βηματισμό είναι πως το σκοτάδι που αφήσαμε ήταν ψεύτικο, μέρα κοινή βαμμένη νύχτα κι ίσως κάποτε ανακαλύψουν πως για αιώνες τους κοροϊδεύαμε”.

Δεν θα έπρεπε να διαφύγουν κάποιες στιγμές τρυφερού ναρκισσισμού “Έπαιρνα τον εαυτό μου απ΄ το χέρι κι ελπίζοντας σε στιγμές παράφορης μέθης...”, σε άλλο σημείο “με καταδίκασαν ν΄ ακολουθώ τη σκιά μου” και σ΄ ένα άλλο “Ήπια τόσες στιγμές που έγινα θάλασσα”.

Θα ήθελα εδώ λίγο να σταθώ σε στιγμές έμμεσου φιλοσοφικού στοχασμού. Στιχουργεί πως “Κι ο χρόνος αμήχανος πάχαινε αφού δεν μπορούσε να ξεφύγει απ΄ το πάθος του να καταβροχθίζει ασταμάτητα ανθρώπους”, και παρακάτω “Ελπίζοντας μάταια να βρούμε όλα εκείνα τα χνάρια που κάποτε νομίσαμε πως είχαμε χαράξει, όμως το χώμα τύπωνε αδιάφορο τα καινούργια” ή πάλι “Όποιος την ελευθερία του γρήγορα κερδίζει είναι χαμένος για πάντα” και βέβαια μας λέει πως “Αβίαστα η χρυσαλλίδα φτερουγίζει, με την ανακούφιση από τη γνώση, να σβήνει το τίμημα της ανασφάλειας” καταλήγοντας “Γνωρίζει η χρυσαλλίδα...Γνωρίζει! Της ζωής της το νήμα φαντάζει αμέτρητο”. Όλη αυτή η καταγραφή του υπέρτερου, πέρα από τη θρησκευτικότητα που υπαινίσσεται, δίνει στον αναγνώστη και τη γεύση μιας ήρεμης υποταγής του ποιητή που αυτοπροσδιορίζεται λέγοντας “Ας κρυφτούμε ξανά μέσα στα λόγια”.

Κι έπειτα, όπως σε κάθε ανθρώπινη πράξη, η αγωνία: “Περιφρουρώ μην τυχόν και γλιστρήσει η νύχτα, φοβάμαι προκαθορισμένα, ό,τι πήρα κι ό,τι άφησα, τρωτό” αλλά αγωνία ακόμα και την απέλπιδα στιγμή της ηδονής: “Ξοδεύομαι, διακλαδίζομαι στη σάρκα παγίδα”, “Προσποιούμαι σκιρτήματα γαλήνης”, αλλά κι η αναπόφευκτη ενδοσκόπηση “Φυλλομετρώντας πάλι τα ελαττώματά μου” ή “Μια και κανείς δεν αντέχει τους ζωντανούς του” ή πάλι “Με προσποιητή διαύγεια τρέχουμε
λυσσασμένα στην έξοδο”.

Εκεί που ίσως θα πρέπει να σταθώ είναι στις υπερρεαλιστικές εκείνες εικόνες όπου η απουσία λογικού ειρμού ανάγει, εκ του μη όντος εις το είναι, σημεία αναφοράς πλήρη νοήματος: “Στις σκιάς μας το ανυπέρβλητο φως” ή “Αναζητώντας με κοκαλωμένο δάχτυλο το μοιραίο που μας θέλει αόρατους” ή, λίγο πιο κάτω “Ακίνητη όσο οι γέφυρες στάζαν φτηνές εξηγήσεις” για να καταλήξει στην μοιραία ερώτηση “Πώς κατρακύλαγε έτσι στις σκάλες το καράβι μας;”.

Δεν θα πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη μια υφέρπουσα μελαγχολική ειρωνεία: “Κι οι φίλοι που παλιά ήταν πονετικοί, όσο τουλάχιστον για να ρίξουν μια ματιά στα χρυσάνθεμα ή να προσφέρουν ένα άδειο πιάτο αλληλεγγύης” ή στο επόμενο ποίημα της σειράς που δίνει και τον τίτλο της συλλογής: “Τα πιο σοβαρά πράγματα τ’ ακούς συχνά από τους παπαγάλους που είναι άλλωστε και οι μόνοι που επέζησαν από κείνη τη φοβερή έκρηξη αλληγορίας”. Αυτή η ειρωνική διάθεση παραμένει αναρτημένη διακριτικά πάνω από τα περισσότερα ποιήματα ασχέτως αν δεν τελικά δεν κραταιούται.

Καθώς η αναγνωστική περιπέτεια συνεχίζεται στέκομαι πάνω στην συνειδητοποιημένη αισιοδοξία που διαπερνά κάποια ποιήματα. Είναι μια αισιοδοξία που ακουμπά πάνω σε μια αίσθηση, θα τολμούσα να πω, μεταφυσικής δικαιοσύνης: “Τυλίχτηκα, αν και μονόχειρας, σε χρώμα κόκκινο γιατί είχα αμέτρητα κεριά και πεπρωμένα να φωτίσω ακόμη” ή και παρακάτω: “Κι αυτή η εικόνα είναι τόσο μάταιη που, αν και επαναλαμβάνεται βασανιστικά κάθε νύχτα, βγαίνω έξαλλος στους δρόμους και τους ψάχνω”.

Δεν θα σταθώ, αν και θα όφειλα, στο λυρισμό της ποίησης του Νίκου Μυλόπουλου. Το μόνο που θα πω είναι πως οι σκηνές και τα όσα διαδραματίζονται μέσα σ’ αυτή την ποιητική συλλογή έχουν βαθιά τρυφερότητα και μη θέλοντας να σας κουράσω αναφέρω δυο μόνο παραδείγματα. Το πρώτο λέει: “Το μέτρο αντοχής στην παιδική αθωότητα, η χλωμάδα της θάλασσας από ένα σύννεφο μικρό που τόλμησε να την τρομάξει” το δεύτερο πιο προσωπικό: “Αρχίζω να κλαίω λέξεις και γράμματα”.

Τελειώνει η ποιητική συλλογή με ένα ποίημα επίγραμμα: “Έτσι η σκόνη έρχεται και φεύγει, τα δευτερόλεπτα χαραμίζονται γαλήνια κι αυτή η προετοιμασία για τον αφανισμό είναι που προέχει”.

Νίκο, να ‘σαι καλά, τόλμησες τελικά να ρωτήσεις:
“Ποιος αντέχει συμφωνίες μέσα στους έρωτες;”. Έμαθες ποτέ σου την απάντηση;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου