Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Εκτιμώ εξαιρετικά τη διεισδυτική σκέψη και τις ενδιαφέρουσες αναλύσεις του Θόδωρου Ζιάκα. Θεωρώ πως το παρακάτω κείμενό του φωτίζει κάποια πράγματα που εμμονικά μας διαφεύγουν.

Τα «δύο τέρατα» και η Αριστερά, του Θεόδωρου Ζιάκα
Κλασικό στην πολιτική μυθολογία των λαών είναι το θέμα με το τέρας, που ρημάζει τον τόπο και αναζητείται ο ήρωας που θα «καμακώσει το θεριό» και θα πάρει ως έπαθλο τον θρόνο της εξουσίας. Για να μην παραμυθιαζόμαστε όμως με τον ήρωα-εξουσιαστή, ο αντίστοιχος ελληνικός μύθος μας πληροφορεί, ότι ο τερατοκτόνος ήρωας θα γίνει κι αυτός, τελικά, σαν το ανθρωποβόρο φίδι που σκότωσε. - Ακόμα κι αν υπήρξε τόσο καλός κυβερνήτης που οι θεοί τον πάντρεψαν με την Αρμονία![1]
Ήγουν, «Νέε, θυμήσου: δε γίνεσαι δούλος όταν σε υποτάσσει μόνον αυτός που έχει την εξουσία – αλλά κι εκείνος που την πολεμάει».[2]
Επρόκειτο για την αποκάλυψη -στην αυγή του ελληνικού πολιτισμού- της φαυλοκυκλικής φύσης του πολιτικού πεδίου. Ο ελληνικός πολιτισμός ήταν, ως γνωστόν, ο πρώτος που αγωνίστηκε σθεναρά να σπάσει τον φαύλο κύκλο της Πολιτικής και να πετύχει το «μη άρχεσθαι υπό μηδενός»[3].
Ι
Στο μυθικό μοτίβο της τερατοκτονίας κινήθηκε και ο νεωτερικός πολιτισμός. Μόνο που εδώ ο μύθος προσέλαβε την απατηλή μορφή «επιστημονικού επαναστατικού προγράμματος». Το τέρας προσωποποιημένο στον Αστό ήταν ο Καπιταλισμός. Ενώ ο ήρωας που θα σκότωνε το τέρας και θα απελευθέρωνε «μια για πάντα» την κοινωνία, ήταν η Αριστερά.
Το σκηνικό στήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και η εκτύλιξη του δράματος κράτησε ως το τελευταίο τέταρτο του 20ου. Άρχισε με την πρώτη μεγάλη κρίση της «παγκοσμιοποίησης» του νεωτερικού πολιτισμικού παραδείγματος (υπό βρετανική εθνική ηγεμονία). Αποκορύφωμα της «κρίσης» ήταν οι στιγμές όπου ο Πόλεμος και η Επανάσταση θα συγχωνεύτηκαν σε μια ενιαία καταιγιστική διαδικασία: Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος – Ρωσική και Κινεζική επανάσταση. Και όπου φάνηκε, για κάποιον καιρό, σα να κατανικήθηκε το τέρας. Στη Ρωσία αρχικά, στην Κίνα μετά και σε άλλες περιπτώσεις με τελευταία την Κούβα.
Κάτι όμως «δεν πήγαινε καλά». Ήδη από τη δεκαετία του 1930, άρχισαν να πληθαίνουν οι ανησυχητικές διαδόσεις ότι, πίσω από το «παραπέτασμα», ο σοβιετικός ήρωας είχε μεταμορφωθεί σε τέρας. Το ίδιο θα επαναληφθεί και με τους Κινέζους, παρά την πρόθεσή τους να «ξεπεράσουν τη σοβιετική εμπειρία από τα αριστερά». Βέβαια οι όπισθεν του «παραπετάσματος» το «ήξεραν από καιρό», όπως θα πουν μετά. Οι εντεύθεν απλώς το διαισθάνονταν, βλέποντας τον δικό τους «ήρωα» να βγάζει φολίδες, πριν αρχίσει καλά-καλά να ζυγώνει στο άντρο του αστικού θηρίου. Δεν ήθελαν όμως να το σκέπτονται!
Τελικά, η μυθικώς μοιραία μετάλλαξη, διεθνής τώρα και χωρίς καμιά εξαίρεση, ολοκληρώθηκε με την αναφανδόν προσχώρηση στο καπιταλιστικό σύστημα. Άρα, για ποιά Αριστερά μπορεί κανείς να μιλά σήμερα και εναντίον τίνος;
Πριν απαντήσουμε, ας δούμε λίγο βαθύτερα το φαινόμενο, συγκρίνοντας το νεωτερικό με το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα.
Στο ελληνικό παράδειγμα, όπως άλλωστε και στο νεωτερικό, η κοινωνία αυτοθεσμίζεται στη βάση της ατομικής ελευθερίας. Με ρητή προϋπόθεση, για την ύπαρξη ατομικής ελευθερίας, την ελευθερία της πατρίδας – της πολεοκρατικής εκεί της εθνοκρατικής εδώ. Σε αντίθεση όμως με το νεωτερικό παράδειγμα, στην ελληνική περίπτωση η ατομική ελευθερία μετεξελίχθηκε από ιδιωτική σε κοινωνική και πολιτική, μέσω της περιέλευσης αρχικά του πολιτικού συστήματος και αργότερα του οικονομικού συστήματος, στην εταιρική συνιδιοκτησία και συνδιαχείριση του «Κοινού». Η κοινωνία των κρατοκεντρικών «Κοινών» ευτύχησε, μάλιστα, να ολοκληρωθεί σε οικουμένη-κράτος. (Πράγμα που άρχισε την ελληνιστική εποχή, συνεχίστηκε με τη ρωμαϊκή ηγεμονία, για να μακροημερεύσει επί χίλια έτη με τη μεσολάβηση μιας οικουμενικής θρησκείας: του Χριστιανισμού.) 
Τι συμβαίνει αντίστοιχα με το νεωτερικό παράδειγμα;
Στην αρχή οι δύο αντίπαλοι, ο αστός και ο μετέπειτα αριστερός, ήταν «ένα». Συναποτελούσαν τον «ήρωα» του πολιτικού κύκλου του προηγούμενου πολιτισμού της Εσπερίας, όπου το «τέρας» ήταν ο φεουδαρχικός χριστιανικός δεσποτισμός. «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης», έγραφαν στο κοινό πολεμικό τους λάβαρο. Τότε, λοιπόν, ο Αστός ήταν «προοδευτικός». Από τη στιγμή όμως, που παίρνοντας την εξουσία, καθήλωσε την κοινωνία στην ιδιωτική και μόνο ελευθερία, «αρνούμενος Ισότητα και Αδελφότητα», μεταμορφώθηκε σε «αντιδραστικό». Έγινε το «νέο τέρας», που δεν αφήνει το λαό να πιεί νερό απ’ τη ζωογόνο πηγή της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας (: «κατάργηση της μισθωτής δουλείας» και «μαρασμός του κράτους»). Επιπλέον, το αποφώλιον τούτο νέο τέρας, επικαλείται τη δήθεν κοινή εθνική ταυτότητα, μεταξύ αυτού και των χτεσινών δουλοπαροίκων, προκειμένου να μπλοκάρει τον αναγκαίο εναντίον του τώρα ξεσηκωμό τους (: «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα»!).[4]
Η καθήλωση του αστού στην ιδιωτική ελευθερία είχε, ωστόσο, αξιοσημείωτα επιχειρήματα, που αιδημόνως τα παρέκαμπτε η Αριστερά, καθώς κατά βάθος τα συμμεριζόταν. Δύνανται να συνοψιστούν στα εξής τρία:
(α) Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν συμβιβάζονται με την ιδιωτική ελευθερία (: την «ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης»!) που είναι και η «σπουδαιότερη» (: «ανώτερη» από την «ελευθερία των αρχαίων»!).[5] (Παρατήρηση: αν για το νεωτερικό Άτομο το νόημα της ελευθερίας έγκειται όντως στην «ιδιωτική απόλαυση», πώς να μην έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνικο-πολιτική ελευθερία, που είναι άθλημα και απαιτεί αρετή και τόλμη;)
(β) Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν συμβιβάζονται με την «ελευθερία έναντι της φύσης». Διότι, εφόσον θέλουμε «να κυριαρχήσουμε πάνω στη φύση», πρέπει να μεταποιήσουμε τον δημόσιο χώρο σε Σύστημα, αποπροσωποποιώντας και εκτεχνικεύοντας τις κοινωνικές σχέσεις. Πράγμα που προϋποθέτει την καθήλωση της ατομικής ελευθερίας στον ιδιωτικό χώρο. Το πολύ-πολύ να την «προστατεύσουμε» εκεί περιτειχίζοντάς τη με διάφορα «δικαιώματα». (Ερώτημα: δεν αντιλαμβανόταν η Αριστερά και δεν την ενοχλούσε, το γεγονός ότι το αντίτιμο της «κυριαρχίας πάνω στη φύση» θα ήταν η υποδούλωση του ανθρώπου στις τεχνοσυστημικές δομές αυτής της «κυριαρχίας»; Χώρια η συνεπαγόμενη καταστροφή της ίδιας της φύσης, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «οικολογικό πρόβλημα»;) 
(γ) Η ελληνικού τύπου ελευθερία (που πονηρά τη βάφτισαν «άμεση δημοκρατία») είναι εφικτή «μόνο σε ολιγάνθρωπες κοινωνίες». Είναι «ανέφικτη» για κοινωνίες δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων! Το επιχείρημα έχει τόσο διαδοθεί που κατάντησε στερεότυπο. (Παρατήρηση: Δεν είναι η «πολυανθρωπία» το πρόβλημα, αλλά όπως έλεγαν οι αρχαίοι, η εμβέλεια της φωνής του ρήτορα, την οποία ενίσχυαν με την τεχνική της κωνόσχημης περί το βήμα εξέδρας. Λοιπόν, μόνο η περιορισμένη εμβέλεια του επικοινωνιακού συστήματος απαιτούσε να είναι ολιγάνθρωπο το δημογραφικό μέγεθος του συλλογικού υποκειμένου της καθολικής ελευθερίας. Σήμερα έχουμε οπτικοακουστικό και ψηφο-συλλεκτικό σύστημα δια-πλανητικής εμβέλειας, οπότε το «επιχείρημα» έχει καταλυθεί. Το πρόβλημα είναι άλλο. Είναι η αναγκαστική -λόγω του ιδιωτικοστραφούς χαρακτήρα της νεωτερικής ελευθερίας- αυτονομία έναντι των ιδιωτών-πολιτών και άρα μη «ουδετερότητα» του παρεμβαλλόμενου επικοινωνιακού τεχνοσυστήματος.)
Δέσμια, λοιπόν, της κοινής με τον αστισμό δίδυμης ανθρωπολογικής - οντολογικής πλατφόρμας (: ιδιωτική ελευθερία + τεχνολογικός μεσσιανισμός), η Αριστερά αφ’ ενός συμμερίστηκε την τύφλωση έναντι του συνεπαγόμενου οικολογικού προβλήματος και αφ’ ετέρου παρέκαμψε το γεγονός ότι το απελευθερωτικό κοινωνικοπολιτικό πρόταγμα ήταν ασύμβατο με τη λατρεία της τεχνοσυστημικής «Προόδου».[6]
ΙΙ
Παραδόξως όμως μια εντελώς νέα κατάσταση θα προκύψει όταν έκλεισε ο φαύλος κύκλος της νεωτερικής Πολιτικής με την απορρόφηση της επαναστατικής Αριστεράς. Κατάσταση που καθόλου δεν μοιάζει με «νίκη του καπιταλισμού».
Τώρα είναι δύο τα «τέρατα». Το ένα τέρας είναι η μεταμοντέρνα τοκογλυφική πλουτοκρατία, η οποία έχει καθυποτάξει την κλασική αστική τάξη της παραγωγής, του εμπορίου και του πρωτογενούς τομέα και συσσωρεύει τα υπεξαιρεμένα τρισεκατομμύρια σε απροσπέλαστους φορολογικούς παραδείσους. Το άλλο τέρας είναι ο μεταμοντέρνος μηδενισμός, οποίος έχει διαβρώσει καίρια την πληθυσμιακή βάση του νεωτερικού πολιτισμού.
Τα δύο τέρατα έχουν μάλιστα συμπήξει αρραγή συμμαχία τόσο ακαταγώνιστη, που ήδη έχει πυροδοτήσει μια γιγάντια ολιγαρχική-δεσποτική υποστροφή σε διεθνή κλίμακα. Αρχίζοντας από τους αδύνατους κρίκους του Συστήματος, κατακρημνίζονται ραγδαία ή υποθηκεύονται όλα τα ως τώρα κεκτημένα: των κρατών η ανεξαρτησία, των εθνών η ελευθερία και των λαών τα δικαιώματα. Το εθνικό, το κοινωνικό και το οικολογικό ζήτημα, προσλαμβάνουν τώρα κολοσσιαίες διαστάσεις. Κι αυτή ακόμα η ιδιωτική-αστική ελευθερία μεταβάλλεται σε ιστορική ανάμνηση, γιατί αφ’ ης στιγμής το επικοινωνιακό τεχνοσύστημα έχει εισβάλει στον ιδιωτικό χώρο, η ιδιωτική ελευθερία έχασε οριστικά το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Η τηλεόραση, για παράδειγμα, έχει μεταφέρει τον τεχνοσυστημικό έλεγχο μέσα στα σπίτια, στο «άδυτο» της ιδιωτικότητας. «Δεν είναι αναγκαίο, λέει ο Jean Baudrillard, να φανταστούμε αυτόν τον έλεγχο σαν το περισκόπιο του καθεστώτος που κατασκοπεύει την ιδιωτική ζωή των πάντων, γιατί η τηλεόραση είναι ήδη καλύτερη απ’ αυτό: εξασφαλίζει πως οι άνθρωποι δεν θα μιλούν πλέον μεταξύ τους, πως θα είναι οριστικά απομονωμένοι μπροστά σε δηλώσεις χωρίς απόκριση
Βρισκόμαστε έτσι και πάλι στο «σημείο μηδέν». Και μοιραία το απελευθερωτικό πρόταγμα ξαναγίνεται επίκαιρο. Μόνο που δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμος ήρωας να το αναλάβει. Ο νεωτερικός πολιτισμός έχει υποστεί ολική αντιηρωική στείρωση. Η εντός του επανάληψη του μυθικού κύκλου της Πολιτικής, είναι πλέον αδύνατη.
Επειδή η άγνοια των λόγων της απροσδόκητης αυτής κατάστασης μοιραία αναπληρώνεται από διάφορες εκδοχές συνομωσιολογίας, ας τους δούμε δι’ ολίγων.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, πλάϊ στις δύο εκδοχές ελευθερίας, τη μίνιμουμ δεξιά-αστική και τη μάξιμουμ αριστερή-σοσιαλιστική, κάποιες εκκεντρικές «πρωτοπορίες» -από τον χώρο της Τέχνης- λάνσαραν μια νέα εκδοχή ελευθερίας: την ελευθερία της ιδιωτικής επιθυμίας από κάθε είδους κανονιστικό (: «κομφορμιστικό») θέσφατο. Η «απελευθέρωση των ενστίκτων» ήταν μια καίρια διατύπωσή της. «Καλό είναι ό,τι με ευχαριστεί», ήταν μια άλλη εξ ίσου ευθύβολη διατύπωση. Η γοητεία αυτού του είδους ελευθερίας, ακολουθώντας την «υπόγεια διαδρομή», θα βγει στην επιφάνεια και θα υπερφαλαγγίσει, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την όποια γοητεία διατηρούσε ακόμη η φθαρμένη αστική ελευθερία και μαζί της η αμφιλεγόμενη σοσιαλιστική. Με τη μεταμοντέρνα πολιτισμική επανάσταση (Μάης ’68 κλπ.) η νέα αυτή ελευθερία θα αναλάβει τα ηνία του νεωτερικού φαντασιακού και ως το τέλος του αιώνα θα το κυριεύσει εξ ολοκλήρου.[7]
Μιλάμε για το πέρασμα στον μεταμοντέρνο μηδενισμό, όπου ο μηδενισμός του συλλογικού υποκειμένου ολοκληρώνεται με τον μηδενισμό του ατομικού υποκειμένου. Αν ο μοντέρνος μηδενισμός διέλυσε τη συλλογική ταυτότητα, ο μεταμοντέρνος ολοκληρώνει την ανθρωπολογική αποσύνθεση διαλύοντας την ατομική ταυτότητα.
Ο μοντέρνος μηδενισμός αρχίζει με την κατάρρευση της μεταφυσικής (θρησκευτικής) κεφαλής του συλλογικού, συνεχίζεται με την κατάτμηση του συλλογικού σε άσχετα άτομα και ολοκληρώνεται με την ανακατασκευή του συλλογικού στη βάση του τεχνοσυστημικού προτάγματος: της ολοσχερούς συστημικής εκτεχνίκευσης των κοινωνικών σχέσεων. Ομοίως: ο μεταμοντέρνος μηδενισμός αρχίζει με την κατάρρευση της αντίστοιχης εσωτερικής στο Άτομο μεταφυσικής κεφαλής (που οι νεωτερικοί φιλόσοφοι εκθείασαν ως «Λόγο» και ο Φρόϋντ αποδόμησε ως έξωθεν διεμβαλλόμενη «πηγή δυστυχίας»: ως εξουσιαστικό «Υπερεγώ»). Συνεχίζεται δε με την κατάτμηση-διάλυση του «Ατόμου», σε «στοιχειώδη σωματίδια» ή μεμονωμένα «ψυχόρμητα» και «ένστικτα», ο χρόνος των οποίων περιορίζεται μόνο στο εκάστοτε παρόν. Τέλος, η μεταμοντέρνα διεργασία ολοκληρώνεται με την υπαγωγή της προσωπικότητας στη δεσποτεία της οχλοκρατίας των πολλών «εγώ», που διαγκωνίζονται για την άνοδο στο θρόνο του απόντος κοινωνικού-ταυτοποιητικού Εγώ. Για να γίνουν, προφανώς, «χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη».
Η αποσύνθεση του νεωτερικού Ατόμου αξιοποιήθηκε πλήρως από τον Τεχνοσυστημικό Λεβιάθαν. Διαβλέποντας ότι μπορεί να πετύχει, αυτό που εις μάτην ονειρεύτηκαν οι από καταβολής κόσμου αρχές και εξουσίες, -να υποκαταστήσει δηλαδή το διαλυμένο ενδο-ατομικό κοινωνικό-ταυτοποιητικό Εγώ και να αναπτύξει μια απ’ ευθείας σχέση με τα «ένστικτα» του ανθρωπολογικού υποζυγίου-, προσαρμόστηκε στην ανθρωπολογική αποσύνθεση, την οργάνωσε και την επιτάχυνε. Διεμβάλλοντας, μέσω του μιντιακού υποσυστήματος, τις ανάγκες του ως μύχιες προσωπικές επιθυμίες των «ατόμων», που μόνο αυτό είναι σε θέση να ικανοποιήσει, πέτυχε την τέλεια ανθρωπολογική χειραγώγηση. «Η κατανάλωση γίνεται αξία και οι αξίες καταναλωτικά αγαθά».[8] -Όλες οι άλλοτε υπερατομικές αξίες, νεωτερικές και προνεωτερικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές.
Οίκοθεν νοείται ότι η επικράτηση του μεταμοντέρνου μηδενισμού εξαφάνισε μαζί με την αντιαστική Αριστερά και την «συντηρητική» ή «φιλελεύθερη» αστική Δεξιά, αλλά και τον ίδιο τον Αστό ως τύπο ανθρώπου. Ο τρομερός αυτός -«προμηθεϊκός» κατά τους μεν «φαουστικός» κατά τους δε- ασκητής της «αναβεβλημένης απόλαυσης», αφού φόρεσε τη λεοντή του κοσμοϊστορικού Νικητή, κήρυξε  το «τέλος της Ιστορίας» ...«και διαλαθών απεχώρησεν»!
ΙΙΙ
Η οργανική όσμωση μεταξύ Τεχνοσυστήματος και ανθρωπολογικής αποσύνθεσης, διευκολύνθηκε από την τεχνητή παράταση της «κοινωνίας της αφθονίας» με την απεριόριστη πιστωτική επέκταση και διεύρυνση των «ελλειμμάτων». Πράγμα που πληρώθηκε, όπως όλοι ξέρουμε τώρα, με την είσοδο του Συστήματος στην δεύτερη μεγάλη κρίση της «παγκοσμιοποίησης», -της υπό αμερικανική εθνική ηγεσία. Ήδη και με το ξεκίνημα της νέας μεγάλης κρίσης, η χαξλεϊκή «μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία», η υποσχόμενη την πανευφρόσυνη «αυτοκρατορία των αισθήσεων», θα δείξει το αναπάντεχο οργουελικό της πρόσωπο.[9]
Κατά κάποιον νεωτερικώς αδιάγνωστο τραγικό νόμο, η συμμαχία ανάμεσα στα «δύο τέρατα», την τοκογλυφική πλουτοκρατία και την πελατειακή οχλοκρατία, που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είδε να «βάφει στο αίμα» την επόμενη μέρα της ελληνικής πολίχνης του ομώνυμου διηγήματος,[10] έχει τώρα αναπτυχθεί σε πλανητική κλίμακα. Και καθώς «οχλοκράτης» είναι, έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος που άγεται και φέρεται από τον «όχλο των παθών» του, ο μεταμοντέρνος μηδενισμός δεν είναι παρά η ειδική μορφή «οχλοκρατίας», η οποία αντιστοιχεί ακριβώς στην κατάρρευση του Ατόμου της ιδιωτικής-αστικής ελευθερίας, εντός του κλωβού «εικονικής πραγματικότητας» που η ίδια συν τω χρόνω έχει διαμορφώσει. Χάρη στην καθήλωση του μεταμοντέρνου οχλοκράτη στο πελατειακό «παρόν» των εκάστοτε επιθυμητικών «σωματιδίων» του, μπορεί άνετα ο διεθνής και τεχνοσυστημικός πλέον, «σεβάσμιος τοκογλύφος», ο «νεκρόσιτος» και «ερεβομανής», κατά τον Ποιητή, να «κοπροκρατεί το μέλλον»![11]
Κακά τα ψέματα. Στο σύστημα των «δύο τεράτων» οι «αριστεροί» είναι είτε μηδενιστές είτε απολιθώματα. Δεν χωράει Τρίτη εκδοχή στη «Νέα Εποχή». Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με τους «φιλελεύθερους» αντιπάλους τους. Ανάμεσα στη μοντέρνα και στη μεταμοντέρνα εποχή «χάσμα μέγα εστήρικται». Ακόμα και αν ήταν δυνατός και επιπλέον ομόθυμα αποδεκτός, ένας απροκατάληπτος κριτικός απολογισμός της διεθνούς εμπειρίας της μοντερνιστικής αριστεράς, θα ήταν αδύνατο να καταστήσει επιτυχέστερη εκείνης, την όποια «πολιτική» των μεταμοντέρνων επιγόνων της!
Η απόλυτη αδυναμία πραγματικής αντίστασης είναι εδώ κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Κι αυτό σε ολόκληρη τη Δύση. Ο μύθος του τερατοκτόνου ήρωα δεν λειτουργεί στα στερνά των ατομοκεντρικών πολιτισμών. Τι λειτουργεί εκεί θέλει βαθειά κατάδυση στην ομόλογη εποχή του πρώτου διδάξαντος την ελευθερία πολιτισμού, για να το αντιληφθεί κανείς. Το θέμα είναι, πάντως, ότι «το ζητούμενο του ανθρώπου», το απελευθερωτικό πρόταγμα, έχει πλέον τεθεί εκτός νεωτερικού πολιτισμού. Έχει μετατεθεί εκεί όπου κι ο ίδιος γεννήθηκε: στο πεδίο των σχέσεων ανάμεσα στις μεγάλες θρησκείες της ανθρωπότητας. Ή εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι σώζεται απ’ αυτές.
Το τι τέξεται εκεί η επιούσα δεν το ξέρουμε. Ελπίζουμε να μην είναι μόνο η αλληλοκτονική μανία του εξτρεμιστικού ισλαμικού φουνταμενταλισμού.
Θα κλείσω με την κλασική ακροτελεύτια λαϊκή μας ρήση, που απέκτησε και μοντέρνα φιλοσοφική περιωπή, καθώς την επανέλαβε στη συνέντευξη-διαθήκη του ο πολύς Μαρτίνος Χάϊντεγκερ: Μόνο ένας Θεός θα μας σώσει!   
Σημειώσεις
[1] Πρόκειται για τον μύθο του Κάδμου, ο οποίος ενώ περιεργαζόταν το θεριό που μόλις σκότωσε, άκουσε μια φωνή από ψηλά να του λέει: “Γιατί, γυιέ του Αγήνορα, κοιτάς το ερπετό που σκότωσες; Κι εσύ, μια μέρα, θα πάρεις τέτοια μορφή”. (Απολλόδωρος).
[2] Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, σ. 255. Ίκαρος 1992.
[3] Αριστοτέλης, Πολιτικά.
[4] Κλασικές διατυπώσεις από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (των Μαρξ-Έγκελς), το Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (του Μαρξ) και το Κράτος και Επανάσταση (του Λένιν).
[5] Εμβληματικές διατυπώσεις του Μπενζαμέν Κονστάν (1767-1830).
[6] Για και την αυτονόμηση της Τεχνικής και την δήθεν «ουδετερότητά» της  βλ. Ζακ Ελλύλ, Το Τεχνικό Σύστημα (μετ. Γιάννης Ιωαννίδης. Εκδ. Αλήστου Μνήμης).
[7] Για την εξέλιξη αυτή βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Η μετάβαση από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία. (Εκδ. Θεμέλιο 1995β)
[8] Παναγιώτης Κονδύλης, ΔΙΑΒΑΖΩ, τ. 384, Απρίλιος 1998.
[9] Αναφορά στα προφητικά έργα των Αλντους Χάξλεϋ (: Γενναίος νέος κόσμος. Γρηγόρης Μ.Π. 1971) και Τζορτζ Όργουελ (: 1984. Κάκτος 1978.)
[10] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα δύο τέρατα. Άπαντα, τ. Δ’ σ. 316. Κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος. Εκδόσεις ΔΟΜΟΣ. (Ευχαριστίες στον Λάκη Προγκίδη που μου τα θύμισε.)
[11] Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί. Ανάγνωσμα τέταρτο.

πηγή: Aντίφωνο, 18/2/2015


Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι εκάστοτε "κοινωνικές", "θρησκευτικές" ή "πολιτικές" μεθοδεύσεις που στοχεύουν στην τροποποίηση της προσωπικότητας αλλά και του έργου ενός εξωσυμβατικού διανοητή ή δημιουργού έτσι ώστε, ο απόηχος του έργου του, να εναρμονίζεται με τις εκάστοτε επιταγές του κρατούντος δόγματος. 

      Το θέμα ενέχει παγκοσμιότητα και συνήθως απευθύνεται σε μυθριδατισμένο κοινό που, κατά κανόνα, λειτουργεί με το θυμικό ή με την πίστη του αλλά ποτέ με την κρίση του. 

 Ο απόηχος του περιθωρίου και οι βιογραφίες της σκιάς

Σωτήρης Αμάραντος
 Όπως μπορούμε σήμερα καλώς να γνωρίζουμε, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών, έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους σκληρές μορφές ανισότητας και ετερονομίας. Κοινωνικά μορφώματα και πολιτικά καθεστώτα που εμπόδισαν με κάθε τρόπο την ελεύθερη έκφραση και ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Η καταπίεση της προσωπικότητας, ο χωρισμός δηλαδή του ανθρώπου από «αυτό που μπορεί», συνιστά ένα λίγο ή πολύ σταθερό γεγονός, που προηγείται σαφώς των ταξικών ανταγωνισμών, όπως βέβαια και της θεωρητικής τους ανακάλυψης κατά τον 19ο αιώνα. Άλλωστε η ιστορία της καταπίεσης έχει παρουσία ίση με την ηλικία της ανθρωπότητας, έστω κι αν ορισμένες κοινωνίες μπόρεσαν να μετριάσουν ή να απελευθερώσουν την ανθρώπινη σκέψη και πράξη. 
Γενικά μιλώντας, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το φαινόμενο αυτό ως μια σχετικά συντεταγμένη απόπειρα καθήλωσης του νου, της ψυχής και του σώματος στην κυρίαρχη λογική του κοινωνικού συστήματος. Η καθήλωση αυτή βρίσκει μορφολογικά την κορύφωσή της σε δυο εκδοχές που αποτελούν ταυτόχρονα και τα όρια της. Η πρώτη σχετίζεται με την πλήρη ενσωμάτωση στην κυρίαρχη λογική, η οποία καταπνίγει κάθε στοιχείο που αρνείται την υποταγή στα καθιερωμένα καλούπια του κοινωνικού ιδανικού. Ένας τέτοιου είδους συμβιβασμός διασώζει το υποκείμενο από τις πιθανές βιολογικές, ψυχολογικές και οικονομικές συνέπειες της στέρησης, αλλά αφαιρεί από τη συνείδηση την ελευθερία και τη δημιουργικότητα, κατ΄ουσίαν χωρίζει τον άνθρωπο από τη μέγιστη κατάκτηση της ύπαρξής του, που αποτυπώνεται σημειολογικά  στην όρθια στάση! Του ζώου που ατενίζει με δέος και σθένος τον ορίζοντα του βίου του, που ομιλεί, σκέπτεται, αναιρεί τη σκέψη του και δρα! Η άλλη οριακή κατάσταση της φίμωσης, στην προσπάθειά της να διατηρήσει όλα τα προηγούμενα χωροθετείται από την κοινωνία στο «εσωτερικό ενός εξωτερικού», στο περιθώριο των κοινωνικών σχέσεων, εκεί όπου το ιδιοφυές διασταυρώνεται με το παράδοξο και όπου οι όποιες αρχειοθετήσεις του κυρίως κόσμου, αφού αρθούν, προκαλούν στο κάτοπτρο ετούτης της σύνθεσης ένα στιγμιαίο λυτρωτικό καγχασμό. Φυσικά, τα όρια του κόσμου εξακολουθούν να σημαίνουν με αρνητικό τρόπο τη συνύπαρξη, ακόμη και για την πιο μοναχική και ελεύθερη συνείδηση. Τελικώς το τελωνείο του κόσμου, για να σε κάνει μέτοχο στις χάρες και τις χαρές του, θα ζητήσει ως ενέχυρο εκείνο που σε κάνει επικίνδυνο για την τάξη των πραγμάτων του. 
Ίσως θα ήταν χρήσιμο στο σημείο αυτό, να μιλήσουμε για τις αναγκαίες εκείνες προϋποθέσεις της συλλογικής αυτοσυντήρησης, οι οποίες και καθιστούν υποχρεωτικό, ένα κάποιο οργανωτικό κλείσιμο των θεσμών. Μια τέτοια όμως ερμηνευτική, πέρα από μια γενική νόρμα που ισχύει για κάθε πολιτισμό, δεν μπορεί να εξηγήσει, την ποικιλία, το εύρος και την ένταση όλων εκείνων των μορφών ετερονομίας που επικρατούν κάθε φορά. Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, στο βιβλίο του «Έρως και πολιτισμός», κάνει μια αξιόλογη προσπάθεια, χρησιμοποιώντας στον σκληρό πυρήνα του βιβλίου του κοινωνιολογικά επιχειρήματα, να απαντήσει στο βασικό πρόβλημα που είχε θέσει, μερικές δεκαετίες νωρίτερα, ο Φρόυντ. Στο έργο του «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» ο πατέρας της ψυχανάλυσης πραγματεύεται το ζήτημα του πολιτισμού, στη σχέση του με τη ψυχική ατομικότητα και τα παράγωγά της, συναισθήματα δυστυχίας. Η σύγκρουση των ψυχικών ενορμήσεων, με τις ορίζουσες της κοινωνίας είναι επιβεβλημένη για τη διατήρηση και πρόοδο του πολιτισμού. Η σημαντική αυτή προσέγγιση, η οποία δεν αντλεί την καινοφάνειά της, τόσο από τη σύλληψή της ιδέας της σύγκρουσης, μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, αλλά απο τη ψυχαναλυτική της θεμελίωση, αγνοεί την κοινωνική πολυπλοκότητα του φαινομένου της ετερονομίας. Ο Φρόυντ, αποδίδοντας καθολική ιστορική ισχύ, στα χαρακτηριστικά της οργάνωσης  των δομών της κοινωνίας που τον περιβάλλει, όχι μόνο καθηλώνει και συρρικνώνει το παρελθόν της ανθρωπότητας, αλλά της αρνείται και ένα διαφορετικό μέλλον. Το συγγραφικό εγχείρημα του Μαρκούζε στοχεύει ακριβώς να αποκαταστήσει την προοπτική ενός καλύτερου, για την ανθρωπότητα, μέλλοντος.
Η κοινωνική επιστήμη και φιλοσοφία, μέχρι σήμερα, έχει αναλύσει ικανοποιητικά, κάτω από διαφορετικές προσεγγίσεις, τους μηχανισμούς της κοινωνικής αναπαραγωγής των κυρίαρχων δομών, όπως και τις αποκλείσεις από αυτές. Στη δική μας προβληματική, ο στόχος δεν είναι η ανάδειξη του κανόνα. Αν κάτι καθοδηγεί το στοχαστικό μας ενδιαφέρον είναι η εξαίρεση. Πέρα από τις μαζικές και αφηρημένες κατηγορίες τόσο του κυρίαρχου κόσμου, όσο και του κοινωνικού αποκλεισμού, αναζητούμε προσωπικές βιογραφίες που με τη στάση ζωής και με το έργο τους έθεσαν, έναντι της σύγκρουσης ατόμου και κοινωνίας, πολύ περισσότερα ερωτήματα από αυτά που θα μπορούσαν να απαντήσουν. Δεν είναι εύκολο να  αποφανθούμε, για το αν τέτοιου είδους ατομικές πορείες μπορούν να αποτελέσουν το προοίμιο μιας ιστορικής εξέλιξης, η οποία θα συντονίσει τις ανθρώπινες σχέσεις προς μια εντελώς άλλη μορφή κοινωνικότητας ή εάν πρόκειται για τους καταραμένους προφήτες ενός μέλλοντος καταδικασμένου να εκλείψει πριν καν υπάρξει. Έτσι στη χειρότερη των περιπτώσεων, η μετά το θάνατο διάδοση της φήμης τους, μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί ως το άλλοθι της φωτεινής και πολυσύχναστης πλευράς του κόσμου, απέναντι στο περιθώριο που τους είχε καταδικάσει. 
Από ένα σύνολο περιπτώσεων όπου η ιστορία μας παρέχει, θα επιλέξουμε τρεις, όχι τόσο γιατί αυτές αποτελούν τις αντιπροσωπευτικότερες, σε ένα πεδίο μελέτης όπου δεν υπόκειται εύκολα σε κανόνες, αλλά διότι θεωρούμε πως διευκολύνουν τη διείσδυση της σκέψης μας στους σκιώδεις δρόμους του περιθωρίου. Πρόκειται πράγματι για τρεις ιδιαίτερες προσωπικότητες που βίωσαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες τη μυσταγωγία της σκιάς, το χάος που «τιμωρεί» όποιον υπερβαίνει (έστω και χωρίς καμιά διάθεση υπαρκτικής ύβρεως) τον πάγιο χαρακτήρα των κοινωνικών συστημάτων. Τα πραγματολογικά στοιχεία του περιθωρίου, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε ότι διαχωρίζονται από τις ποιότητες του κόσμου, αντίθετα είναι η σχετικά μη διευθετημένη εκδοχή του. Κατ΄αναλογία λοιπόν, οι άνθρωποι που χρεώνονται το βάρος του περιθωρίου απηχούν, με τον τρόπο της σχετικής αταξίας, τους διχασμούς και τις αντιφάσεις του κόσμου και της εποχής τους. 
Θα ξεκινήσουμε με τον Μαξ Στίρνερ. Γεννήθηκε στις αρχές του 19ου  αιώνα στη Βαυαρία. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τη ζωή και η ιδιοσυστασία των στοχασμών του, τον τοποθέτησε υπό την αυστηρά περιοριστική προοπτική μιας πνευματικής και κοινωνικής απομόνωσης. Η συνεισφορά του Στίρνερ στο πεδίο του στοχασμού, που αρθρώνεται με ένα άκρως προκλητικό περιεχόμενο, αρχίζει και τελειώνει, εάν εξαιρέσει κανείς την κατά καιρούς αρθρογραφία του, με την έκδοση του βιβλίου του «Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του»(1844). Εκεί  αναπτύσσει ως τις έσχατές της συνέπειες, τη φιλοσοφία της ελευθερίας του ατόμου. Η πλήρης άρνησή του να υποταχτεί σε θρησκευτικού ή κοσμικού τύπου ηθικές επιταγές και το ιδεολογικό πρόταγμα του εγωισμού, δηλώνουν, αν και κάπως όψιμα, την εξέγερση του σύγχρονου ανθρώπου από τον ολοκληρωτισμό των εξουσιαστικών δομών και των μαζικών συστημάτων κάθε είδους και προμηνύουν το μηδενισμό. Το ιδεώδες του απολυτοποιημένου Εγώ επιβεβαιώνει την αδιέξοδη φυγή του Στίρνερ από τον κόσμο: «Για μένα, τίποτε δεν βρίσκεται πάνω από μένα!». Η τελευταία δεκαετία της ζωής του στιγματίστηκε από την κοινωνική ανυποληψία, την οικονομική εξαθλίωση και την απομόνωση.  
Ο δεύτερος είναι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ένας εξαιρετικά προικισμένος κριτικός της λογοτεχνίας, όπως ήθελε να αυτοπροσδιορίζεται, μα που όπως αναφέρει η Χάννα Άρεντ, στο βιβλίο της «άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς», πολύ δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να τον τοποθετήσει σε κάποια συμβατική κατηγορία. Οι φιλίες του μετρημένες, τα πάθη, που πυροδότησαν τα γραπτά του, έντονα.  Πολύ πριν διαφύγει από τη χιτλερική Γερμανία, ο γερμανοεβραϊκής καταγωγής Μπένγιαμιν, είχε νιώσει βαθιά μέσα του τον ασύμπτωτο, ως προς τις κυρίαρχες ιεραρχήσεις, τρόπο να αφουγκράζεται  τον εαυτό του και τους άλλους. Είχε ήδη επιλέξει τα μικροπεριστατικά και τα μικροπράγματα της καθημερινότητας ως σημεία φανέρωσης των βαθύτερων αληθειών του κόσμου. Μια τέτοια θέαση όμως έβρισκε εμπόδια σε όλες τις πτυχές του θεσμισμένου πραγματικού και σχεδόν κανένα λιμάνι δεν ήταν έτοιμο, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, να δεχτεί τη στόχευση, την πολυπλοκότητα και το ύφος της γραφής του.  Ένας πνευματικός δημιουργός που χρησιμοποιούσε τη μαρξιστική μέθοδο, χωρίς να αποδέχεται τον ιστορικό υλισμό, ενώ ταυτόχρονα αναζητά απροκάλυπτα το μεσσιανικό στοιχείο, χωρίς να παραδίδεται στη θρησκευτική πίστη, ας αναρωτηθούμε σε ποιον κόσμο θα μπορούσε να είναι ευπρόσδεκτος. Η συνδυαστική παρουσία των κοινωνικών αναχωμάτων και της κακής συγκυρίας, τον φέρνουν αντιμέτωπο με το σημαντικότερο δίλλημα της ζωής του. Όταν οι Ισπανοί κρατικοί αξιωματούχοι του αρνούνται, στα σύνορα Ισπανίας-Γαλλίας, να του χορηγήσουν άδεια εισόδου στη χώρα τους, την οποία θα χρησιμοποιούσε ως ενδιάμεσο σταθμό πριν καταλήξει στην Αμερική, για να γλυτώσει οριστικά από την ναζιστική φρίκη, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Ήταν  Σεπτέμβριος του 1940. 
Η τρίτη περίπτωση παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον. Πρόκειται για τον Έλληνα φιλόλογο, λογοτέχνη και κριτικό της λογοτεχνίας, Ρένο Αποστολίδη. Πολύ νωρίς ανέπτυξε έναν ισχυρό και ασυμβίβαστο χαρακτήρα, ο οποίος τον συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη και σε εγχειρήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, για εμάς τους απλούς παρατηρητές, ως αντινομικά.  Υπήρξε ένα ανεπανάληπτο κράμα διανοητικής ορμητικότητας, κριτικής αυστηρότητας, αντισυμβατικότητας και ευαισθησίας. Σχεδόν σε όλη του τη ζωή πλήρωσε ακριβά, με διάφορες διώξεις και αποκλεισμούς, τη βαθύτερη  συνειδησιακή ανάγκη της αυτονομίας. Ο Ρένος Αποστολίδης, εκτός από ένα σημαντικό και πολυδιάστατο έργο, που αποτυπώνεται σε εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες, μας αφήνει και ένα σύνολο πράξεων μέγιστου πνευματικού και πολιτικού συμβολισμού. Σε αυτές θα μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει την άρνησή του να κάνει χρήση του όπλου του, κατά την εξαναγκαστική του στράτευση στον εμφύλιο πόλεμο , καθώς και την υποκίνηση πλήθους και τελικώς την εισβολή στην ελληνική βουλή τον Ιούλιο του 1964.  Για την πράξη του αυτή τιμωρήθηκε σκληρά, τόσο από την πολιτική εξουσίας και τον οικείο σε αυτήν τύπο, με επιθέσεις που είχαν ως στόχο την ηθική του εξόντωση, κατά την περίοδο της προφυλάκισής του, όσο και με τον εγκλεισμό του στις φυλακές ως συνέπεια της καταδικαστικής απόφασης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η κοινωνική απομόνωση που του είχαν επιβάλλει άρχισε κάπως να κάμπτεται, όχι βέβαια χωρίς κάποια, σκοπιμότητα από την πλευρά του συστήματος κυριαρχίας, όπως θα μπορούσε με την κοφτερή του κρίση και με τη συνοδεία ενός σκωπτικού χαμόγελου να σχολιάσει και ο ίδιος.
Τρεις τόσο διαφορετικοί τύποι προσωπικότητας που αντιμετώπισαν με θάρρος και ορμητικότητα τα αδιέξοδα του περιθωρίου, όπου διατήρησαν, σε πολλές περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, το οδυνηρό προνόμιο του μη συμβιβασμού, δίνοντας τη μάχη μέχρι τέλους, με τους εσωτερικούς και τους εξωτερικούς τους δαίμονες, ακόμη κι αν ήξεραν ότι θα ήταν τελικώς οι χαμένοι. Αυτό που μπορούμε να αντλήσουμε από τις τρεις αυτές βιογραφίες, δεν είναι η ταυτιστική ανάγκη που τροφοδοτεί μιμητικές πράξεις του παραδείγματός τους, το οποίο σε πολλές του πτυχές, ίσως και να μας βρίσκει αντίθετους, αλλά η αίσθηση των ποικίλων δυνάμεων που δύναται να απελευθερώσει αποκαλυπτικά και δημιουργικά ο άνθρωπος, όταν η ζωή τον φέρνει αντιμέτωπο με κάτι που είναι τερατωδώς ισχυρότερο.
πηγή: Aντίφωνο