Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Η εσωστρέφεια δεν ωφέλησε ποτέ τη χώρα. 

Οι φοβικές προσεγγίσεις ανακυκλώνουν έναν θλιβερό επαρχιωτισμό σε ένα παγκοσμιοποιημένο 
(μας αρέσει - δεν μας αρέσει) περιβάλλον.


Οι νέοι αργοναύτες,

του Στάθη Καλύβα


Κ​άθε φορά που κάποιος νέος ή νέα με ρωτάει ποιον δρόμο ν’ ακολουθήσει αι πώς να κινηθεί επαγγελματικά, δίνω την ίδια συμβουλή: πλώρη για έξω. Πιο ωμά: μετανάστευση. Δεν πρόκειται για μια αντίληψη που διαμόρφωσα από την κρίση και μετά, μιαν απάντηση δηλαδή στην οικονομική δυστοκία. Το αντίθετο: πάντοτε επέμενα πως αυτός είναι ο καλύτερος δρόμος.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα και δημιουργικότητα ανταποκρίνεται σε μια λογική οικονομιών κλίμακας. Ανθρωποι με κοινά ενδιαφέροντα και κοινούς στόχους επιδιώκουν να είναι κοντά και αναλαμβάνουν δραστηριότητες που θα ήταν αδύνατες δίχως τη μαζική παρουσία «ομοϊδεατών» τους. Το κλασικό παράδειγμα είναι η Silicon Valey στη βόρεια Καλιφόρνια, αλλά θα μπορούσε να είναι το Παρίσι της δεκαετίας του ’30 ή η Βιέννη των αρχών του αιώνα ως προς τις τέχνες. Αν κάποιος σήμερα δραστηριοποιείται στον χώρο της τέχνης, καλό θα είναι να ζει στο Βερολίνο – ή στο Λονδίνο αν ενδιαφέρεται για τα χρηματοοικονομικά, στο Σαν Φρανσίσκο αν τον ελκύουν οι νέες τεχνολογίες, στη Βοστώνη αν θέλει να σταδιοδρομήσει στην ακαδημαϊκή έρευνα ή σε κάποια αφρικανική χώρα εάν ενδιαφέρεται για τις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό πως οι νέες τεχνολογίες καθόλου δεν αναιρούν την ανάγκη της γεωγραφικής εγγύτητας. Ποιον επομένως λόγο θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς για να απουσιάζει από τα σημεία αυτά; Παλιότερα, τα ταξίδια ήταν δύσκολα, η γλώσσα εμπόδιο και τα σύνορα κλειστά. Σήμερα όμως;

Κάποιοι θα σπεύσουν να κάνουν λόγο για αισθητικές και συναισθηματικές προτιμήσεις, που συνηγορούν στο να παραμείνει κάποιος στον τόπο του. Πράγματι, αυτές ισχύουν, αλλά αποκτούν πραγματική βαρύτητα μόνο όταν έχει κανείς αποκτήσει τη δυνατότητα ουσιαστικής σύγκρισης. Το να προκρίνει κανείς, αισθητικά ή συναισθηματικά, τον ένα και μοναδικό δρόμο που γνωρίζει είναι κάπως θλιβερό. Κάποιοι άλλοι θα αναφερθούν σε προσωπικά κωλύματα και οικογενειακές υποχρεώσεις. Δεκτό, αλλά αυτές είναι επιλογές ανάγκης, όχι προτίμησης. Για κάποιους η επιλογή της φυγής προς τα έξω ισοδυναμεί ανομολόγητα με τον φόβο του άγνωστου και της αποτυχίας. Εδώ, ο ρόλος της ελληνικής οικογένειας και του παραδοσιακού υπερπροστατευτισμού της είναι εντελώς αρνητικός. Ο μόνος όμως τρόπος για να ξορκίσει κανείς τον φόβο της αποτυχίας είναι να τη ζήσει, για να μπορέσει να αντιληφθεί πως κρύβει μέσα του την ορμή της καινούργιας αρχής. Πολλοί θα μιλήσουν για ανεπαρκείς δεξιότητες. Εχουμε όλοι τη δυνατότητα να κάνουμε πρωταθλητισμό; Προφανώς όχι. Ολοι μας όμως έχουμε τη δυνατότητα να βελτιωθούμε και να γίνουμε καλύτεροι σε αυτό που κάνουμε, οτιδήποτε και αν είναι αυτό. Το να εργαστεί κανείς σε μια μικρή επιχείρηση, σε ένα εστιατόριο, οπουδήποτε σε μια ξένη χώρα θα του επιτρέψει να γίνει καλύτερος. Υπάρχει τέλος και το επιχείρημα-καραμέλα: «Δεν θέλω να φύγω γιατί εδώ είναι η χώρα μου και εδώ θέλω να προσφέρω». Ας υποθέσουμε για ένα λεπτό πως η επιθυμία προσφοράς αντιστοιχεί με τη ζήτηση. Βοηθά κανείς τη χώρα του καλύτερα από μέσα; Η πλούσια διασπορική εμπειρία του ελληνισμού μάς διδάσκει πως η απάντηση το ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Η απόκτηση πλούτου και εμπειριών στον ανοιχτό στίβο της ανθρωπότητας συνέβαλε πάρα πολύ στην ανάπτυξη της χώρας – και αυτό σε εποχές όπου η οικονομία ήταν πολύ λιγότερο παγκοσμιοποιημένη. Τελικά, τα περισσότερα επιχειρήματα υπέρ της ακινησίας αποτελούν άλλοθι, είτε φόβου είτε βολέματος.

Η θέση μου ώς τώρα ήταν ατομοκεντρική. Ισχυρίστηκα δηλαδή πως η ατομική ολοκλήρωση περνάει μέσα από τη μετανάστευση. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά για τη χώρα; Δεν είναι καταστροφή να χάνει τους νέους της, αφού μάλιστα ξοδέψει από το υστέρημά της για να τους εκπαιδεύσει; Η θέση αυτή είναι γνωστή με τον απλό αλλά περιγραφικό όρο «φυγή εγκεφάλων», μετάφραση του αγγλικού «brain drain». Πρόσφατες έρευνες δείχνουν πως η θεωρία αυτή δεν έχει πλέον την αυτονόητη ισχύ που διέθετε στο παρελθόν. Τα πορίσματά τους περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το βιβλίο της Annalee Saxenian, «Οι Νέοι Αργοναύτες: Περιφερειακό πλεονέκτημα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία». Η Saxenian, καθηγήτρια Χωροταξίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, ισχυρίζεται πως η «φυγή εγκεφάλων» έχει πλέον αντικατασταθεί με ένα νέο φαινόμενο, την «κυκλοφορία εγκεφάλων». Πράγματι, οι μετανάστες υψηλών δεξιοτήτων (οι «εγκέφαλοι») δεν παραμένουν στον τόπο όπου μετανάστευσαν, αλλά αφού πετύχουν συχνά επιστρέφουν, μετακινούμενοι ανάμεσα στην παλιά και τη νέα τους πατρίδα, δημιουργώντας καινούργιες επιχειρήσεις και συμβάλλοντας αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη. Η παγκοσμιοποίηση των επιχειρηματικών δικτύων, ισχυρίζεται η Saxenian, είναι απόδειξη των θεμελιωδών αλλαγών στην παγκόσμια αγορά εργασίας, έτσι ώστε να μην ισχύει πλέον το παλιό μοντέλο κέντρου-περιφέρειας. Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκαν τεράστιες τεχνολογικές βιομηχανίες στην Ταϊβάν, στο Ισραήλ ή στην Ινδία αποτελεί απόδειξη της συμβολής των «εγκεφάλων» στην οικονομία των χωρών απ’ όπου μετανάστευσαν. Το συμπέρασμα είναι αναπόφευκτο. Αν είσαι έως 35 και ζεις ακόμη στην Ελλάδα, κάτι έχεις κάνει λάθος, όχι μόνο για σένα προσωπικά αλλά και για τη χώρα σου γενικότερα.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Ένα άρθρο που επιχειρεί να επαναφέρει, στην ταραγμένη των Ελλήνων διάνοια, μια σχετική τάξη:


10 δυσάρεστες αλήθειες, του Φώτη Γεωργελέ

1. Στην προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ είχαν εμφανιστεί κάποιοι εκπρόσωποι των ομολογιούχων για να αποδοκιμάσουν τον Βενιζέλο. Επειδή με το PSI «κουρεύτηκαν» τα ομόλογα του δημοσίου που κατείχαν και έχασαν σημαντικό μέρος της περιουσίας τους. Την επόμενη μέρα οι ομολογιούχοι με τα πανό τους επευφημούσαν τον Α. Τσίπρα στην προεκλογική συγκέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος ζητάει τη διαγραφή του χρέους. Ήταν ένα ενδεικτικό παράδειγμα του παραλογισμού που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία ακόμα και σήμερα. Θέλουμε να διαγραφεί το χρέος μας, να μη δώσουμε φράγκο στους «τοκογλύφους». Αλλά είμαστε φυσικά αντίθετοι και διαδηλώνουμε όταν διαγράφεται το χρέος που κατέχουν 15.000 Έλληνες ομολογιούχοι, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, το ΙΚΑ, οι ασφαλιστικές εταιρείες. Ακόμα και οι τράπεζες, γιατί εκεί έχουμε τις καταθέσεις μας. Είμαστε σύμφωνοι αν χάσουν τα λεφτά τους οι αντίστοιχοι Ευρωπαίοι καταθέτες και συνταξιούχοι. Αρκεί να μην είμαστε εμείς και όποιος άλλος ας είναι. Αυτό στην Ελλάδα ονομάστηκε αριστερή και πατριωτική πολιτική. Στον υπόλοιπο κόσμο λέγεται παρασιτισμός. Δυστυχώς στον αληθινό κόσμο δεν μπορείς συνέχεια να πουλάς τρέλα, όπως πουλάς στις τηλεοπτικές εκπομπές της χώρας μας.
2. Οι ηρωικοί αγώνες για το χρέος είναι το θέμα που διαχωρίζει τους πραγματικούς πατριώτες από τους «υποτελείς» και τους «δοσίλογους». Λένε οι απατεώνες. Τίποτα δεν μας έχει συμβεί προς το παρόν εξαιτίας του χρέους. Είναι φυσικά σοβαρό ζήτημα. Όταν το αποπληρώνουμε είναι καλύτερο να δίνουμε λιγότερα τοκοχρεολύσια παρά περισσότερα. Αυτό όμως είναι μια διαδικασία που θα κρατήσει δεκαετίες. Έχουν αλλάξει οι όροι ήδη, ξανά και ξανά, θα ξανά αλλάξουν τον Σεπτέμβρη και θα αλλάξουν πολλές φορές ακόμα. Στην πραγματικότητα αυτό το χρέος θα το αποπληρώσουν τα παιδιά των παιδιών μας. Ο Μπλερ, πριν λίγα χρόνια, ξόφλησε το χρέος της Αγγλίας από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά δηλαδή από έναν αιώνα. Πριν κάποια χρόνια εμείς πληρώναμε ακόμα τα χρέη του 1800. Όλη αυτή η συζήτηση είναι παραπειστική για να κρύψει τα πραγματικά προβλήματα. Το χρέος ήδη έχει μειωθεί με την πτώση των επιτοκίων και την επιμήκυνση του χρόνου της εξόφλησης. Και θα μειωθεί κι άλλο. Ήδη σήμερα πληρώνουμε δόσεις τα μισά απ’ όσα πληρώναμε το 2009, προ κρίσης. Θυμάσαι κανένα κόμμα, κανένα μέσο ενημέρωσης, να μιλάει τότε για το χρέος και τις δόσεις που πληρώναμε κάθε χρόνο; Τότε όλοι απλώς ήθελαν να δανείζονται περισσότερο.
3. Η συζήτηση για το χρέος έχει στόχο να κρύψει ότι κάποιοι, κάθε μέρα, ζουν καλύτερα εις βάρος σου. Το πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε 4 χρόνια δεν ήταν το χρέος, ήταν το έλλειμμα. Ότι χρειαζόμαστε δηλαδή δανεικά κάθε χρόνο για να ζούμε και δανεικά πια δεν υπάρχουν. Ούτε ένα ευρώ δεν έχουμε ακόμα δώσει για την εξόφληση του χρέους. Αφού ακόμα δανειζόμαστε, μέχρι τώρα που υποτίθεται ότι έχουμε πια πρωτογενές πλεόνασμα. Αφού είχαμε έλλειμμα, πώς να εξοφλήσουμε χρέος; Προσθέταμε κι άλλο μέχρι πέρυσι. Η λιτότητα που υπέστη η ελληνική κοινωνία δεν έχει καμία σχέση με το χρέος. Έχει με την ανάγκη να προσαρμόσουμε το κόστος του κράτους στα έσοδά του, αφού πια δεν μας δανείζανε. Όσοι μιλάνε μόνο για χρέος και το συσχετίζουν με τη λιτότητα θέλουν να κρύψουν ότι η λιτότητα η δική σου οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί υπεράσπισαν και διατήρησαν τα δικά τους έσοδα εις βάρος σου.
4. Πληρώνουμε για τη σωτηρία των τραπεζών. Είναι επίσης ψέμα για τους ίδιους με τους προηγούμενους λόγους. Δεν πληρώσαμε τίποτα για τις τράπεζες, δεν υποστήκαμε καμία λιτότητα για τις τράπεζες. Τις «σώσαμε» με ξένα δάνεια για να διατηρήσουμε ανέπαφες τις καταθέσεις μας. Αλλιώς έπρεπε να μη τις «σώσουμε», όπως μας συμβούλευαν οι πολύ «αντισυστημικοί» αγωνιστές και να γίνουμε δηλαδή Κύπρος. Να χάσουμε τις καταθέσεις μας. Ηρωικά. Όμως ούτε και σ’ αυτό συμφωνούσαν. Αυτό που προπαγάνδιζαν στην Ελλάδα ήταν «κακό» όταν συνέβη στην Κύπρο. Στην πραγματικότητα, το «αντιμνημονιακό μέτωπο» δεν έχει καμία λογική και καμία γραμμή. Λέει μόνο τα ευχάριστα αδύνατα. Πάντα να πληρώνει κάποιος άλλος. Στην πραγματικότητα η διάσωση των τραπεζών ίσως είναι το μόνο πράγμα που δεν θα επιβαρύνει το χρέος. Όπως φαίνεται ήδη το κράτος παίρνει τα λεφτά του πίσω, ιδιωτικοποιώντας τις σιγά-σιγά πάλι.
5. Οι φόροι έχουν τσακίσει τους Έλληνες. Είναι αλήθεια, όμως αυτοί που το λένε αυτό είναι εκείνοι ακριβώς που με την πολιτική τους οδηγούν στην υπερφορολόγηση. Γιατί είμαστε αντίθετοι στους φόρους; Αυτό το κράτος που έχουμε δεν είναι αυτό που μας αρέσει; Δεν θέλουμε αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας, του Ελληνικού. Δεν θέλουμε την ιδιωτικοποίηση των μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων. Δεν θέλουμε την κατάργηση των χιλιάδων άχρηστων φορέων, εταιρειών, ιδρυμάτων, οργανισμών που στοιχίζουν 7 δις το χρόνο σε γραφειοκρατία, όσο ένα μνημόνιο, τη διπλάσια από άλλες χώρες της Ευρώπης. Δεν θέλουμε την κινητικότητα των ΔΥ, τη μετακίνησή τους δηλαδή σε πραγματικές θέσεις εργασίας και όχι σε αργομισθίες. Δεν θέλουμε την αξιολόγηση, δεν θέλουμε να λειτουργήσουν τα πειθαρχικά για να απομακρύνουν τους επίορκους. Τότε γιατί παραπονιόμαστε; Αυτό το κράτος τόσο κοστίζει. Τι είναι οι φόροι; Δεν είναι το κόστος του κράτους, αυτά που πληρώνει η κοινωνία για να χρηματοδοτεί τα έξοδα του κράτους; Αυτοί που δεν θέλουν να αλλάξουν οι δομές του γραφειοκρατικού κράτους είναι εκείνοι που επιβάλλουν την υπερφορολόγηση. Δυστυχώς, άλλη αριθμητική δεν έχει εφευρεθεί ακόμα. Αν πιστεύουμε ότι οι φόροι είναι πολλοί, τότε πρέπει να μειωθεί το κόστος του κράτους. Αν μας αρέσει και υπερασπιζόμαστε το κράτος όπως έχει δεν πρέπει να παραπονιόμαστε για τους φόρους.
6. Οι συντηρητικές δυνάμεις της χώρας δεν απασχολούνται με όλα αυτά τα πεζά πράγματα, τους αριθμούς, την απλή αριθμητική. Δεν υπάρχουν μόνο οι αριθμοί, υπάρχουν και οι άνθρωποι, λένε ποιητικά. Όπου ακούς πολλή ποίηση κάποιος σε κλέβει. Γι’ αυτό παίρνουν διαζύγιο από τα μαθηματικά, παίρνουν διαζύγιο από την κοινή λογική. Οι «άλλοι», οι «ξένοι», οι «Ευρωπαίοι γκάνγκστερ» θα μας διαγράψουν το χρέος, θα μας χαρίσουν δηλαδή τα λεφτά τους. Μετά θα συνεχίζουν να μας δανείζουν, ώστε να μην υποβληθούμε στην «αντιλαϊκή λιτότητα», να μην αλλάξει δηλαδή το επίπεδο ζωής που είχαμε το 2009. Να μας δώσουν δηλαδή κι άλλα λεφτά. Τέλος, αν είναι δυνατόν με ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ, να μας δώσουν και μια «μη δανειακή χρηματοδότηση», για να κάνουμε επενδύσεις. Να μας δώσουν δηλαδή κι άλλα λεφτά. Αν συνοψίσεις όλα όσα λένε γύρω μας αυτά τα 4 χρόνια, αν μπορέσεις να αφαιρέσεις τις κραυγές για αποικίες, προδότες, υποτελείς, τοκογλύφους, το μόνο που μένει είναι μια λέξη: Λεφτά. Να μας δίνετε συνέχεια λεφτά, κι άλλα λεφτά, πιο πολλά λεφτά. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που κάποιοι έχουν βαφτίσει τη ζητιανιά επαναστατικό δικαίωμα.
7. Γιατί όλοι, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, συνδικαλιστές και καθεστωτικά Μέσα, επιτίθενται με τόση μανία στον Σόιμπλε που «ασκεί ιταμούς εκβιασμούς»; Γιατί λέει την αλήθεια. Λέει ότι δεν έχετε λύσει το πρόβλημα, είσαστε ακόμα σε κίνδυνο αν δεν κάνετε ό,τι πρέπει. Έχει δίκιο, γιατί μηδενίσαμε το έλλειμμα πράγματι. Αυτό όμως δεν επετεύχθη επειδή μειώσαμε όσο έπρεπε τα κόστη του κράτους, ούτε γιατί αυξήσαμε την παραγωγή, δηλαδή τα έσοδά μας. Επετεύχθη με την υπερβολική φορολόγηση. Και για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση του ίσα βάρκα ίσα νερά ισοζυγίου χρειάζεται να συνεχιστεί αυτή η υπερφορολόγηση. Είναι όμως αυτό δυνατόν; Ήδη οι φόροι δεν πληρώνονται, κάθε μήνα προστίθενται 1 δις ανεξόφλητοι φόροι. Ήδη τα ασφαλιστικά ταμεία παρουσιάζουν πάλι ελλείμματα παρά τις μειώσεις. Τι θα γίνει; Θα μπουν κι άλλοι φόροι; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά μόνο ριζικές αλλαγές, μείωση στο κόστος της γραφειοκρατίας, απελευθέρωση της παραγωγής, άνοιγμα των αγορών. Αλλά αυτά δεν θέλει να τα κάνει κανένας, ούτε η κυβέρνηση ούτε πολύ περισσότερο η συντηρητική αντιπολίτευση. Γι’ αυτό δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά μόνο φόροι. Αν έχεις προσέξει και η ηρωική αντιπολίτευση, όταν στριμώχνεται, για φόρους μιλάει κι αυτή. Για «αναγκαστικές εσωτερικές δανειοδοτήσεις», για «έκτακτες εισφορές» στα εισοδήματα των 20.000, για «χρησιμοποίηση των καταθέσεων στις τράπεζες για αναπτυξιακούς σκοπούς». Δεν έχουν τίποτα άλλο στο μυαλό τους παρά μόνο την αφαίμαξη της κοινωνίας μέχρι θανάτου. Για να διατηρήσουν το πελατειακό κράτος ανέπαφο.
8. Έχω δυσάρεστα νέα. Θα φτωχύνουμε. Ακόμα και σήμερα, 5ο χρόνο μνημονίων, είμαστε σε πολύ καλύτερο βιοτικό επίπεδο από τουλάχιστον 15 χώρες από τις 28 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσο κι αν φωνάζουμε για «γενοκτονίες» και «ανθρωπιστικές καταστροφές», κανείς δεν μας ακούει. Κανείς δεν πρόκειται να μας χαρίσει λεφτά για να ζούμε εμείς καλύτερα απ’ αυτόν. Η παραγωγική μας ανάπτυξη ούτε τώρα δεν δικαιολογεί το επίπεδο ζωής μας. Αν δεν αναπτύξουμε τις δυνατότητες αυτής της χώρας, αν δεν ξεπεράσουμε θετικά το πρόβλημα, θα φτωχύνουμε κι άλλο. Όσοι απατεώνες λένε ότι θα συμβούν θαύματα επειδή θα χτυπήσουν το χέρι στο τραπέζι, θα διαπραγματευτούν ηρωικά, και άλλα τέτοια τραγελαφικά, απλώς κοροϊδεύουν τον κόσμο. Κανείς δεν θα πληρώνει εσαεί την Ελλάδα. Ό,τι πλούτος θα ’ρθει σ’ αυτή τη χώρα, θα ’ρθει μόνο από τη δουλειά των κατοίκων της. Και δεν θα έρθει κανένας, αν επιμένουμε να διατηρούμε τις ίδιες οικονομικές, κρατικές, κοινωνικές δομές.
9. Κανείς σε όλο τον πλανήτη δεν λέει όσα ακούγονται κάθε μέρα στα ελληνικά καφενεία πολιτικά και μιντιακά. Ακόμα και όσοι ζητούν αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη μιλάνε για περισσότερες επενδύσεις, για νομισματική χαλάρωση, ώστε να αναθερμανθεί η οικονομία της Ευρώπης. Αλλά επενδύσεις εδώ δεν γίνονται όχι γιατί δεν υπάρχουν λεφτά. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν άπειρα λεφτά στον κόσμο που θέλουν να επενδυθούν στο ασφαλές περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά δεν προτιμούν την Ελλάδα γιατί το γραφειοκρατικό, κλεπτοκρατικό σύστημα τους αποτρέπει. Ακόμα και όσα λεφτά μάς δίνει ήδη η Ευρώπη με τα διάφορα ΕΣΠΑ και προγράμματα ανεργίας σπαταλώνται, εξαφανίζονται αδιαφανώς σε κρατικές, συνδικαλιστικές, γραφειοκρατικές τρύπες, σε διορισμούς στο δημόσιο και επιδιορθώσεις μητροπολιτικών ναών. Και το φτηνό ευρώ δεν θα βοηθήσει γιατί για να ευνοηθούν οι εξαγωγές πρέπει πρώτα να έχεις εξαγωγές. Όλες οι προοδευτικές προτάσεις που ακούγονται στην Ευρώπη δεν αφορούν την Ελλάδα. Γιατί προϋποθέτουν ότι η Ελλάδα θα αλλάξει και θα εναρμονιστεί με την Ευρώπη, αυτό δεν το διαπραγματεύεται κανείς Ευρωπαίος οποιουδήποτε πολιτικού χρώματος. Όλες οι ωραίες φράσεις και οι ασαφείς διατυπώσεις που επαναλαμβάνουν οι εδώ πολέμιοι της Ευρώπης δήθεν προοδευτικά, περί «ευρωομολόγου» και «αμοιβαιοποίησης χρέους», προϋποθέτουν φυσικά την ενοποίηση πρώτα των ευρωπαϊκών συστημάτων: φορολογικών, ασφαλιστικών, μισθολογικών. Υπάρχει περίπτωση κανείς Σλοβάκος, Πορτογάλος, Πολωνός, Τσέχος, Βέλγος, Ιρλανδός να αναλάβει τα ελληνικά χρέη, να πληρώνει για τις ελληνικές φοροαποφυγές μεγάλων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας; Για τις πρόωρες συντάξεις στα 50; Για τις κομματικές προσλήψεις χωρίς αξιολόγηση και χωρίς έλεγχο; Είναι αστείο, αυτοί που υπερασπίζονται την «ελληνική ιδιαιτερότητα», δηλαδή το χρεοκοπημένο σύστημα, παριστάνουν δήθεν τους υπερασπιστές της προοδευτικής Ευρώπης. Αυτοί που αρνούνται να συμμορφωθούν σε οποιονδήποτε ευρωπαϊκό κανόνα. Ο «προοδευτικός ευρωσκεπτικισμός» τους είναι ένα απλό φύλλο συκής για να κρύψουν την υπεράσπιση του παρασιτικού συστήματος που τους τρέφει.
10. Χωριστήκαμε 4 χρόνια σε «αντιμνημονιακούς», δηλαδή πολύ συντηρητικούς, και σε απλώς συντηρητικούς που προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι τα «μνημόνια» είναι μονόδρομος, ότι τα επιβάλλει η Ευρώπη. Η Ευρώπη δεν μας επέβαλε τίποτα. Η υποχρέωσή μας ήταν να μην έχουμε πια ελλείμματα, να μη ζητάμε καινούργια δανεικά. Το ότι μηδενίσαμε τα ελλείμματα διαλύοντας τον παραγωγικό ιστό της χώρας για να διασώσουμε το πελατειακό κράτος ήταν δικιά μας επιλογή. Δεν ήταν μονόδρομος. Σε αυτό το παιχνίδι, κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις έπαιζαν το ρόλο του «καλού και του κακού μπάτσου». Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Και οι στόχοι ήταν οι ίδιοι. Αλλά και η κοινωνία μας δεν ήταν καθόλου αθώα σ’ αυτό το παιχνίδι. Κανείς δεν κοροϊδεύεται τόσα χρόνια αν δεν θέλει να κοροϊδευτεί. 30 χρόνια πλαστής ευημερίας μάς έκαναν να μην μπορούμε να πιστέψουμε ότι δεν ήταν φυσιολογικός ο τρόπος που ζούσαμε μέχρι το 2009. Ότι οφειλόταν στην κατανάλωση των ξένων χρημάτων. Πιστέψαμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, κοροϊδεύοντας τους ξένους και παριστάνοντας τα κακομαθημένα παιδιά. Το χειρότερο, πιστέψαμε ιδιοτελώς ότι θα συνεχίσουμε έτσι, φορτώνοντας τα βάρη σε κάποιους άλλους, στους ασθενέστερους συμπολίτες μας. Δεν γίνεται. Δεν πρόκειται να συμβεί. Θα αλλάξουμε ή θα φτωχύνουμε. Δεν χρειάζεται να είναι οικονομολόγος κανείς. Οι Έλληνες είναι εξωστρεφής λαός, όλοι έχουν πάει έξω, είναι στο ίντερνετ, ξέρουν πολύ καλά τι γίνεται στις άλλες χώρες. Υπάρχει καμία χώρα της Ευρώπης που να λειτουργεί έτσι όπως η Ελλάδα;
Συμπληρώθηκαν 4 χρόνια μνημονίου και μπαίνουμε στο πέμπτο, και έβδομο χρόνο ύφεσης. Είναι ένα τέλος μιας περιόδου. Αυτό το καλοκαίρι ας σκεφτούμε ήρεμα τι σήμαιναν όλες αυτές οι κραυγές για δικτατορίες, αποικίες, προδότες, δοσίλογους, τοκογλύφους και υποτελείς της Μέρκελ. Και γιατί όλοι προσπαθούν τώρα να τις κάνουν να ξεχαστούν. Ας σκεφτούμε τώρα ότι κάψαμε τις πόλεις μας, καταστρέψαμε τον τουρισμό, βάλαμε τη βία και τη ρητορική του μίσους στη ζωή μας, χάσαμε συνανθρώπους μας, η μόνη χώρα που είχε νεκρούς από την κρίση, μιλήσαμε για εμφύλιο. Ας σκεφτούμε ότι όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσαμε να συντηρήσουμε το παλιό σύστημα, να γυρίσουμε τα πράγματα πίσω, να μην αλλάξουμε. Την ώρα που έπρεπε να αλλάξουμε τα πάντα. Και ας γυρίσουμε τον Σεπτέμβριο πιο ώριμοι. Είναι δυσάρεστο να παραδεχτείς τα δικά σου λάθη, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Δεν θα αλλάξει η χώρα αν δεν αλλάξουμε οι ίδιοι. Και μια χώρα δεν αλλάζει ποτέ με φθόνο, με επιθετικότητα, με μίσος, με ολοκληρωτικές θεωρίες του προηγούμενου αιώνα, με στοχοποίηση όποιου σκέφτεται διαφορετικά. Μια χώρα αλλάζει όταν οι πολίτες της είναι ανοιχτοί, δημιουργικοί, άφοβοι, με αυτοπεποίθηση, με γενναιοδωρία, με περιέργεια, με επιθυμία να δοκιμάσουν το διαφορετικό, να πειραματιστούν, να δημιουργήσουν. Καλό καλοκαίρι.


Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Μονάδες Ημερήσιας Νοσηλείας (MHN).

 Ένα θλιβερό ιστορικό και μια (πιθανώς) ευτυχής κατάληξη.


Όλες οι χώρες που βρίσκονται μπροστά από εμάς στις παροχές υγείας έχουν, από δεκαετίας περίπου, θεσπίσει τη λειτουργία μονάδων όπου μπορούν, κάτω από αυστηρές προδιαγραφές, να επιτελούνται επεμβάσεις που δεν απαιτούν γενική αναισθησία. Η πρακτική αυτή αποδείχθηκε πως ελαττώνει σοβαρά το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών αλλά, πέραν αυτού, βελτιώνει, τη συναισθηματική-ψυχική διάθεση του ασθενούς, τις ποιότητες των παρεχόμενων ιατρικών πράξεων και ελαχιστοποιεί τις επιπλοκές που επισυμβαίνουν από την παραμονή σε νοσοκομειακούς χώρους (ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις κλπ).

Η χώρα μας, δέσμια συμφερόντων αλλά και φοβικών κοινωνικών αντανακλαστικών, δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και προσκολλήθηκε σε ένα σύστημα όπου τα κοστολόγια συνεχώς εκτοξεύονταν προς τα πάνω, αρνούμενη να δεχθεί νέες, επί του θέματος, προτάσεις.

Η έλευση της Τρόικας ανακίνησε τα πράγματα και έτσι, πριν 3,5 περίπου χρόνια και επί υπουργού υγείας του κου Λοβέρδου, έγινε νόμος του κράτους η λειτουργία των ΜΗΝ (Μονάδων Ημερήσιας Νοσηλείας). Διάταξη όμως του νόμου που ψηφίστηκε προέβλεπε πως αυτός θα τεθεί σε ισχύ έπειτα από προεδρικό διάταγμα και σχετική υπουργική απόφαση που θα όριζαν τις προδιαγραφές λειτουργίας των μονάδων αυτών. Τα σχετικά αυτά διατάγματα, πιθανότατα μετά από επιτυχείς αρνητικές παρεμβάσεις των θιγομένων μερών (κλινικαρχών, κρατιστών κλπ), και παρά τις θετικές πιέσεις των συνδικαλιστικών ιατρικών οργάνων (Ιατρικοί Σύλλογοι, Κολέγια ενδιαφερομένων ειδικοτήτων κλπ) προς τους εκάστοτε υπουργούς υγείας, ποτέ δεν εκδόθηκαν. Έτσι, παρά τις εκάστοτε θετικές υπουργικές διαβεβαιώσεις, ο νόμος κατέστη πρακτικά ανενεργός, η Ελλάδα δεν περιόρισε, ως όφειλε, τα κοστολόγια υγείας και οι κλινικές συνέχιζαν ενδόξως να διεκπεραιώνουν κάθε μικροεπέμβαση στους χώρους τους.

Εδώ θα πρέπει να τεθεί υπ' όψη των αναγνωστών πως, σύμφωνα με γνωμοδότηση συνταγματολόγου, η μή εφαρμογή από το κράτος εψηφισμένου νόμου, εγείρει δικαίωμα αποζημίωσης από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Πριν από δυο χρόνια, το Ελληνικό Κολέγιο Οφθαλμολογίας (μια και η ειδικότητα που άμεσα ενδιαφέρεται για τις ΜΗΝ είναι η Οφθαλμολογία) ζήτησε και έλαβε, από τον καθηγητή οικονομικών της Υγείας στην Ανώτατη Σχολή Δημόσιας Υγείας κο Κυριόπουλο, μελέτη που αποδείκνυε πως το κέρδος του κρατικού προϋπολογισμού από την θεσμοθέτηση των ΜΗΝ θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα 200 εκατομ. Ευρώ ετησίως.

Πριν από 1,5 χρόνο, εγώ προσωπικά, έδωσα στα χέρια του κου Reichenbach, επιστολή που εξέθετα όλο αυτό το ιδιάζον ιστορικό.

Τελικά, η θεσμοθέτηση των ΜΗΝ πέρασε ως προαπαιτούμενο των απαιτήσεων της Τρόικα με αποτέλεσμα πριν από 3 μήνες να επανεγκριθεί (αν τούτο μπορεί σοβαρά να αποτελεί δόκιμη πολιτική πρακτική) εκ νέου από το κοινοβούλιο και, προς τιμήν του, ο απελθών υπουργός υγείας κος Γεωργιάδης, υπέγραψε τελικά και τις προδιαγραφές λειτουργίας των ΜΗΝ. Έτσι η Ελλάδα μπήκε και αυτή στην ομάδα των χωρών που επωφελούνται από τις μοντέρνες ιατρικές πρακτικές και μπορούν να αξιοποιήσουν κάθε νέο τεχνολογικό ιατρικό επίτευγμα.

Η θεσμοθέτηση των ΜΗΝ, πέρα από τα προαναφερθέντα οφέλη, έρχεται να συνδράμει ώστε να ξεκινήσει ένας σοβαρός τομέας παραγωγής οικονομικού οφέλους για τη χώρα μας. Ο τομέας του Ιατρικού Τουρισμού από τον οποίο επωφελούνται, εδώ και χρόνια, όμορες χώρες με συναρπαστικά αποτελέσματα.

Στο σημείο αυτό η πολιτεία καλείται να δημιουργήσει εκείνον τον μηχανισμό εποπτείας και ελέγχου των ποιοτήτων (επιστημονικών και περιβάλλοντος) αλλά και της συνεπούς εφαρμογής τους, προς πάσα κατεύθυνση (Δημόσια Νοσοκομεία, Ιδιωτικές Κλινικές, ΜΗΝ κλπ), ώστε να αποτραπούν οι κίνδυνοι που εμπεριέχονται αν όλοι αυτοί οι χώροι αφεθούν χωρίς επιστασία.


Καταλήγω λέγοντας πως η επιτυχία μιας νέας πρότασης έγκειται στην ικανότητά του να αφομοιώνει με επιτυχία νέες ιδέες και τεχνικές, να εφαρμόζει συστήματα διοίκησης ανταγωνιστικά, να βελτιώνει τις παρεχόμενες υπηρεσίες και να επιτυγχάνει αυξήσεις κερδοφορίας. Σήμερα, με την καθημερινή βελτίωση της τεχνολογίας αλλά και την σοβαρή ενημέρωση πάνω στις αντίστοιχες λειτουργικές διαδικασίες, που μονάδες ΜΗΝ άλλων χωρών εφαρμόζουν, όλα τούτα μπορούν να επιτευχθούν.  

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Ανάξιοι της τραγωδίας; του Κώστα Χατζηαντωνίου. Δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, 2 Ιουνίου 2014


Παρά το ότι το άρθρο είναι αρκετά παλιό (4/12), δεν χάνει τη φρεσκάδα και τη σημασία του
 Το νεοελληνικό αδιέξοδο (περί αυτού πρόκειται), το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει η παρούσα γενιά, θα μπορούσε να φωτιστεί καλύτερα αν ήμασταν άξιοι να το ζήσουμε ως τραγωδία. Ένα ιστορικό δράμα όμως, για να λάβει νόημα τραγωδίας απαιτεί, πέρα από τη σιωπή του θεού και την ανεξιχνίαστη (προσώρας βέβαια) δίκη, και ένα ελάχιστο πάθους των πρωταγωνιστών της για αυτογνωσία. Το χειρότερο στοιχείο της κατάρρευσης που σήμερα εκτυλίσσεται, φαίνεται πως είναι η πρόδηλη ανικανότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων όχι φυσικά να αναχθούν οι ίδιοι σε ήρωες τραγωδίας αλλά ούτε καν να αποδεχθούν τα αίτια και τα αιτιατά αυτής της κατάρρευσης. Αν όμως το τραγικό είναι κάτι μοιραίο ή εν πάση περιπτώσει πιθανό στη ζωή, η συνειδητοποίησή του είναι το ακριβό, το μόνο προνόμιο που θα αποκάλυπτε πως αυτό το σκοτεινό, απειλητικό ενδεχόμενο, αυτό το ανεξήγητο και απρόσιτο που λαμβάνει μορφή και αφορά όλους μας, δεν θα αντιμετωπιστεί αν δεν δοθεί έστω και τώρα απάντηση στο μείζον ερώτημα «ποιοι είμαστε». Ερώτημα που συστηματικά παρακάμπτεται επί δεκαετίες, από τη δημαγωγία της δεξιάς και της αριστεράς που ζουν ακόμη τοκίζοντας εμφύλια πάθη.
Ένα ερώτημα δεν υπάρχει για να απαντά απλώς στην περιέργεια ή στην όρεξη για γνώση. Υπάρχει για να φωτίζει κι ένα πεπρωμένο. Αυτό είναι ο αποχρών λόγος του δράματος των ημερών που ορίζεται από το τέλος του καταναλωτισμού, της ιδεολογίας δηλαδή που υπήρξε το πεδίο της μεταπολιτευτικής εθνικής συμφιλίωσης. Καλύπτοντας την αγωνία του ερωτήματος «ποιοι είμαστε» με διαρκή συμπόσια, μετατρέψαμε κάθε «ιερό» κείμενο σε θεατρικό έργο. Το αισθητικά και ηθικά υψηλό θεωρήθηκε ακαδημαϊσμός (την ώρα μάλιστα που οι ακαδημαϊκοί για να αποπλύνουν το άγος της συνεργασίας με τη δικτατορία έδιναν γη και ύδωρ στην ευτέλεια) ενώ η αλήθεια έγινε μια καταπιεστική πολυτέλεια. Ελεύθερος άνθρωπος θεωρήθηκε ο ανεύθυνος άνθρωπος και η εθνική μας μοίρα τυραννικός προκαθορισμός. Η πλάνη που παραμόνευε τον άνθρωπο της Μεταπολίτευσης (πως τάχα ήταν ελεύθερος) τον έσπρωχνε στην τραγωδία. Σ’ αυτήν που ακόμη δεν μπορεί να δει. Ίσως γιατί από καιρό η τραγωδία του πεπρωμένου της ευγένειας και το πνεύμα του Όχι έχουν δώσει τη θέση τους στον αστικό δόλο και στο νεύμα του Ναι. 
Δεν θα προσέφεραν τίποτα αυτές οι διαπιστώσεις αν δεν γινόταν εξίσου καθαρό πως οι προφητείες των αντιδραστικών που εμφανίζονται σαν ετυμηγορίες και περισφίγγουν τη ζωή μας, εντοπίζοντας απλώς την ενοχή σε κάποιους ολίγιστους πολιτικούς, είναι εξίσου αδιέξοδες αφού καλλιεργούν την ιδέα του αποδιοπομπαίου τράγου ή του «από μηχανής θεού» που μόνο ψυχολογικές εκτονώσεις του πλήθους μπορούν να κεράσουν. Το αίτημα για αξιοπρέπεια και ποιότητα δεν υπηρετείται με ύβρεις και βλέμματα μίσους στους Απέναντι αλλά με την τραγική συναίσθηση για την ενοχή της ύπαρξης. Με την αναγνώριση πως ο ελληνικός κόσμος είναι ο κόσμος της τραγωδίας. Καμιά φυγή ή παρηγοριά δεν θα χαρίσει τη λύτρωση παρά μόνο η συνειδητοποίηση πως αντίκρυ στο Υψηλό και στο Υπέροχο, σταθήκαμε όλοι ένοχοι. Αν βιώναμε τη σημερινή καταστροφή ως μια πράξη τραγωδίας θα υπήρχε ελπίδα. Αυτό που γεννά την απελπισία σήμερα είναι ότι φαινόμαστε ανάξιοι για μια τραγωδία. 
Ο απολογισμός του μεταπολέμου (σύντομα ίσως να μην έχει πια νόημα να μιλούμε απλά για Μεταπολίτευση: η σημερινή συγκυβέρνηση περιλαμβάνει δυνάμεις εχθρικές της Μεταπολίτευσης που πασχίζουν κι αυτές να σώσουν κάτι που φαίνεται υπέρτερο για την άρχουσα τάξη από τις όποιες μεταπολιτευτικές κατακτήσεις), που γίνεται πλέον χωρίς πυξίδα στην ανοιχτή θάλασσα, πολύ μακριά από κάθε αγκυροβόλι με πεποιθήσεις ατράνταχτες, πρέπει να ολοκληρωθεί με γενναιότητα. Χωρίς παρηγορητικούς μύθους, με μια αριστοκρατική απέχθεια τόσο προς τις ηγεσίες που διαφέντεψαν την πολιτεία, όσο και προς τους ρήτορες που πάντα «αθώοι» και με αυταρέσκεια κενολογούν, αυτόματα σαν μηχανές διδασκαλίας, άλλοι για να σώσουν πολιτικά καταστήματα κι άλλοι για να αποσπάσουν πελατεία από τα χρεωκοπημένα κόμματα. Καμιάν εμπιστοσύνη όμως δεν πρέπει πια να δείξουμε σε αυτούς που είτε ζητούν να μη θίγεται τίποτε είτε περιορίζονται ξανά σε αυταπάτες μεταρρυθμίσεων, καμιάν εμπιστοσύνη προς αυτούς που, πιο πονηροί δημοκόποι, ζητούν να εκμεταλλευτούν την περίσταση του ξεπεσμού για να κερδίσουν κάτι. 
Οι συνθήκες απαιτούν ηρωισμό. Αλλά ηρωισμός χωρίς συναίσθηση του τραγικού δεν μπορεί να υπάρξει. Αν από το πνεύμα της απόγνωσης μεταλάβουμε το πνεύμα της τραγωδίας, αν η δραματική απαισιοδοξία, η βαθύτερη εθνική μας ιδιότητα, γίνει τώρα που το απαιτεί η Ιστορία δράση, αν πέρα από τα νέα της ημέρας που τρέφουν την περιέργειά μας εξωτερικά, σταθούμε στα γεγονότα με στοχασμό, θα έχουμε κάνει ένα αποφασιστικό βήμα. Γνωρίζοντας πως στην Ιστορία μας ζήσαμε πολλές φορές το σκοτάδι, τη δουλεία, τον εξανδραποδισμό, ηθικές και υλικές αιμορραγίες, ας δούμε τη μοίρα μας τραγικά, όχι σαν σύμπτωση αλλά ούτε σαν προκαθορισμό. Η μοίρα μας είναι αυτό που θα κάνουμε. Δεν είναι ο θόρυβος που θα μας ελευθερώσει αλλά η αυθεντικότητα. Η ανάληψη μιας κληρονομιάς και η εύρεση μιας πίστης. Η λύτρωση από την καταδίκη της φύσης μας δεν θα είναι μια παράφορη στιγμή αλλά μια συνειδητή έξαρση. Δεν θα είναι λυρική παρέκβαση ή δραματικός αναβαθμός. Θα είναι ένα ιστορικό βήμα. Μια Απόφαση.
Αναγνωρίζουμε την ενοχή μας σημαίνει γνωρίζουμε την ανάγκη, δηλαδή το ανεξερεύνητο και είμαστε καχύποπτοι προς κάθε μηχανική αιτιοκρατία. Δεν σημαίνει όμως ότι παραδιδόμαστε στην ηθικολογία. Η απάντηση στο αίνιγμα της ζωής είναι προϊόν πείρας, όχι απαγόρευση. Φωτισμός την ώρα του μεγάλου χαλασμού. Τα βάθρα του νεοελληνικού κόσμου τρίζουν. Ας κάνουμε αυτή την πτώση απαρχή του τέταρτου ιστορικού μας κύκλου. Καμιά απελπισμένη αντίδραση αλλά και καμιά ανταρσία, κανένα μασκάρεμα μεταφυσικής σε ιδεολογία (φαινόμενα που γεννά η αναπόδραστη καταδίκη όταν αυτή θεωρείται αναίτια, όταν δεν αναγνωρίζεται η ενοχή) δεν θα μας οδηγήσει στην απελευθέρωση. Καταδικασμένοι αναίτια σημαίνει πως είμαστε ξένοι σε ένα ξένο κόσμο. Αναγνωρίζουμε την ενοχή μας σημαίνει πως δεν αποδεχόμαστε αυτή σαν μοίρα μας οριστική, όπως επιμένουν αυτοί που για να μην παραδεχθούν πως είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι, προτιμούν να είμαστε υποζύγια σε μια τυφλή νομοτέλεια, όπου δεν θα έχουμε καν τη χάρη του λάθους. Αλίμονο αν αποδειχτεί σε τούτη την ιστορική ώρα πως σταθήκαμε ανάξιοι της τραγωδίας. Πως είμαστε έρμαια της τύχης που δημιούργησε ένα πυροτέχνημα, το σύμπαν κι ύστερα άλλο ένα: εμάς.
Πρώτη έντυπη δημοσίευση "Νέα Ευθύνη", τχ10, Μάρτιος- Απρίλιος 2012
πηγή: Aντίφωνο