Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ο εκλιπών Αργύρης Χιόνης, σπουδαίος ποιητής και ιδιαιτέρως ευαίσθητος πολίτης, άρθρωσε κάποια λόγια με την αφορμή ενός επετειακού λόγου που εκλήθη να απευθύνει, στους μαθητές του Ξυλόκαστρου, κάποια χρόνια πριν. Παραθέτω κάποια αποσπάσματα. Θεωρώ πως αποτελεί υποχρέωσή μας η σοφία να μην αφεθεί ώστε να εγκαταλείψει τούτη τη χώρα:


«…μου ζήτησαν να κάνω μια ομιλία. Όταν το άκουσα αυτό ομολογώ ότι ζορίστηκα κάπως. 1ον: γιατί δε φημίζομαι για τις ρητορικές μου ικανότητες και 2ον: γιατί τι θα μπορούσε κανείς να πει, σε τέτοιους δύσκολους καιρούς, στα νέα παιδιά που ξεκινούν ανώτερες κι ανώτατες σπουδές, χωρίς να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι γνώσεις που θα αποκτήσουν θα αξιοποιηθούν από την κοινωνία. Τι να πεις σ’ αυτούς τους νέους ανθρώπους που ξεκινούν την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία τους όταν συνέχεια ακούν από τους εντός εισαγωγικών «σοφούς» μεγαλύτερούς τους ότι το βαρέλι της κρίσης δεν έχει πάτο κι ότι δεν υπάρχει φως στο τέρμα του τούνελ;
Εγώ ωστόσο που ούτε σοφός είμαι ούτε φύσει αισιόδοξος, άλλωστε είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι ποιητές και συγγραφείς είναι από λίγο έως πολύ καταθλιπτικοί, κατέληξα κατόπιν ωρίμου σκέψεως στο συμπέρασμα ότι υπάρχει φως. Όχι όμως στο βάθος οποιουδήποτε τούνελ, αλλά μέσα μας, στο βάθος του εαυτού μας. Και είναι αυτό το φως που πρέπει να αναζητούμε, ενθυμούμενοι πάντα ότι κάθε φορά που οι Έλληνες μεγαλούργησαν και ξεπέρασαν τις όποιες αντιξοότητες ήταν επειδή έσκυψαν μέσα τους και αναζήτησαν αυτό το εσωτερικό φως...»

«…έχοντας λοιπόν τα μάτια σας στραμμένα πάντα προς αυτό το φως, αφοσιωθείτε στις σπουδές σας χωρίς να σκέφτεστε το υλικό από αυτές όφελος, γιατί η παιδεία δεν έχει ως στόχο τη δημιουργία πλούτου, αλλά τη διαμόρφωση χαρακτήρα, ήθους και πνεύματος. Όταν αυτό επιτευχθεί τα άλλα, δηλαδή η σταδιοδρομία και οι συνακόλουθες υλικές απολαβές, θα έρθουν από μόνες τους ως φυσική συνέπεια…»

«… Αγαπητοί μου φίλοι, σήμερα γιορτάζουμε το μεγάλο ΟΧΙ που είπε ο ελληνικός λαός στον ντόπιο και ξένο φασισμό. Έχουν από τότε περάσει 71 χρόνια, κι ενώ είχαμε πιστέψει ότι το τέρας είχε σκοτωθεί μια για πάντα, το βλέπουμε τώρα να αναγεννιέται με νέα μορφή και νέο όνομα…»


«…ενδεικτικά μόνο παραθέτω εδώ έναν κατάλογο με ΟΧΙ άμεσης εφαρμογής, τον οποίο είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να συμπληρώσετε μόνοι σας με πολύ περισσότερα, γιατί δεν είναι δυνατόν να μην έχετε συνειδητοποιήσει ότι «πήραμε τη ζωή μας λάθος και πρέπει ν’ αλλάξουμε ζωή», όπως θα έλεγε κι ο Σεφέρης:

ΟΧΙ λοιπόν στην υπερκατανάλωση αγαθών και τις επίκτητες ανάγκες που μας δημιούργησαν οι έμποροι των εθνών.
ΟΧΙ στις πιστωτικές κάρτες και τις τοκογλυφίες των τραπεζών.
ΟΧΙ στα δάνεια που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε.
ΟΧΙ στον παλαιοκομματισμό και τους κομματάρχες.
ΟΧΙ στη δαγκωτή ψήφο.
ΟΧΙ στο μέσο και στο κωλογλείψιμο. ΝΑΙ στην αξιοκρατία.
ΟΧΙ στον κομματικό οπαδισμό, γιατί διόλου δεν διαφέρει από τον χουλιγκανισμό των γηπέδων.
ΟΧΙ στην προσωπολατρία και οικογενειολατρία.
ΟΧΙ στην ψευδαίσθηση ότι ψηφίζοντας κάθε τέσσερα χρόνια τους εκλεκτούς ηγέτες μας εκτελούμε το δημοκρατικό καθήκον μας, και από ’κεί και πέρα δεν έχουμε άλλο ρόλο από το να τους χειροκροτούμε ή να τους βρίζουμε ανάλογα με το αν υπηρετούν ή όχι τα προσωπικά μας συμφέροντα.
ΟΧΙ στα κομματικοποιημένα και ενίοτε κρατικοδίαιτα συνδικάτα που λειτουργούν συντεχνιακά, φροντίζοντας μόνο για τα μέλη τους και γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια την υπόλοιπη κοινωνία.
ΟΧΙ στην παιδεία που δημιουργεί εξειδικευμένα ανδρείκελα, αναίσθητους τεχνοκράτες, αυταρχικούς χαρτογιακάδες, γελοίους γιάπηδες και αρπακτικά golden boys. ΝΑΙ στην παιδεία που παράγει την απαραίτητη εξειδίκευση, διευρύνει γενικότερα το πνεύμα και δίνει νόημα ουσιαστικό στη ζωή.
ΟΧΙ στην πατριδοκαπηλία και τον στείρο εθνικισμό.
ΟΧΙ στο ρατσισμό και την ξενοφοβία.
ΟΧΙ στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι ο κόσμος αυτός δεν πλάστηκε για μας, και μας ανήκει όσο ανήκει και στο πιο ελάχιστο μυρμήγκι. Δεν είναι παιχνίδι που μας χάρισε ο μπαμπάς μας και μπορούμε να το σπάσουμε για να δούμε τι έχει μέσα.
ΟΧΙ στην εκδρομική ή τουριστική φυσιολατρία. ΝΑΙ στην απόλυτη ταύτισή μας με τη φύση.
ΟΧΙ στην τεμπελιά. ΝΑΙ στην εργασία, ακόμα και σ’ αυτήν που δεν έχει σχέση με τις σπουδές που κάνουμε. Σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε και που τίθεται ζήτημα επιβίωσης καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Καμιά δουλειά δεν είναι μόνο για τους περιφρονητέους μετανάστες.
ΟΧΙ στην τηλεόραση, όπου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων μαθαίνουμε ποια glamorous ανύπαρκτη παντρεύτηκε με τον αντίστοιχό της glamorous ανύπαρκτο. ΝΑΙ στον πολιτισμό. ΝΑΙ στη μουσική. ΝΑΙ στο θέατρο. ΝΑΙ στον κινηματογράφο. ΝΑΙ και πάλι ΝΑΙ στο βιβλίο.
ΟΧΙ στον αθέμιτο ανταγωνισμό, στο διαγκωνισμό και στον ψευτοπαλλικαρισμό, στην τζάμπα μαγκιά, στο «ξέρεις ποιος είμαι εγώ μωρέ;».
ΝΑΙ στο συναγωνισμό, στην ευγενή άμιλλα, τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη…».

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Πολλά τα λάθη στον λόγο μας (προφορικό αλλά γραπτό).

Μια ενδιαφέρουσα ξενάγηση-υπόδειξη θα βρείτε στον συγκεκριμένο ιστότοπο.

Μη σας ταράζει το ορθογραφικό λάθος της ίδιας της ιστοσελίδας (language αντί lamguage)



http://www.gnomikologikon.gr/greek-lamguage-errata.html#axzz2is67gKmP

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Ξανθά παιδιά και σκούρα

E-mailΕκτύπωσηPDF
Νίκος Ξυδάκης
Ενα ξανθόμαλο γαλανομάτικο παιδί παίζει μαζί με σκούρα παιδιά στον γυφτομαχαλά. Τι σκάνδαλο! Απ’ όλα τα σενάρια τρόμου για αγοραπωλησίες βρεφών, για τράφικινγκ, εμπόριο νεφρών, Ολιβερ Τουίστ που πέφτουν στα νύχια Εβραίων Φέιγκιν, από όλη τη φρίκη, υπαρκτή και επινοημένη, κρατάω τη συγκεκριμένη φρίκη, ίσως όχι την αγριότερη, αλλά σίγουρα την πιο φανερή, την ευκολότερα εκδηλωνόμενη: τον βαθύτατα στερεοτυπικό ρατσισμό εναντίον του Ρομ, του αθίγγανου, του γύφτου.
Του γύφτου που κλέβει τα παιδιά τα ανυπάκουα, που ξεμακραίνουν απ’ το σπίτι τους, που δεν τρώνε όλο το φαΐ τους. Του γύφτου που κλέβει μπουγάδες, της γύφτισσας που ξεμυαλίζει και ξαφρίζει γέρους λέγοντάς τους τη μοίρα. Αυτό είναι το στερεότυπο: κλέφτες και απατεώνες, αλητόβιοι· απομεινάρια άλλων πολιτισμικών προσχώσεων, νομάδες, παλιατζήδες, γυρολόγοι, πλάνητες, φερέοικοι.
Αν προχωρήσουμε τον συλλογισμό, θα βρούμε κι άλλα χαρακτηριστικά: μουσικοί, έμποροι, εργάτες γης. Διάσημα σόγια οργανοπαικτών, σολίστ κλαρίνου και βιολιού, τραγουδιστές· αυτοί κρατούν ζωντανή εν πολλοίς την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, από την Ηπειρο ώς τη Ρούμελη. Αυτοί μάζευαν βερίκοκα και ελιές, προτού καταφθάσουν οι μετανάστες. Αυτοί προμηθεύουν κλωσσόπουλα-καρέκλες τα χωριά, σκινόχωμα-καταστανόχωμα-γαρδένιες το άστυ.
Αλλά είναι σκούροι. Ινδομιγείς. Φανταχτεροί. Ανένταχτοι. Συνωστίζονται θορυβώδεις στα εξωτερικά ιατρεία, στο Παίδων. Κι ένα ξανθό παιδάκι βρέθηκε σε μια οικογένεια τέτοιων σκούρων ινδομιγών. Χωρίς ακόμη να έχει εξακριβωθεί πώς βρέθηκε στα Φάρσαλα το παιδί, ποιοι είναι οι φυσικοί γονείς του, αν το παράτησαν ή το παρκάρισαν, χωρίς να γνωρίζουμε όλη την ιστορία, γιατί ίσως δεν ακούμε τι ακριβώς εξιστορούν οι ίδιοι οι άνθρωποι του μαχαλά, υιοθετούμε ασμένως το σενάριο το πιο ταιριαστό στον προϊδεασμό μας: οι γύφτοι αρπάζουν παιδιά. Πρωτοσέλιδα εγχώρια και διεθνή, amber alert, συγκίνηση και κατακραυγή, παλιές περιπτώσεις εξαφανίσεων. Εως και τον προ 22ετίας χαμένο Μπεν είδαν να κυκλοφορεί στον μαχαλά των Φαρσάλων.
Μια γεννήτρια συγκίνησης. Συγκίνηση στοχευμένη στο ξανθό παιδάκι, εξατομικευμένη και αποκομμένη από κάθε ιστορική-κοινωνική σύμφραση, προορισμένη να παράγει λυγμό, φοβική ταύτιση, εντοπισμό του επικίνδυνου Αλλου, του εισβολέα, του επήλυδος. Συγκίνηση σαν λησμονόχορτο για τη δημογραφική φθίση, την επελαύνουσα φτώχεια, τη γενικευμένη επισφάλεια. Τα παιδιά κινδυνεύουν από τους γύφτους, και μόνον. Στη Γαλλία, πήγαν πιο μακριά: τα παιδιά κινδυνεύουν επειδή είναι γύφτοι. Το είπαν σχεδόν έτσι, ωμά, στο δεκαπεντάχρονο παιδί από το Κόσοβο.
Ετσι περίπου σκέφτονται οι ξανθοί Ευρωπαίοι για τους σκούρους που ζουν επί αιώνες ανάμεσά τους, στα διάκενα της αιωνίας προόδου: με τα στερεότυπα των Σκοτεινών Χρόνων, απαράλλαχτα. Ανά διαστήματα η μεσαιωνική στερεοτυπική σκέψη γίνεται νεωτερική δράση: απωθήσεις, περιορισμοί, εκτοπίσεις, στειρώσεις, μαζικές εκκαθαρίσεις, η Λύση. Η συνεχιζόμενη πρόοδος ίσως επιτρέψει μια πιο ολοκληρωμένη λύση: έλεγχο DNA και γενετική ταυτότητα, ένα βραχιόλι μόνιμα. Eτσι δεν θα ανακατεύονται ξανθά παιδιά με σκούρα.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Ένα έξοχο άρθρο-ανάλυση από τον Θεόδωρο Ζιάκα. Οξυδερκές, επίκαιρο. Χαρείτε το:

Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Πρόλογος 2013
Οι αναλύσεις για την εξελισσόμενη εθνική κρίση είναι πλέον αναρίθμητες. Πολιτικές, οικονομικές και ηθικολογικές. Κοινός παρονομαστής τους το παραδοσιακό ερώτημα: «τις πταίει;». -Φταίει η πολιτική ηγεσία, λένε οι μεν. Φταίει ο λαός που τους ψηφίζει, συμπληρώνουν οι δε. Φταίει κι ο καθένας μας χωριστά, λένε όλοι, επειδή είμαστε καλοπερασάκηδες και απερίσκεπτοι αμοραλιστές. Ή αλλιώς: φταίτε και σεις οι δήθεν ανεύθυνοι, αφού  «μαζί τα φάγαμε»... Πριν απ’ όλα βέβαια φταίει ο Ιμπεριαλισμός. Αλλά μαζί του φταίει κι ο λαός, που παρά τις εκκλήσεις δεν ξεσηκώνεται εναντίον του. Που αρνείται να δεχτεί ότι υπάρχει εναλλακτική λύση και είναι δεδομένη: ο σοσιαλισμός και ο εν συνεχεία κομμουνισμός...
Και ασφαλώς, εφόσον υπεύθυνοι για την καταστροφή είμαστε «εμείς οι ίδιοι», έπεται κατ’ ανάγκην ότι είμαστε και οι πλέον ακατάλληλοι να μας σώσουμε... Γι’ αυτό και εναποθέσαμε την πάσαν ελπίδα μας στα στιβαρά χέρια του γερμανικού Διευθυντηρίου της ευρωπαϊκής μας Οικογένειας. Άλλη λύση δεν βλέπουμε. Και ελπίζουμε, ότι είναι «θέμα χρόνου» να ολοκληρωθεί ο «κύκλος» της κρίσης και να «επιστρέψουμε στην ανάπτυξη». Άλλωστε, όπως ξέρουν και τα μικρά παιδιά, οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν κρατούν για πάντα. Υπομονή λοιπόν και όλα θα πάνε καλά!
Αν και δεν βλέπω λογικό ειρμό σε όλα αυτά δεν θα τα κρίνω. Ούτε οικονομολόγος είμαι, ούτε πολιτικός επιστήμων και γενικά ούτε καν πανεπιστημιακός. Δεν αποκλείεται, εξ άλλου, να τα αποδελτιώνω και λάθος. Γι’ αυτό και στέκομαι αποκλειστικά στις μελέτες που έχω κάνει ο ίδιος, -παρότι αναφέρονται στον τελείως διαφορετικό γνωστικό χώρο της πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Βέβαια στο γνωστικό αυτό πεδίο βλέπουμε τα φαινόμενα από τη σκοπιά της μεγάλης διάρκειας και είναι επισφαλές να κάνει κανείς εξειδικευτικές καταδύσεις στο επίπεδο της βραχείας διάρκειας.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιάσω την γενική εικόνα που λαμβάνει κανείς αν κοιτάξει την εποχή μας με τα γνωσιολογικά γυαλιά της εν λόγω ανθρωπολογίας. Το συμπέρασμα που βγάζω από την εικόνα της «μεγάλης κλίμακας» είναι εντελώς αντίθετο από τις κρατούσες στη «μικρή κλίμακα» και λέει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα έτσι όπως είμαστε ... Πρόκειται βέβαια για το δικό μου συμπέρασμα. Ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει το δικό του. Η ανάλυση έχει την αυτονομία της. Γράφτηκε άλλωστε αρκετά χρόνια πριν το 2009. (Σ’ αυτήν βασίστηκε, πιο συγκεκριμένα, το κεφ. 1 του μέρους ΙΙΙ του βιβλίου Αυτοείδωλον εγενόμην... Αρμός 2005.)

Η ΑΥΤΟΘΕΩΣΗ, Η ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΠΡΟΣΩΠΙΑ, Ο DIGITAL MAN  ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
H Νεωτερικότητα (ο νεωτερικός πολιτισμός) στηρίχτηκε σε δύο παραδόσεις: τη λατινική-κολεκτιβιστική και τη νορδική-ατομοκρατική, σε μια «αντιγραικική» (contra errores graecorum) αντιφατική συγκόλληση, υπό νορδική ηγεμονία. Το ανθρωπολογικό πρότυπο της νεωτερικής συγκόλλησης, ήταν το νεωτερικό Άτομο, -«άτομο» μεν αλλά πολύ διαφορετικό από την προηγούμενη ιστορική μορφή του, το ελληνικό Άτομο. Η ειδοποιός διαφορά του νεωτερικού Ατόμου είναι η συστημική απροσωπία της αυτοαναφορικότητάς του. Το Άτομο αυτό συγκροτήθηκε στη βάση μιας ακαταγώνιστης «προμηθεϊκής» ορμής για την «κατάκτηση του ουρανού», με αντίτιμο ακριβώς την αποπροσωποίησή του και την υπαρξιακή αποξένωσή του μέσα στον ασφυκτικό κλοιό των συστημικών προϋποθέσεών του. Τα στοιχεία αυτά, τα εντελώς ξένα προς την ελληνική ατομικότητα, καθόρισαν και την τραγική αδυναμία αυτής της τελευταίας να τα ενσωματώσει, ώστε να φτιάξει μια λειτουργική, μη σχιζοειδή, εκδοχή ελληνικής νεωτερικής ταυτότητας. Ας τα δούμε από πιο κοντά.
1. Η αυτοθέωση
Η αυτοαναφορικότητα νοηματοδοτεί, κατ’ αρχάς, τη νεωτερική σημασία της ατομικής ελευθερίας. Ελεύθερος είναι ο αυτοαναφορικός άνθρωπος: ο αυτο-νοηματοδοτούμενος, ο αυτο-προσδιοριζόμενος, ο αυτο-εφευρισκόμενος, ο αυτο-πραγματωνόμενος.
Η νεωτερική αυτοαναφορικότητα ορίζει την ατομική ελευθερία μου ως τρόπο να υπάρχω άσχετα-ανεξάρτητα από την παρουσία του Άλλου. Του Άλλου ως μεταφυσικού και φυσικού κόσμου, αλλά και ως συνανθρώπου-Πλησίον. Ως προς τα δύο πρώτα το πράγμα είναι κατανοητό και εμφανές στην ίδια την πολιτισμική μας πραγματικότητα: Έχουμε έναν παγκόσμιο πολιτισμό, ο οποίος δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι που να τον υπερβαίνει. Έχει υποτάξει όλες τις προ αυτού υπέρτερες μεταφυσικές και φυσικές δυνάμεις. Τα μαύρα λάβαρα του Marlow είναι ήδη καρφωμένα στο στερέωμα. Και η σφαγή των θεών έχει πραγματοποιηθεί από καιρό. Ο κόσμος (ο φυσικός κι ο μεταφυσικός) έγινε ουδέτερος σωρός ύλης-ενέργειας. Ο νεωτερικός-τεχνοσυστημικός άνθρωπος είναι τώρα ο μοναδικός αληθινός θεός: ο Ανθρωποθεός. Η Ιστορία είναι η Βίβλος της Αποκάλυψής του.
Η πλέον απόλυτη μορφή συλλογικής αυτοαναφορικότητας-αυτονομίας ήδη επιτυγχάνεται, καθώς ο τεχνητός κόσμος επεκτείνει συνεχώς την κυριαρχία του πάνω στον φυσικό κόσμο. Τα όποια «κόστη» (οικολογικά κ.ά.) είναι «προσωρινά», αφού για τον «προμηθεϊκό» τούτον άνθρωπο δεν υπάρχει πρόβλημα που προοπτικά να μην είναι τεχνολογικώς αντιμετωπίσιμο. Μπρος στην κοινωνική πραγμάτωση της αυτοαναφορικότητάς του διαλύεται κάθε άλλη πραγματικότητα. Η ατομική αυτονομία, ως κλάσμα της τεχνολογικώς κεκτημένης και εκθετικώς αυξανόμενης συλλογικής αυτονομίας, έναντι της Φύσης και της Μεταφύσης, βλέπει τον ορίζοντά της να προεκτείνεται δυνητικά μέχρι το άπειρο. Η πλήρης και ουσιαστική εξατομίκευση της συλλογικής αυτονομίας, αναμένεται, αργά ή γρήγορα, να υπερβεί και το όριο-σκάνδαλο του θανάτου. Το νεωτερικό άτομο μπορεί να γίνει αθάνατο, χάρη στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Ξέρει ήδη καλά ότι η μηχανή δεν πεθαίνει, όταν για κάθε εξάρτημά της υπάρχουν ανταλλακτικά. Η προσδοκία της αυτοθέωσης, η μεσσιανική ουσία του νεωτερικού εξατομικευτικού μύθου, αναμένει αναπόφευκτη την επαλήθευσή της.
Τη Φύση μπορούμε να την παρακάμψουμε. Αρκεί να φτιάξουμε έτσι την κοινωνία, ώστε η Φύση να μην αποτελεί εμπόδιο στην πραγμάτωση της αυτοαναφορικής ατομικότητας. Αφ’ ης στιγμής η φύση είναι «απεριόριστα εκλογικεύσιμη» και άρα κυριαρχήσιμη, ο σκοπός δεν είναι ανέφικτος. Βασισμένοι στην αρχή αυτή μπορούμε να κατασκευάσουμε έναν τεχνητό κόσμο, να κλειστούμε μέσα σ’ αυτόν και τη Φύση να την αφήσουμε «απ’ έξω». Τι είναι η νεωτερική μεγαλούπολη, η χτισμένη μέσα στην Τεχνόσφαιρα και πάνω στη Βιόσφαιρα, έτσι ώστε η ενοχλητική παρουσία αυτής της τελευταίας να μην περιορίζει τον αυτοαναφορικό μας ορίζοντα;
Βεβαίως, για να πετύχει το στρατήγημα, ζωτική προϋπόθεση ήταν να ξεμαγευτεί-απομυθοποιηθεί ο Κόσμος. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος, για παράδειγμα, ο «πλήρης θεών», με τίποτα δεν θα μπορούσε να δεχτεί το νεωτερικό εγχείρημα. Ήταν επίσης απαραίτητο να «απομυθοποιηθεί» το υποκείμενο, «να σφαχτούν οι θεοί» του, ώστε να απελευθερωθεί και να μεγαλουργήσει το αποτελεσματοκρατικό-χρησιμοθηρικό και πειραματικό-επιστημονικό πνεύμα. Παραδόξως, τότε μόνο θα ελευθερωνόταν από τα μεταφυσικά συμφραζόμενά της και η «αυτοαναφορικώς» μεθερμηνευόμενη χριστιανική αλήθεια για τη «βασιλεία του θεού» που είναι «μέσα» μας.
Αν η παρουσία της Φύσης και της Μεταφύσης επιδέχεται απαλοιφή, πώς ωστόσο παρακάμπτεται ο πανταχού παρόν Πλησίον-Άλλος; Το θέμα δεν είναι να τον εξαφανίσω, ως φυσική παρουσία, ούτε να κλείσω τα μάτια για να μην τον βλέπω. Ακόμα και στο νησί του αυτοαναφορικού Ροβινσώνα είναι απαραίτητος ο μαύρος, ο Παρασκευάς... Το θέμα είναι πώς ο αυτοαναφορικός μου ορίζοντας δεν θα απειλείται από την ενοχλητική παρουσία του Πλησίον-Άλλου. Πώς θα συνυπάρχουμε, ως αυτοαναφορικές - άσχετες μεταξύ τους ατομικότητες και οι αυτοαναφορικοί μας ορίζοντες δεν θα συμπλέκονται ούτε καν θα εφάπτονται.
Δύο αιώνες πλήρους Νεωτερικότητας απέδειξαν ότι το πρόβλημα επιδέχεται λύση. Αρκεί, πριν απ’ όλα, να συνομολογηθεί ότι η αγνόηση της προσωπικής ετερότητας είναι το θεμέλιο, το πρόταγμα, η πολιτισμική επιλογή, ο άξονας αναφοράς της κοινωνικής μας συγκρότησης. (Χρ. Γιανναράς,Η απροσωπία του δικαιώματος). Εφόσον είμαστε Άτομα, αποφασισμένα να αυτοεπιβεβαιώνονται ως απρόσωπη σχέση, η κοινωνία που θα συγκροτήσουμε πρέπει να μας εκδέχεται ως Άτομα απρόσωπα, ως κλώνους καλύτερα μιας απρόσωπης αυτοαναφορικής κοινωνικής ουσίας. Το δεύτερο προαπαιτούμενο, είναι η πάση θυσία αποφυγή της αμεσότητας των σχέσεων. Γιατί στην άμεση σχέση είναι αδύνατο να μην επισυμβεί η ανάδυση της επίφοβης προσωπικής ετερότητας. Η παρουσία της προσωπικής ετερότητας του πλησίον-άλλου κινδυνεύει να διατρήσει τον απρόσωπο πλακούντα, μέσα στον οποίο ενοικεί η αυτοαναφορική ατομικότητά μου. Οι σχέσεις μας πρέπει να είναι πάντοτε διαμεσολαβημένες, ώστε να λειτουργεί η τεχνητή αποπροσωποποίησή τους. Η απρόσωπη διαμεσολάβηση των σχέσεων, μαζί με την καταστατική απροσωπία του υποκειμένου, θα ήταν οι αναγκαίοι και ικανοί όροι για την εφικτότητα του αυτοαναφορικού κοινωνικού εγχειρήματος.
Στην ενόραση του Σαρτρ «κόλαση είναι ο άλλος». Πιο συγκεκριμένα: «όταν τρία άτομα μοιράζονται το ίδιο κελί». Είναι «κόλαση», γιατί οι σχέσεις είναι εκεί άμεσες και το πρόσωπο του νεωτερικού Ατόμου δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από ένα απρόσωπο εξατομικευμένο κοινωνικό προσωπείο. Η εγγύτητα εμποδίζει τη λειτουργία της απρόσωπης κοινωνικότητας. Οι συμπαραδηλώσεις στο κείμενο του Σαρτρ (Κεκλεισμένων των θυρών) είναι συγκλονιστικές: Είναι τρεις στο ίδιο κελί. Μιλάμε για ένα να κελί στην Κόλαση. Όπου μάλιστα τα κλειδιά είναι από μέσα, αλλά οι κολασμένοι  δεν διανοούνται να ανοίξουν την πόρτα και να δραπετεύσουν. Και γιατί είναι κολασμένοι; Επειδή δεν μπορούν, συνασπιζόμενοι οι δύο εναντίον του τρίτου, να τον σκοτώσουν. Είναι ήδη νεκροί. Πιο νεκροί δεν γίνεται. Η διέπουσα τον ζωντανό μας κόσμο «σατανική τάξη», η βασισμένη κατά Ζιράρ στην αέναη πυροδότηση του θυσιαστικού μηχανισμού (της ενοχοποίησης-σταύρωσης του Άλλου) δεν μπορεί εκεί να λειτουργήσει...
Το αντίθετο ακριβώς διαπιστώνουμε να συμβαίνει στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνικότητα. Κόλαση είναι εκεί η αδυναμία αλληλοπεριχώρησης των προσώπων. Στην ελληνική Κόλαση δεν βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου, βεβαιώνει το Γεροντικό, γιατί βρίσκονται πλάτη με πλάτη. Εκεί συν τρεις δεν κάθονται συν δυο δεν κουβεντιάζουν, επιμαρτυρεί η δημοτική μούσα. Κόλαση είναι η τεχνητή μη ορατότητα του προσώπου του Άλλου. Κόλαση είναι ο απρόσωπος άλλος, η απρόσωπη-διαμεσολαβημένη σχέση. Ακόμα χειρότερα: ο κλώνος-άλλος. Με άλλα λόγια: η Νεωτερικότητα είναι «Κόλαση» για την παραδοσιακή ελληνική ατομικότητα!
«Κόλαση» είναι ο Άλλος και για τον Φρόυντ, τον πατέρα της μοντέρνας - επιστημονικής ψυχολογίας. Η απρόσωπη σχέση αναλυτή-αναλυόμενου είναι η βάση της ψυχαναλυτικής θεραπείας: Ο ασθενής, ξαπλωμένος στο ντιβάνι κι ο γιατρός τοποθετημένος πίσω του, ώστε να μη βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η ψυχαναλυτική συνεδρία, εξηγεί ο ψυχίατρος Ι. Κ. Τσέγκος, είναι ένα τεχνητό ψυχόδραμα, όπου παίζονται ρόλοι. Η σχέση είναι πραγματική, αλλά τεχνητή. Όχι α-ληθινή. Δεν ανασύρει το Πρόσωπο από τη λήθη.
Παραπέρα: Η απαλοιφή του Άλλου ισοδυναμεί, στο υπαρξιακό επίπεδο, με φόνο του Άλλου. Όχι μόνο του απολύτου Άλλου (του Θεού) αλλά και του συγκεκριμένου απέναντί μου Πλησίον-Άλλου. Η ψυχική πηγή της ετεροφονικής ορμής είναι η νεκροφορία του κοινωνικώς απρόσωπου αυτοαναφορικού εγώ. Σύμφωνα με τον συνταρακτικό υπαινιγμό του Χ. Μέλβιλ (Η. Παπαγιαννόπουλος, Έξοδος θεάτρου.) η αυτοαναφορική προσωπικότητα λειτουργεί σαν φέρετρο, για τον υποκείμενο προσωπικό υποστατικό της πυρήνα. Ή αλλιώς: η περί εαυτού ιδέα, ως νεκροφόρα του εαυτού. Ο φόνος του Άλλου ως αναγκαία συνθήκη για την υπαρξιακή αυτοεπιβεβαίωση της νεωτερικής προσωπικότητας. Επειδή ακριβώς ο ρόλος της φονικότητας είναι οργανικός, για τη συγκρότηση και την αναπαραγωγή της αυτοαναφορικής ταυτότητας, ο νεωτερικός πολιτισμός θεσμοποιεί τον ανταγωνισμό και αποθεώνει τον καπιταλισμό. Αυτό που ήταν η χειρότερη κατάρα για τους προνεωτερικούς πολιτισμούς γίνεται ένας πανίσχυρος κοινωνικός κινητήρας για τη Νεωτερικότητα. Η αυτοσυντήρηση, ως διεκδίκηση επεκτεινόμενης ισχύος-κυριαρχίας, περιβάλλεται τώρα την περιωπή θεμελίου του όντος. (Π. Κονδύλης, Ισχύς και απόφαση.) Στον θεσμοποιημένο ελεύθερο διαγκωνισμό για την κυριαρχία, ο Άλλος υπεισέρχεται ως θήραμα. Το «κυνήγι» δεν είναι βέβαια αυτοσκοπός. Σκοπός είναι η επιβεβαίωση της αυτοαναφορικότητας, μέσω της παρουσίας του άλλου ως «καμακισμένου θηράματος». Ο θεσμισμένος ανταγωνισμός είναι το πεδίο, όπου η άσκηση της φονικότητας διηνεκώς επιβεβαιώνει και διηνεκώς αναπαράγει τον νεωτερικό άνθρωπο, ως ιδιαίτερη ιστορική μορφή  ατομικότητας.
Η νεωτερική αυτοαναφορικότητα αντιστοιχεί σε έναν ειδικό τύπο νοηματοδότησης της αυθυπερβατικής τάσης του ανθρώπου. Η αυθυπέρβαση, με βασική της εκδήλωση την κοινωνικότητα, νοηματοδοτείται εδώ ως τέχνασμα της αυτοσυντήρησης: Κατά βάθος με συμφέρει να είμαι κοινωνικός. Και γι’ αυτό είμαι! Έτσι χτίζεται η κοινωνία-σκηνή, πάνω στην οποία παίζεται το θέατρο της απρόσωπης κοινωνικότητας. Και είναι τόσο μεγαλύτερη η «κοινωνικότητα» αυτή, όσο ισχυρότερος είναι ο υπαρξιακός αυτισμός και όσο καλύτερα εμπεδωμένος ο θεσμοποιημένος ανταγωνισμός. Η πλήθυνση των «θεματικών οργανώσεων» δεν είναι εδώ ένδειξη «σφύζουσας κοινωνικότητας». Η νεωτερική κοινωνικότητα είναι πλασματική-θεατρική. Είναι ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο το νεωτερικό Άτομο μπορεί να αναγνωρίσει, σαν ένσαρκο αυτοείδωλο, την περί εαυτού ιδέα ως αυτοαναφορικού απολύτου. Φτιαγμένη, η απρόσωπη-θεατρική κοινωνικότητα, έτσι ώστε να προσδίδει υπόσταση στο Αυτοείδωλο, είναι συνθήκη ζωτική, εκ των ων ουκ άνευ, για την αναπαραγωγή του. Γι’ αυτό και η «ριζική κοινωνική αμφισβήτηση» είναι εδώ πάντοτε φαντασιώδης. Το Αυτοείδωλο δεν μπορεί «να ανατρέψει το Σύστημα», να καταστρέψει δηλαδή τον καθρέφτη, στον οποίο χρωστά την τεχνητή-αφύσικη παρουσία του.
Η αυτοειδωλοποίηση κρύβει έναν τρισδιάστατο οντολογικό μηδενισμό: Τον μηδενισμό της αυθυπερβατικής δυναμικής του προσώπου (: Θεός = 0. Δεν υπάρχει. Ή αν υπάρχει δεν παρεμβαίνει: κούρδισε το κοσμικό ρολόι και αποσύρθηκε.). Τον μηδενισμό της αυτονομίας του συλλογικού υποκειμένου (: Συλλογική ουσία = 0. Η ομάδα δεν έχει αυτόνομη υπόσταση, είναι άθροισμα Ατόμων. Ρουσωικό ή χομπσιανό «Συμβόλαιο».). Τον μηδενισμό της σημασίας των εμπροσώπων ενεργειών-σχέσεων (: Η ανθρώπινη φύση δεν επιδέχεται ούτε χρειάζεται βελτίωση. Οι ενέργειες του υποκειμένου δεν του δίνουν καμιά δυνατότητα να υπερβεί τη «φύση» του, διότι τα πάθη του είναι «φυσικά»).
Ο οντολογικός μηδενισμός είναι επικίνδυνος, γιατί εισάγει μια φυσιοκρατική κοινωνική οντολογία, όπου η φθορά και ο θάνατος ανάγονται σε θεμέλιο του όντος. Ένας κόσμος δεσποζόμενος από τη φθορά και τον θάνατο, υποβιβάζει το αυτοαναφορικό υποκείμενο σε φανταστικό. Επιπλέον το κάνει δυστυχισμένο, καθώς το φέρνει αντιμέτωπο με την απώλεια του νοήματος. Εδώ βρίσκεται και η συστατική αντίφαση και συγχρόνως η ανησυχία του διαφωτισικού αυτοαναφορικού λόγου, ο οποίος θέλει τον κόσμο φυσιοκρατικό-εξαντικειμενισμένο, ενώ μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο απλώς αδυνατεί ο ίδιος να δικαιολογήσει τη «φυσικότητα» της διεκδίκησής του για απόλυτη αυτοαναφορική ελευθερία. Αν εμμείνει στον φυσιοκρατισμό απειλείται από τον μηδενισμό. Αν ενδώσει στον μηδενισμό απειλείται η ψυχική του δύναμη και συνοχή. Πρόκειται για την αντίφαση που κυνηγά το νεωτερικό Άτομο από την πρώτη στιγμή της ανάδυσής του στο ιστορικό προσκήνιο. (Π. Κονδύλης, Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός.)
Ο οντολογικός μηδενισμός δεν ήταν ούτε και είναι, ωστόσο, αυτοσκοπός. Το πρόβλημα της Νεωτερικότητας δεν είναι η αδυναμία της να τον συνειδητοποιήσει και να του ασκήσει κριτική. Ενώ στις απαρχές της προσπαθούσε να τον κρύψει κάτω από το χαλί, ήδη από την εποχή του Νίτσε και του Ντοστογιέφσκι, έχει σωρεύσει αρκετό τον οξύ προβληματισμό. Ο Χάϊντεγκερ θα προτείνει μάλιστα μια ολοκληρωμένη μηδενιστική οντολογία. (Τη μόνη, κατά τον Χρ. Γιανναρά, συνεκτική εναλλακτική αντιπρόταση στην ελληνική προσωποκεντρική οντολογία.) Ο νεωτερικός άνθρωπος θα πετούσε ευχαρίστως από πάνω του τον οντολογικό μηδενισμό, αν πετώντας τον μπορούσε να διατηρήσει την αγαπημένη του αυτοειδωλολατρική ταυτότητα. Αυτό, δηλαδή, που με τίποτα δεν θέλει να πετάξει είναι η απολύτως αυτοαναφορική νοηματοδότηση της ατομικής ελευθερίας του.
Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι οι μηδενιστικές οντολογικές εξισώσεις δεν αναφέρονται στην ατομικότητα αυτή καθαυτή, αλλά στη νεωτερική ιστορική μορφή της. Η προέλευση τους είναι «πολεμική». Το δυτικό Άτομο «μηδένισε» τη μεσαιωνική θεότητα, για να απαλλαχθεί από τις κολεκτιβιστικές εξουσίες, που την είχαν κάνει όργανό τους. Το ελληνικό Άτομο δεν είχε ανάγκη ένα τέτοιο ριζικό διάβημα. Ναι μεν έκλεισε στον Τάρταρο την κολεκτιβιστική «γενιά του Κρόνου» (ανάλογη μορφή «μηδενισμού») αλλά δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα με τον Ολυμπιακό θίασο, που εγκαθίδρυσε στη θέση της. Μόνο στην κλασική εποχή, όταν η εξατομίκευση είχε ολοκληρωθεί, άρχισε να νιώθει άβολα με τους θεούς του και τους έθεσε εκτός πολιτικής σκηνής.

2. Η συστημική απροσωπία
Ο τύπος κοινωνίας, όπου μπορεί ο καθένας να υπάρχει αφ’ εαυτού του και για τον εαυτό του, έτσι, ώστε όλα και όλοι να είναι ουδέτερα αντικείμενα, επιτυγχάνεται με τη γενικευμένη αποπροσωποποίηση.
Αποπροσωποποιούνται, πριν απ’ όλα, οι ανάγκες. Η προσωπική-ιδιαίτερη ανάγκη υποκαθίσταται, κατ’ αρχάς, από την αδιαφοροποίητη ατομική ανάγκη: τη μαζική ανάγκη. Το πρόσωπο ανάγεται σε άθροισμα «φυσικών» αναγκών. Ο μηδενισμός της αυθυπερβατικής τάσης, η απαξίωση της αρετής, η άρση των προνεωτερικών επιφυλάξεων, ως προς τη «φυσική αγαθότητα» της  επιθυμίας, η πίστη στη λογική ρύθμιση των παθών, όλα αυτά αποσκοπούν στην αποπροσωποποίηση των αναγκών και μέσω αυτής στην αποπροσωποποίηση των σχέσεων. Μαζί τους αποπροσωποποιείται και η γλώσσα. Οι ανυπότακτες σημασίες αποβάλλονται μαζί με το «ασαφές» λεξιλόγιό τους. Η γλώσσα γίνεται κώδικας και κατατείνει στο new speak του Όργουελ, όπου το κράτος του Μεγάλου Αδελφού έχει κάνει τόσο αποτελεσματική δουλειά πάνω στη γλώσσα, που οι άνθρωποι δεν χρειάζεται πια να σκέπτονται, προκειμένου να μιλήσουν. Οι λέξεις βγαίνουν κατ’ ευθείαν από το λαρύγγι τους. Χωρίς να περάσουν από τον εγκέφαλο. Η «νέα γλώσσα» στερεί από το συναίσθημα και την επιθυμία το εκφραστικό λεξιλόγιο, που θα τους επέτρεπε να υπεισέλθουν σε ζωντανή σχέση. Έτσι η σχέση τυποποιείται. Το προσωπικό, το έτερο και απροσδιόριστο, απωθείται έξω από τη σφαίρα των σχέσεων. Στο πουθενά.
Η απρόσωπη κοινωνικότητα υλοποιείται χάρη στη διαμεσολάβηση των σχέσεων με συστήματα. Σύστημα είναι μια λογική μηχανή, η οποία επεξεργάζεται και μετασχηματίζει ύλες, ενέργειες και πληροφορίες, με τέτοιον τρόπο ώστε τα πρόσωπα να παίζουν μέσα σ’ αυτήν προκαθορισμένους λογικά ιεραρχημένους και απρόσωπους ρόλους. Μια επιχείρηση, ένα σχολείο, ένα νοσοκομείο, είναι συστήματα. Σύστημα είναι επίσης το πολιτικό, το δικαστικό, ή το εκπαιδευτικό σύστημα. «Σύστημα»  είναι γενικώς το Κράτος, η Αγορά, ο Καπιταλισμός. Η νεωτερική κοινωνία είναι ένα πολύπλοκο δίκτυο συστημάτων. Τόσο η εθνική όσο και η διεθνής. Η αναγνώριση του κοινωνικού πεδίου, ως δικτύου συστημάτων, είναι πλέον η κυρίαρχη αναγνώριση. Η θεωρία συστημάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική θεωρία. Σύμφωνα μ’ αυτήν η κοινωνία αποδελτιώνεται σε «προβλήματα» και κάθε «πρόβλημα» αντιμετωπίζεται με την κατασκευή ενός συστήματος. Τα «προβλήματα» γεννούν συστήματα και τα συστήματα γεννούν «προβλήματα», που με τη σειρά τους γεννούν νέα συστήματα. Ο εκσυστημισμός του κοινωνικού πεδίου, άπαξ και πυροδοτήθηκε, έγινε μια αυτόνομη και αυτοεπιταχυνόμενη διαδικασία, η οποία ανοίγει τον δρόμο της μέσω της ενσωμάτωσης/διαφοροποίησης των συστημάτων (Ι. Τσιβάκου).
Αρχή κατασκευής και λειτουργίας κάθε συστήματος είναι η έννοια του αλγορίθμου. Της τυποποιημένης, δηλαδή, επαναληπτικής διαδικασίας, η οποία λειτουργεί με βάση την ψηφιακή-δυαδική σκέψη. Το σύστημα είναι μηχανή. Η μηχανή είναι σύστημα. Υλικό και λογισμικό. Το ουσιαστικό στη μηχανή δεν είναι το υλικό, αλλά το λογισμικό, το σύστημα. Με το «σύστημα» επιτυγχάνεται η προσομοίωση του πραγματικού σε μηχανικό. Η αλγοριθμική σκέψη είναι η κυρίαρχη μορφή σκέψης στην κοινωνία των συστημάτων. Η επιστημονική σκέψη υπηρετεί την αλγοριθμική σκέψη. Ο «καθαρός λόγος» υπηρετεί τον «πρακτικό λόγο». Η Επιστήμη υπηρετεί την Τεχνική. Το σύστημα επιλύει την αντίφαση «χάους» και «τάξης», γραμμικού και μη γραμμικού χώρου, «μη λογικού» και «λογικού», δια της απαλοιφής του «χαοτικού», του μη γραμμικού και του «μη λογικού». Ό,τι δεν επιδέχεται προσομοίωση «αφήνεται απ’ έξω». Αλλά τι ακριβώς είναι το εκάστοτε «μη προσομοιώσιμο» δεν μπορεί να απαντηθεί, διότι η απάντηση οφείλει να είναι κι αυτή προσομοιωτική. Το ερώτημα, που έχει πρακτικό ενδιαφέρον, είναι αν υπάρχουν όρια στην προσομοίωση. Θεωρητικά δεν υπάρχουν, επειδή, όπως ξέρουμε, ενώ η πραγματικότητα δεν είναι λογική, επιδέχεται απεριόριστη εκλογικευτική προσομοίωση. Ξέρουμε όμως επίσης ότι στην πράξη υπάρχει όριο κι αυτό είναι η αντοχή της Βιόσφαιρας.
Αλλά ας εμβαθύνουμε στο «μη προσομοιώσιμο». Αξιοποιώντας τον Αριστοτέλη (και την Άρεντ), μπορούμε να επισημάνουμε ότι η διαφορά ανάμεσα σε μια συνηθισμένη λογική μηχανή και στην κοινωνική λογική μηχανή, εντοπίζεται στο εξής: Ενώ η πρώτη παράγεται από κατασκευαστική εργασία (ποίηση την ονομάζει ο Αριστοτέλης), η δεύτερη παράγεται από κατασκευαστική εργασία, συν ένα άλλο είδος δραστηριότητας, που δεν είναι εργασία-ποίηση, αλλά πράξη (πάλι κατ’ Αριστοτέλη). Η κατασκευαστική εργασία αποβλέπει με αυστηρό τρόπο σε προκαθορισμένο αποτέλεσμα, που όταν το επιτύχει η διαδικασία κωδικοποιείται σε νόρμα, σε γνώμονα και μπορεί να επαναληφθεί με εξασφαλισμένη την επιτυχία. Το αντίθετο συμβαίνει με την πράξη, η οποία έχει, κατά κανόνα, αποτέλεσμα αποκλίνον απ’ αυτό που ρητά ήταν ο σκοπός της. Επί πλέον δεν έχει τέλος, γιατί πυροδοτεί νέες διαδικασίες πράξης, που συχνά έρχονται να τροποποιήσουν ή και να αναιρέσουν το αποτέλεσμα των προγενέστερων. Για όλα αυτά η πράξη δεν μπορεί να τυποποιηθεί σε έναν γνώμονα ή ακόμα να προβλεφθεί πλήρως από έναν αριθμό κανόνων. Όταν μιλάμε για «συστήματα» εννοούμε κοινωνικές λογικές μηχανές παραγόμενες από εργασία και πράξη. Η μεικτή αυτή ενεργειακή βάση τους κάνει, προφανώς, την λειτουργική λογική τους ασαφή – μη ακριβή, γιατί στη βασική ρητή λογική τους εμπλέκονται ασύμβατες υπόρρητες και συνάμα πολυαιτιοκρατικές λογικές. Ενώ έχουν στατική λογική δομή και κατά τούτο είναι μηχανές, εμπεριέχουν αφανείς αντιφατικές και εν πολλοίς ασύμβατες δυναμικές λογικές, οι οποίες δημιουργούν παράπλευρους αφανείς ελκυστές, ασταθείς και μεταβαλλόμενους, αλλά πάντοτε υπαρκτούς. Από την άλλη πλευρά κάθε σύστημα συνδέεται με άλλα συστήματα, οπότε δέχεται και τις δικές τους απρόβλεπτες επιδράσεις, πράγμα που προσθέτει στην εγγενή χαοτικότητα και μια άλλη εξωγενή. Δεν είναι απλώς θέμα «πολυπλοκότητας» ή «περιπλοκότητας», αλλά «φυσιολογικής» χαοτικής συμπεριφοράς μιας κατά βάθος μη ελεγχόμενης κατασκευής.
Αυτό που πριν απ’ όλα δεν μπορεί, η (κατά Χάμπερμας) «ακούραστη συστημική φαγάνα», να το προσομοιώσει και να το «ξεσκαρτάρει σαν δύσπεπτο υπόλειμμα», είναι λοιπόν οι ανυπόταχτες αλυσίδες πραξιακών ενεργημάτων.
Για την κατανόηση του φαινομένου πολύτιμος αρωγός είναι η μαρξιστική ορολογία, παρά την προβληματικότητά της: Θεωρούμενη από τη σκοπιά της αξίας χρήσης του σκοπούμενου αποτελέσματος, η εργασία είναι συγκεκριμένη εργασία. Θεωρούμενη όμως από τη σκοπιά της ανταλλακτικής αξίας του είναι αφηρημένη εργασία και έχει ως μέτρο αναφοράς αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «κοινωνικά αναγκαία εργασία», ως ενσάρκωση της οποίας αναγόρευσε το χρήμα. Ένα σύστημα οργανώνει συγκεκριμένες εργασίες (λειτουργικές θέσεις, ειδικότητες κ.τ.τ.) και αν θέλει να είναι πραγματικό σύστημα, με ελπίδα επιβίωσης και ανάπτυξης μέσα στον κόσμο των συστημάτων, πρέπει να έχει κάνει πρώτα την αναγωγή, των όποιων συγκεκριμένων συστατικών εργασιών, σε αφηρημένη κοινωνική εργασία. Η δύναμη, στην οποία ο νεωτερικός άνθρωπος οφείλει την πρωτοφανή ισχύ του, είναι η δύναμη της αφηρημένης-απρόσωπης κοινωνικής εργασίας, όταν αυτή μεταβληθεί σε σύστημα. Το βιομηχανικό κεφάλαιο, η νέα αυτή πηγή πλεονάσματος και ισχύος, που έκλεισε στο μουσείο τους πολιτισμούς που στηρίζονταν στο γεωργικό κεφάλαιο, αλλά και το «μεταβιομηχανικό» κεφάλαιο, η πατενταρισμένη εργαλειακή γνώση, είναι συστήματα, που «αξιοποιούν» την αφηρημένη κοινωνική εργασία. Το εντελώς καινούργιο σε σχέση με το παρελθόν είναι η αποδέσμευση της οικονομίας από την προσωπική-συγκεκριμένη εργασία. Είναι η σκέψη με όρους αφηρημένης-απρόσωπης εργασίας και η εφαρμογή στην οργάνωσή της των ορθολογικών μεθόδων της μηχανικής και της στατιστικής. Η δομική λίστα των εξαρτημάτων κάθε συστήματος συγκροτείται από τον συγκεκριμένο εργάσιμο χρόνο, των συγκεκριμένων ανθρώπων-εργαζομένων, ανηγμένο σε απρόσωπο (αφηρημένο) «κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας». Έχουμε έτσι μια απολύτως ορθολογική κατασκευή ριψοκίνδυνα αρθρωμένη πάνω σε μια στοχαστική δομή υποτιθέμενη ως πιθανώς ελεγχόμενη.
Το αρχικό μοντέλο του συστήματος ξεκινούσε από το απλό σχήμα μιας μηχανικής κατασκευής, τακτοποιημένης σε έναν περιορισμένο χώρο. Σήμερα βρίσκεται στο στάδιο της φιλοδοξίας να προσεγγίσει το πρότυπο των ζωντανών οργανισμών, που αναγνωρίζονται ως «αυτο-οργανωνόμενα συστήματα». Η επισήμανση του αστάθμητου παράγοντα, του παρεμβαλλόμενου στον συστημικό αναπαραγωγικό κύκλο, δηλαδή της εγγενούς και εξωγενούς χαοτικότητας, κάνει όλο και πιο προσφιλή την προσφυγή στο παράδειγμα του «ζωντανού συστήματος». Ένα «σύγχρονο σύστημα» πρέπει κανονικά να είναι εφοδιασμένο με μηχανισμούς ανασύλληψης και διαχείρισης του εμφιλοχωρούντος χαοτικού δυναμικού. Να έχει κεραίες ασκημένες να συλλαμβάνουν τις πιθανές αλλαγές του εξωτερικού (αλλά και του εσωτερικού) «περιβάλλοντος». Να έχει επίσης ειδικούς αναδραστικούς μηχανισμούς έγκαιρης επεξεργασίας των «αναγκαίων προσαρμογών». Η στοίχιση στο μοντέλο του αυτοοργανωνόμενου συστήματος σχετικοποιεί σήμερα την έμμονη προσήλωση στο μηχανικό υπόδειγμα, ως προς τη δομή των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων-συνεργών του. Οι βαριές πυραμιδικές δομές χάνουν σε υποστήριξη, έναντι των «ευέλικτων» σχημάτων, που ερωτοτροπούν με την ιδέα της αυτοοργάνωσης. Ήδη τα «προηγμένα συστήματα» προικίζονται, στον μεταμοντέρνο συστημικό λόγο, με «ατομικότητα», «ένστικτο αυτοσυντήρησης» και «ταυτοποιητικό» υποσύστημα προσανατολισμού. Για να γίνουν «η ακούραστη φαγάνα της εννοιολογικής ανασύλληψης (που) ξεσκαρτάρει σαν δύσπεπτο υπόλειμμα τον ‘‘ανεπαρκώς πολύπλοκο’’ κόσμο της ζωής».
Ότι η προσφυγή στα συστήματα είναι το διαχρονικότερο και το κεντρικό χαρακτηριστικό του νεωτερικού πολιτισμού, είναι πλέον ολοφάνερο. Ως τάση, υπήρχε βεβαίως και στις προνεωτερικές κοινωνίες, αλλά εκεί είχε μια δευτερεύουσα και συμπτωματική σημασία. Μόνο στον νεωτερικό πολιτισμό έγινε θεμελιώδης κοινωνική επιλογή. Η ιστορία του νεωτερικού πολιτισμού είναι μια εκθετική δυναμική συσσώρευσης συστημάτων πάνω στη Βιόσφαιρα. Και ήδη φτάσαμε στο σημείο να απειλείται η κατάρρευση της Βιόσφαιρας και να συζητιέται η ανάγκη δημιουργίας μιας «τρίτης σφαίρας», ικανής να επιλύει τις αντιφάσεις μεταξύ Τεχνόσφαιρας-Βιόσφαιρας. Η διερώτηση για τη φύση της ζητούμενης τρίτης σφαίρας είναι πλέον κεντρικό θέμα: Τι είδους ενέργειες θα την διαμορφώνουν, αν αυτή δεν μπορεί να είναι και πάλι σύνολο συστημάτων; Είναι εφικτή η δημιουργία της ή πρέπει να περιοριστούμε απλώς στη βαθμιαία επαναφορά της Τεχνόσφαιρας σε «υποφερτά» μεγέθη; Τα ερωτήματα αυτά δείχνουν ότι η ίδια η βάση της νεωτερικής ταυτότητας (η συστημική διαμεσολάβηση-αποπροσωποποίηση των σχέσεων) κατέληξε να γίνει το κεντρικό της πρόβλημα, επαληθεύοντας παραδόξως και εδώ το επιστημολογικό δόγμα του Κουν.
Όμως η οργάνωση των σχέσεων σε συστήματα είναι απλώς το αναγκαίο μέσο για να επιτευχθεί ο αυτοαναφορικός σκοπός: η αυτοθέωση, μέσω της Επιστήμης και της Τεχνικής και το περιεχόμενό της η απαλλαγή από τη βιοτική και την κοινωνική δουλεία.
Αν η πίστη στην τεχνολογική αυτοθέωση είναι ο πρώτος μυθικός κινητήρας της νεωτερικής εξατομίκευσης ο δεύτερος είναι η υπέρβαση της δουλείας. Η μηχανή λειτουργεί στο νεωτερικό φαντασιακό σαν το υποκατάστατο του δούλου. Φαίνεται ότι ο δυτικός άνθρωπος ενώ αποτίναξε τη δουλεία, δεν μπόρεσε να χειραφετηθεί από την ψυχική ανάγκη του να έχει δούλους.  Γι’ αυτό άλλωστε και καθιέρωσε την προσαγόρευση όλων ως «κυρίων». Ταύτισε το Άτομο με τον Κύριο. (Και την ερωτική σχέση με «κατάκτηση» της γυναίκας από τον άνδρα...) Δεν χωρά αμφιβολία ότι το Σύστημα είναι ήδη ένας μηχανικός υπερδούλος. Υποκαθιστά των ανθρώπινο δούλο. Και απαλλάσσει, «αντικειμενικά», τον άνθρωπο από την επίμοχθη εργασία, προσφέροντάς του «άπειρο ελεύθερο χρόνο», για «ευτυχία» (ιδιωτική απόλαυση). «Άσχετα» βέβαια αν εμείς, για λόγους «κακής οργάνωσης», τον αφήνουμε να «χαθεί»...
Μήπως αυτό δεν ήταν, άλλωστε, και το πάγιο οραματικό ιδεολόγημα του αριστερού Διαφωτισμού; Από τους πρώτους ουτοπιστές, ως και τον επιστημονικότατο Μαρξ, η τέλεια κοινωνία ήταν η μηχανοποιημένη κοινωνία. Αυτόματοι φούρνοι θα συλλέγουν τις ηλιακές ακτίνες και θα βγάζουν λαχταριστές φραντζόλες, σύμφωνα με την προγραμματική εξαγγελία του Νικήτα Χρουτσώφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Στην κοινωνία της «ελεύθερης αυτοπραγμάτωσης του Ατόμου», όλες τις δουλειές θα τις κάνει η κοινωνική μηχανή και οι άνθρωποι θα παίζουν, θα ζωγραφίζουν, θα ψαρεύουν, θα κάνουν κριτική, -ό,τι τους αρέσει! Η αντίθεση ατομικού-συλλογικού θα έχει καταργηθεί, γιατί το συλλογικό, καθώς θα έχει μηχανοποιηθεί, θα είναι απολύτως διαφανές. Οπότε όλες οι ανάγκες, που υποτίθεται ότι «απορρέουν» από την αδιαφάνεια του συλλογικού πεδίου, θα έχουν εξαλειφθεί: η ανάγκη της πολιτικής, η ανάγκη της θρησκείας, η ανάγκη της φιλοσοφίας, ακόμα και η ανάγκη της τέχνης. Μόνο η παιδαριωδία δεν θα είχε λόγους να εγκαταλείψει το περίφημο αυτό «βασίλειο της Λογικής».
Το θέμα δεν προσφέρεται όμως καθόλου για αστεϊσμούς. Η ολοκληρωτική συστημοποίηση της δημόσιας σφαίρας απειλεί να καταργήσει την διάκριση/αντίθεση ατομικού-συλλογικού και να κάνει πράξη τον εφιάλτη του Μέτερλινγκ στο «Λευκό μυρμήγκι». Εκεί ο λευκός τερμίτης ήταν κάποτε έλλογο νοήμον ον, το οποίο κατόρθωσε τόσο καλά να επενδύσει τη νοημοσύνη του στο κοινωνικό του σύστημα, ώστε αυτή έπαψε πλέον να του χρειάζεται σε ατομικό επίπεδο και ατρόφησε. Με αποτέλεσμα την καθήλωση του είδους του στην απόλυτη κολεκτιβιστική κοινωνικότητα, την αντιπροσωπευόμενη από την υποδειγματική μυρμηγκοφωλιά του! Το απάνθρωπο ανάλογό του θα ήταν η ολοκλήρωση των ήδη εν εξελίξει διαδικασιών υποστροφής σ’ αυτό που ορισμένοι, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, αναγνωρίζουν ως Τεχνοφασισμό.

3. Ο Digital Man
Το Σύστημα απαλλοτριώνει τον υπαρξιακό χρόνο και τον καταψύχει λοιπόν σε λογικές μηχανές. Η διαδικασία είναι συμμετρική: η μηχανοποίηση των κοινωνικών σχέσεων προκαλεί μια οιονεί μηχανοποίηση της προσωπικότητας και αντιστρόφως.
Η ψηφιακή σκέψη, με την οποία κατασκευάζονται τα συστήματα, έχει την ιδιομορφία να απαιτεί τον εθισμό στην παράλληλη ύπνωση του επιθυμητικού και του θυμικού, δημιουργώντας έτσι τον δικό της ανθρωπότυπο: τον ψηφιακό άνθρωπο, τον Digital Man. Το θυμικό του ψηφιακού ανθρώπου στρεβλώνεται και υπαναπτύσσεται, ενώ το επιθυμητικό του υποβιβάζεται στα «βασικά ένστικτα», ώσπου κι αυτά να εξατμιστούν: να διανοητικοποιηθούν και οπτικοποιηθούν. Η κατά φύσιν σχέση, όπου το λογιστικό, ελέγχει το θυμικό κι αυτό ελέγχει το επιθυμητικό, αντιστρέφεται σε παρά φύσιν. Το επιθυμητικό κυριαρχεί στο θυμικό και μαζί υπαγορεύουν τις «θελήσεις» τους στο υποτακτικό λογιστικό. Χάρη στην ιδιάζουσα αυτή ανωμαλία του ψυχισμού του ο ψηφιακός άνθρωπος δεν έχει αυτορρυθμιστικό σύστημα και το αναπληρώνει υποτασσόμενος στις ρυθμίσεις που του επιβάλλει η κατάτμηση του χρόνου του σε «χρονοανταλλακτικά» των υπερκείμενων συστημάτων που τον ενσωματώνουν. Τα υπερκείμενα συστήματα ελέγχουν το φαντασιακό του ψηφιακού ανθρώπου με τη βιομηχανία της εικόνας και την μελετημένη διαχείριση του μιμητισμού που διέπει την επιθυμία. Χειρίζονται άριστα την φοβικότητα του θυμικού, τον μιμητισμό του επιθυμητικού και την εικονοβορία του λογιστικού. Μπορούν έτσι να κατευθύνουν την επιθυμία, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο τον διανοητικό υπηρέτη της: την ψηφιακή σκέψη. Αυτή διατυπώνει τις «ανάγκες» της μιμητικής επιθυμίας στη 0-1 δυαδική γλώσσα που καταλαβαίνει ο συστημικός Λεβιάθαν κι αυτός αναλαμβάνει να τις ικανοποιήσει. Οι φυσικές γλώσσες του θυμικού και του επιθυμητικού δεν του λένε τίποτα. Με τον τρόπο αυτό το Σύστημα ικανοποιεί τις «ανάγκες» του ατόμου «ξεσκαρτάροντας σαν δύσπεπτο υπόλειμμα» ό,τι δεν μπορεί να εκφραστεί στην ψηφιακή γλώσσα. Η ηδονιστική ευδαιμονία, οριοθετημένη στο πεδίο της κατανάλωσης και διεμβλημένη ως «ιδία επιθυμία», μεταβάλλεται σε νοηματοδοτικό άξονα του εγώ.
Η περίφημη «εσωτερικότητα» του νεωτερικού ατόμου, η υμνολόγηση της οποίας δονεί ακόμη το νεωτερικό στερέωμα, χάνει κάθε πραγματικό αντίκρισμα, καθώς δεν ολοκληρώνεται παρά μέσω της κυριαρχικής παρεμβολής του εξωτερικού Συστήματος. Ήδη ο Μαρξ είχε αντιληφθεί την αυτοαναιρετική κατάληξη της νεωτερικής εξατομίκευσης, όταν έβλεπε τη βιομηχανία σαν το ανοιχτό βιβλίο της νεωτερικής ψυχής. Παρά την υστερική επιθυμία του ψηφιακού ανθρώπου «να είναι ο εαυτός του», τίποτα δεν διαφοροποιεί τον «εαυτό» του από τη συστημική ενδοβολή των συστημικών ρυθμίσεων που τον χειραγωγούν. Δεν είναι μόνο η παθητικοποιημένη μάζα, που υπακούει στον τύπο αυτό, αλλά και το περίφημο «διανοητικό κεφάλαιο». Και βέβαια ο superman που στελεχώνει το administration - κάτι που δεν είναι πλέον διοίκηση ανθρώπων, αλλά «διοίκηση συστημάτων» (: ημιαυτοματοματισμένη διαχείριση αυτομάτων). Είναι ο τύπος που κατασκευάζει και εξαπολύει τις «έξυπνες βόμβες» του εναντίον αόπλων. Και μάλιστα για «ανθρωπιστικούς» σκοπούς.
Το σύστημα απαλλοτριώνει τον υπαρξιακό χρόνο και τον καταψύχει σε λογικές μηχανές. Η διαδικασία είναι συμμετρική: η μηχανοποίηση της κοινωνίας προκαλεί την εκμηχάνιση της προσωπικότητας και αντιστρόφως. Η μόνη αρετή, που χρειάζεται εδώ, είναι η εργαλειακή σκέψη. Να αναπτυχθεί δηλαδή η ψηφιακή συσκευή του λογιστικού, ενώ τα άλλα μόρια να μείνουν στη «φυσικότητά» τους. Για το ανώτερο μέρος του λογιστικού, τον αθάνατο ποιητικό νου του Αριστοτέλη, φυσικά ουδείς λόγος. Αυτός έχει κηρυχθεί εξ αρχής ανυπόστατος (μηδενιστικές οντολογικές εξισώσεις). Κατά μείζονα λόγο δεν υπάρχει θέση για τη σφαιρική νόηση (Μήτις των αρχαίων, Νήψις των βυζαντινών). Ούτε βεβαίως για την απόλυτη δύναμη: τη σταυρική Αγάπη.
Ο άνθρωπος που φτιάχνεται με την συστημική μονοκαλλιέργεια είναι εντελώς χιμαιρικός. «Δράκος οπίσω, λέοντας εμπρός, στη μέσην αίγα, κι ήσαν τα σπλάχνα της φωτιά και φλόγες η πνοή της» (Ιλιάδα). Η φωτιά στα σπλάχνα της συστημικής Χίμαιρας είναι το απωθημένο χαοτικό δυναμικό, το οποίο συγκεντρώνεται στις διασυνδέσεις των συστημάτων και ξερνιέται περιοδικά, επί δικαίων και αδίκων. Η αθώα λέξη «κρίση» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον εν λόγω τρομακτικό μηχανισμό, αλλά κρύβει την αληθινή του φύση.
Ξαναπιάνοντας τη συστημική λογική της αποπροσωποποίησης, αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε σύστημα είναι στην ουσία μια «αντλία χάους». Αντλεί το «χάος», που εμπεριέχεται στις κοινωνικές σχέσεις, για να τις υπαγάγει σε μια τεχνητή-αλγοριθμική «τάξη». Το αντλούμενο διοχετεύεται στο «περιβάλλον» του συστήματος. Όμως το περιβάλλον δεν είναι πλέον μόνον ο «βιόκοσμος», η Βιόσφαιρα, στην οποία πετάμε τα κάθε λογής «απόβλητα». Είναι περιβάλλον συστημάτων. Το «αποδιωγμένο χάος», μη έχοντας πού να «πάει», συσσωρεύεται στο πεδίο των διασυστημικών σχέσεων, όπου και κινείται ανεξέλεγκτα, ώσπου να ξεσπάσει στον «κρίκο» που θα βρει «αδύνατο». Όσο περισσότερη «τάξη» εγκαθιδρύεται με τη «συστημοποίηση», τόσο περισσότερο είναι το χαοτικό δυναμικό που συσσωρεύεται στο «σύνολο» του Συστήματος και διαρρέει τα διασυστημικά δίκτυα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να «συλληφθεί» το συνολικό χαοτικό δυναμικό, από ένα «υπερσύστημα», γιατί κάθε σύστημα είναι σε θέση μόνο να το παροχετεύει. Όχι να το εκμηδενίζει. Το πρόβλημα είναι άλυτο και κάθε σύστημα προσπαθεί να το φορτώσει στο διπλανό του. Ο σχετικός ανταγωνισμός, το ειδικό βάρος του οποίου αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, αποβαίνει πάντοτε εις βάρος των πιο αδύνατων συστημάτων, που δεν είναι οπωσδήποτε και τα πιο μικρά. Αλλά το χαοτικό δυναμικό δεν εξαντλείται με τις αποφορτίσεις. Η αλγοριθμική τάξη δεν καταργεί το χάος, αλλά το προϋποθέτει και το αναπαράγει. Το κοινωνικό πεδίο δεν μπορεί να «καθαρθεί» από το χάος, επειδή το σύστημα, ως επαναληπτική διαδικασία, αναδημιουργεί το χαοτικό του υπόβαθρο, τυποποιώντας και αποσυνθέτοντας τα υποκείμενα που αποτελούν τους φορείς του.
Η τυποποίηση-κονιορτοποίηση του Ατόμου είναι η πηγή του χάους. Το κενό μέσα του δεν είναι «κενό» με την έννοια της Φυσικής. Είναι εκρηκτική δύναμη. Το διαλυμένο Άτομο είναι βόμβα χαοτικού δυναμικού, έτοιμη να εκραγεί. Ικανή να καταστρέψει τα πάντα, αν ο κατάλληλος καταλύτης-πυροκροτητής τη συντονίσει με τις υπόλοιπες. Πράγμα σύμφυτο με τη χιμαιρική δομή του ψηφιακού ατόμου, «που είναι τα σπλάχνα του φωτιά και φλόγες η πνοή του».

4. Στους αντίποδες
Όπως γνωρίζουμε η αυτονομία της ελληνικής ατομικότητας είναι αναφορική και στηρίζεται στην αμεσότητα των σχέσεων. Το αντίθετο δηλαδή από τη νεωτερική. Η συλλογική προβολή των διαφορών αυτών είναι φανερή στην απόλυτη ανομοιότητα της νεωτερικής και της ελληνικής πόλης.
Η νεωτερική πόλη είναι συσσωμάτωση αστών-επιχειρηματιών ενώ η αρχαιοελληνική πόλις ήταν συσσωμάτωση αστών-πολεμιστών. Βάση της μιας ο εργάτης-δούλος της βιομηχανίας, της άλλης ο εργάτης-δούλος της γης. Ο πολίτης-οπλίτης-δουλοκτήτης δεν υπάρχει στη νεωτερική εποχή. Με το να γίνει ο ελεύθερος εν μέρει δούλος και ο δούλος εν μέρει ελεύθερος, καταργήθηκε η οξεία διάκριση ελεύθερου-δούλου. Λέει ο Ρουσσώ: «Εσείς οι νεώτεροι λαοί δεν έχετε δούλους, μα είστε δούλοι εσείς οι ίδιοι. Εξαγοράζετε τη δική τους ελευθερία με τη δική σας ... Τη στιγμή που ένας λαός διορίζει εκπροσώπους του, δεν είναι πια ελεύθερος, παύει να υφίσταται». Συμφωνεί δε και ο Μαρξ: «Ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζυστ και το κόμμα τους, υπέκυψαν γιατί μπέρδεψαν την αρχαία πολιτεία, που ήταν ρεαλιστική και δημοκρατική και στηριζόταν στα θεμέλια της πραγματικής δουλείας, με το νεώτερο αντιπροσωπευτικό κράτος, που είναι πνευματοκρατικό και δημοκρατικό και στηρίζεται στη χειράφετο δουλεία, την αστική κοινωνία». Ενώ για τον Μπενζαμέν Κονστάν η αντιπροσωπευτικότητα είναι η «εγγύηση της ατομικής ελευθερίας», από τον Μαρξ αναγνωρίζεται ως φενάκη.
Η αρχαία πόλις, όπως άλλωστε και η μεσαιωνική (societas civilis), στηρίζονταν στο αγροτικό οικονομικό πλεόνασμα, ενώ η νεωτερική στο βιομηχανικό. Πίσω από το δεύτερο βρίσκεται, κατά Μαρξ πάντα, η μεγαλύτερη παραγωγική επανάσταση της ιστορίας: η μετάβαση από τη συγκεκριμένη (προσωπική) εργασία στην αφηρημένη (απρόσωπη) κοινωνική εργασία. Η συστημική αξιοποίηση της αφηρημένης κοινωνικής εργασίας δημιούργησε μια τρομακτική ισχύ, ασυγκρίτως υπέρτερη της ισχύος που μπορούσε να εξαχθεί από την αξιοποίηση της συγκεκριμένης εργασίας. Στα συγκριτικά πολυώνυμα της ισχύος (ιδεολογικής, οικονομικής, στρατιωτικής) η υπεροχή της νεωτερικότητας καταδείχτηκε πολλαπλάσια. Η τύχη του προνεωτερικού κόσμου ήταν πια προδιαγεγραμμένη: η καταστροφή, ο κατακερματισμός, ο ευνουχισμός και η ενσωμάτωσή του. Ο νεωτερικός ατομικισμός άλλαξε άρδην αυτό που ήταν η αναπόδραστη μοίρα του ελληνικού ατομικισμού: το να είναι δηλαδή μια ευάλωτη νησίδα στον ωκεανό της κολεκτιβιστικής «βαρβαρότητας». Το πρόβλημα της κοινωνικής αναπαραγωγής και της ηγεμονίας του Ατόμου πάνω στον κολεκτιβιστικό άνθρωπο, λύθηκε ως δια μαγείας. Βάση της εσωτερικής κοινωνικής αναπαραγωγής και συνάμα της εξωτερικής ηγεμονίας, είναι το Σύστημα. Ως κοινωνικός σχηματισμός το Σύστημα δεν είναι ένας περιφερειακός σχηματισμός. Είναι εξαρχής κεντρικός και μετασχηματίζει τους άλλους σε περιφέρειά του, γιατί εκτός από ισχύ, έχει εξ αρχής δυνητικά μέσα του τη δική του οικουμένη, με έτοιμο το σύστημα της διαχείρισής της. Πράγματι, για να λειτουργήσει επεκτατική συσσωμάτωση, βασισμένη στην αρχή της ηγεμονίας, πρέπει ο επεκτεινόμενος να είναι σε θέση να αναπαράγει, προς όφελός του, μια άνιση κατανομή ισχύος. Η ηγεμονία, στη νεωτερική εκδοχή της, βασίζεται σε κάτι το καινοφανές, αλλά και κατ’ αρχήν πολύ απλό: αν κατορθώσω να καθορίζω εγώ τις ανάγκες σου, με μέσα που μόνο εγώ διαθέτω, ή με μέσα όπου εγώ κρατώ το προβάδισμα, σε διατηρώ συνεχώς σε εξαρτημένη σχέση. Ελέγχω έτσι με ένα σταθερό τρόπο προς όφελός μου τον ανισοκατανεμητή της ισχύος. Βεβαίως το πρόβλημα της ηγεμονίας στις σχέσεις των κρατών στο εσωτερικό της νεωτερικότητας παραμένει άλυτο.
Το Σύστημα κατορθώνει, επιπλέον, μια εκπληκτική «εξημέρωση» του πολέμου, δια της μετατροπής του σε οικονομικό πόλεμο, πράγμα που τον μεταβάλλει σε παραγωγική δύναμη ζωτική για την ανάπτυξη του ως Σύστημα. Ο ηρακλείτειος Πόλεμος δεν παύει, βέβαια, να είναι «πάντων πατήρ». Αρχικά έχουμε τον απηνή πόλεμο εναντίον των αγροτών, κεντρικών και περιφερειακών: «πρωταρχική συσσώρευση» και λεηλασία των κατακτημένων (οι «σταυροφορίες» ανήκουν πάντα σ’ αυτή την κατηγορία). Στη συνέχεια ο στρατιωτικά κερδισμένος συσχετισμός δυνάμεων κατοχυρώνεται θεσμικά και το κέντρο βάρους της κοινωνικής αναπαραγωγής μετατοπίζεται στον οικονομικό πόλεμο. Ο επιχειρηματίας δεν είναι πολίτης-οπλίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένα είδος πολεμιστή. Η Αγορά είναι θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά ο κλασικός πόλεμος ποτέ δεν χάνει τον λειτουργικό ρόλο του. Η παλιά αρχή, ότι η στρατιωτική ισχύς είναι η εγγύηση της πολιτικής και της οικονομικής ισχύος, εξακολουθεί να ισχύει. Το βούτυρο και τα κανόνια πηγαίνουν μαζί. Ηθικολογούν ασύστολα οι ιππότες του οικονομικού πολέμου, αλλά δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να καταφύγουν στον κλασικό πόλεμο, αν δουν ότι χάνουν τον οικονομικό πόλεμο. Βέβαια, σήμερα, που ο πλανήτης έχει γίνει οικουμένη-χωριό και οι «βάρβαροι» (που πάντα ήταν «μια κάποια λύσις») έχουν εξολοθρευτεί, είναι κάπως δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ο πατέρας-πόλεμος, στην έκταση που «χρειάζεται».
Η σημερινή πραγματικότητα του μεταμοντέρνου παθητικού μηδενισμού, του μαζικού ηδονισμού και της εικονικής δημοκρατίας, δεν αλλάζει το ηρακλείτειο δεδομένο. Στα κέντρα του το νεωτερικό Άτομο σκάει από το πάχος και το άγχος, ενώ στην περιφέρειά του (την εσωτερική και εξωτερική) πνίγεται στον ωκεανό της ανομίας και της εξαθλίωσης. Η αντίφαση το τοποθετεί αδυσώπητα στην ηρακλείτεια σφαίρα. Καθώς έχει ολοκληρώσει την ανοδική εξελικτική διαδρομή του και υπερώριμο πλέον αρχίζει να αποσυντίθεται, δεν πρέπει εμάς τους Έλληνες να μας καταθλίβει και τόσο πολύ η αποτυχία μας να του «μοιάσουμε». Καιρός να συνειδητοποιήσει ο σύγχρονος Έλληνας (ελθών εις εαυτόν) ότι στη βάση του δορυφορικού και νόθου χαρακτήρα της ελληνικής νεωτερικότητας, βρίσκεται η ασυμβατότητα των δύο αξόνων της ελληνικής ταυτότητας, του προνεωτερικού και του νεωτερικού, η αντίθετη εξελικτική τροπή του ελληνικού και του νεωτερικού Ατόμου. Ότι δηλαδή η ελληνική ατομικότητα είναι βιωματική και οικοδομεί συμβίωση στην αμεσότητα των σχέσεων μεταξύ προσώπων όψει γνωστών και γι’ αυτό δεν μπορεί να ενσωματώσει τη νεωτερική, που είναι αποπροσωποποιητική και μηχανιστική. Τώρα όμως, που το νεωτερικό μας ίνδαλμα έχει χάσει την «προμηθεϊκή» ορμή του και αισθάνεται όλο και περισσότερο αιχμάλωτο των συστημάτων που κατασκεύασε, ανήμπορο να υψωθεί πάνω απ’ αυτά και να λύσει τις αντιφάσεις Τεχνόσφαιρας – Βιόσφαιρας, Συστημάτων και Εξατομίκευσης, βλέπουμε και τις δυό μας, τη νεωτερική και την ελληνική ατομικότητα, να έρχονται επιτέλους στον ίδιο παρονομαστή. Στο ίδιο γνωστό δίλημμα: ή προς τα μπρος, προς το Πρόσωπο ή προς τα πίσω: προς έναν νέο κολεκτιβισμό, τεχνοφασιστικό αυτή τη φορά.
Συμπερασματικά: Ενώ η συστημική απροσωπία επελέχθη ως αναγκαία προϋπόθεση για την κατάκτηση της απόλυτης αυτοαναφορικής ελευθερίας, η ανάπτυξη των συστημάτων έρχεται τελικά να την αναιρέσει εκ των έσω. Με τη σειρά της αυτή η «έκλειψη του υποκειμένου», υπονομεύει την ικανότητά του να διαχειρίζεται την αναπαραγωγή των συστημάτων και τις κρίσεις τους. Πρόκειται για κανονικό φαύλο κύκλο. Οι προτεινόμενες απαντήσεις από το αδιέξοδο αυτό είναι τρεις: α) Η φουνταμενταλιστική «επιστροφή» στην προνεωτερική-προτεχνολογική εποχή. β) Η εκσυγχρονιστική εμμονή στον τεχνολογικό μεσσιανισμό. Και γ) η μετανεωτερική αναζήτηση μιας «Τρίτης σφαίρας», όπου θα λύνεται η αντίφαση Βιόσφαιρας-Τεχνόσφαιρας. Ή όπως εμβληματικά το έχει διατυπώσει ο Μάμφορντ: «Η δυνατότητά μας να πάμε πέρα από τη μηχανή βασίζεται στη δύναμή μας να αφομοιώσουμε τη μηχανή. Μέχρι να αφομοιώσουμε τις γνώσεις της αντικειμενικότητας, της απροσωπίας και της ουδετερότητας και τα μαθήματα από το μηχανικό βασίλειο, η εξέλιξή μας δεν μπορεί να προχωρήσει προς την πιο πλούσια οργανική, βαθύτερη ανθρώπινη υπόσταση». Η ύπαρξη όμως της δυνατότητας αυτής βασίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει ανθρωπολογικός τόπος πέρα από το Άτομο. Ότι μπορεί να αναδυθεί ένας άλλος τύπος ανθρώπου, ελεύθερος τόσο από τη φυσική όσο και από την τεχνολογική-συστημική μηχανικότητα. Αλλιώς οι σχετικές σκέψεις εκφυλίζονται σε ρομαντικές ονειροπολήσεις.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Τον Αλέξανδρο Σχινά μου τον θύμισε μια ανάρτηση του Πάνου Θεοδωρίδη. Τον ευχαριστώ.....

Αλέξανδρος Σχινάς (συγγραφέας)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Αλέξανδρος Σχινάς (1924 - 11 Φεβρουαρίου 2012) ήταν συγγραφέας και δημοσιογράφος, ενώ έγινε ευρύτατα γνωστός ως στέλεχος και εκφωνητής της ελληνικής υπηρεσίας της Deutsche Welle τον καιρό της δικτατορίας στην Ελλάδα.
Ο Αλέξανδρος Σχινάς
Τελείωσε το Βαρβάκειο, όχι όμως και τη Φυσικομαθηματική Σχολή, στην οποία σπούδασε για λίγο χημεία. Η ανέμελη νιότη στην Κηφισιά επρόκειτο να τελειώσει απότομα με την επώδυνη στρατιωτική θητεία την εποχή του εμφυλίου. Στη συνέχεια περιηγήθηκε τη Δυτική Ευρώπη για να καταλήξει στη Γερμανία το 1959. Υπήρξε ανταποκριτής της ΕΙΡ ήδη από το 1963 και μετά την επταετία συνεργάτης της ΕΡΤ από το 1974.
Ως συγγραφέας ο Αλέξανδρος Σχινάς υπήρξε ολιγογράφος και καίριος. Το βιβλίο του «Αναφορά περιπτώσεων» που κυκλοφόρησε το 1966 υπήρξε για την εποχή του πρωτοποριακό και ασκώντας μεγάλη επίδραση στους ομοτέχνους του συνέβαλε στην ανανέωση του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου. Ο Αλέξανδρος Σχινάς κυριολεκτικά δεν είχε άλλο στο νου του πέρα από την ελευθερία και τη γλώσσα. Το αίτημα μιας εκσυγχρονισμένης παιδείας τον απασχόλησε επί πολλά χρόνια μετά τη μεταπολίτευση και καρπός αυτής της ενασχόλησης υπήρξε η σειρά εκπομπών του από τη DW που κυκλοφόρησε το 1977 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Για την υπεράσπισι της ελληνικής εγκεφαλοκρηπίδας».
Ήδη πριν από το βαρύ εγκεφαλικό που υπέστη στις αρχές του 2011, ο Αλέξανδρος Σχινάς είχε αποσυρθεί στο Έσσεν, αφουγκραζόμενος το αναπόφευκτο. Ένιωθε πως το μεγάλο όνειρο της ζωής του να γίνει η Ελλάδα μια σύγχρονη και πραγματικά προοδευτική δημοκρατία δεν είχε γίνει πραγματικότητα. Ήταν αργά πια για άλλες εκπομπές, για νέες μάχες.


ΚΕΙΜΕΝΟ:

ΑΛΕ­ΞΑΝ­ΔΡΟΣ ΣΧΙ­ΝΑΣ

ΠΕ­ΡΙ ΥΠΕΡ­ΛΕ­ΞΙ­ΣΜΟΥ, ΚΕΙ­ΜΕ­ΝΟ­ΚΟΛ­ΛΗ­ΣΕ­ΩΣ ΚΑΙ ΑΘΑ­ΝΑ­ΣΙΑΣ*

Εν Φρα­γκο­φορ­δία, επί Μοί­νου
Σκι­ρο­φο­ριώ­νος φθί­νο­ντος, εν έτει ϡξ'δ'
Αλέ­ξαν­δρος Πα­λι­νι­σταίς ευ ποιείν.

Οι­κτρόν και αί­σχιον πε­ρί­πτω­μα του τευ­το­νι­κού αγ­γα­ρεί­ου απο­στέ­ρη­σέ με άχρι της προ­τε­ραί­ας την από Γα­μη­λιώ­νος ήδη επαγ­γελ­θεί­σαν μοι δέλ­τον υμών. Χά­ρι­τας φέ­ρω υμιν δια τό φι­λο­προ­σή­γο­ρον και εκτε­νές αυ­τής. Ουκ έστι μοι ατυ­χώς σχο­λή προς αντί­πα­λον αντι­γρα­φήν∙ κα­θειρ­γνύω όθεν την πε­ρού­σαν εν βρα­χεί χω­ρίω, απτό­με­νός τι­νων μό­νον εκ των νυν λό­γου αξί­ων. Αγα­θή συ­γκυ­ρία ποιεί με άρ­τι εγκρα­τή προ­σα­γω­γού και επι­τη­δεί­ας εκ­δό­σε­ως, επι­γε­γραμ­μέ­νης «Πά­λι», εν ή πολ­λά τε και δη και Μα­ντούς της εξ Αρα­βά­ντων γρα­φή, επω­νυ­μί­αν έχου­σα «Γρα­φή», τα μά­λα εκ­πρέ­που­σα δια το φι­λό­κα­λον και και­νό­τρο­πον αυ­τής. Πολ­λού θαύ­μα­τος άξιοί ει­σι αι ποι­ή­σεις του εκ Βα­λα­ώ­ρας Μα­δου­ραί­ου εκεί­νου Νά­νου — τω ονό­μα­τι, πλην γί­γα­ντος τη επι­πνεύ­σει — δια­βό­η­του της βαρ­βί­του χει­ρι­στού ανά τας προς με­ση­βρί­αν τε­τραμ­μέ­νας πα­ρω­ρεί­ας του των λύ­κων όρους. Ασμέ­νως εντυγ­χά­νω επί­σης επι­τερ­πές εξή­γη­μα ελ­λο­γί­μου αν­δρός, Αν­δρέα Εμπει­ρί­κου, εμπει­ρό­τα­του της στί­χων απερ­γα­σί­ας και τι­μαίς πολ­λών άλ­λων πλε­ο­νε­κτού­ντος δια λό­γων ευ­πο­ρί­αν και εμπνοί­ας ύψος. Αί ανα­γρα­φαί ηδο­νι­κών συ­ζεύ­ξε­ων αν­θα­μιλ­λώ­νται ταις του Αρι­στεί­δου του Μι­λη­σί­ου, ταις του Αχιλ­λέ­ως Τα­τί­ου και μην και εκεί­ναις του Λόγ­γου. Κρείτ­των λό­γου η ευαρ­μο­στία, η εμ­ψυ­χία και η ενάρ­γεια αυ­τών∙ αλ­λά, τί­νος ένε­κα ο τα άλ­λα τό­σον δει­νός την γου­τεμ­βέρ­γειον τέ­χνην τυ­πο­θέ­της απο­δει­λιά της όνο­μά­σε­ως των αφρο­δι­σί­ων; Έλε­ος μ’ ει­σέρ­χε­ται υπο­λαμ­βά­νο­ντα αυ­τά αι­δη­μό­νως επε­στιγ­μέ­να. Ουκ έλατ­τον ηδο­μέ­νω εστί μοι και εκ­θύ­μως επαι­νώ το του τρι­σκα­τα­στε­φούς Κων­στα­ντί­νου Τα­χτσή δι­η­γη­μά­τιον, εν ώ με­τά πε­ρισ­σής ευ­μη­χα­νί­ας επά­δο­νται μει­ρα­κιώ­δεις υπα­λαί υπο­μνή­σεις. Υπό χαρ­μο­νής και ευ­φρο­σύ­νης ανα­με­στού­μαι, πα­ρα­πί­πτων το πρώ­τον — ει μνή­μης ευ­τυ­χώ — ση­μεί­οις τυ­πω­θεί­ση εκ­φο­ρά του πο­λυ­γραμ­μά­του εκεί­νου, νου­βι­στι­κού και αγ­χί­νο­ος Γε­ωρ­γί­ου Μα­κρή, του μα­κρο­πνόω και ακα­τα­πο­νή­τω τω κα­λά­μω εκ τής αζ­τέ­κι­δος εις την ελ­λη­νί­δα με­τε­νε­γκό­ντος φω­νήν, το πε­ρί­μη­κες και εύ­ρουν άσμα του Οκτα­βί­ου Παθ. Πολ­λής επι­στρο­φής άξιος προ­σέ­τι ο ονο­μα­τουρ­γός Νι­κό­λα­ος Κά­λας και αι πα­ρα-λυ­ρι­καί αυ­τού σκευα­σί­αι. Άπυ­στος τυγ­χά­νει μοι η πλειάς νέ­ων και λαν­θά­νου­σί με αι τυ­χόν έμπρο­σθεν πει­ρά­σεις αυ­τής. Εκ τι­νος των αφη­γη­μα­τί­ων αυ­τής, επι­γρα­φο­μέ­νου «το μι­κρόν υπο­δη­μα­το­πω­λεί­ον», απο­δη­λού­ται αναμ­φί­βο­λον έγκλι­μα, ήγουν ρο­πή, προς την σκυ­το­το­μι­κήν, την νευ­ρορ­ρα­φί­αν και τά συ­να­φή, πά­ντων μά­λι­στα διά της εν αρ­χή δια­πει­ρω­μέ­νης εξα­ριθ­μή­σε­ως ει­δών τι­νων υπο­δή­σε­ως, ως ταύ­τα ηφθό­νουν ανέ­κα­θεν εν τοις κα­θ’ ημάς πισ­συ­γκί­οις. Και απο­ρώ: Τί γάρ κα­τα­σιω­πού­νται τα σάν­δα­λα ή αι κρη­πί­δες; Πού της χώ­ρας αμνη­μο­νού­νται αι εμ­βά­δες, αι βλαύ­ται ή αι καρ­βα­τί­ναι; Πού αι εν­δρο­μί­δες, αι πη­λο­πα­τί­δες και οι κό­θορ­νοι; Ή μην αγνο­εί η πλειάς της βαυ­κί­δας, τας κρου­πέ­ζας και τας σχι­στάς; Και τό κοι­νόν; Δεν ήθε­λεν αλ­γει­νώς επι­πο­θή­σει ανα­γι­γνώ­σκον τό κοι­νόν τας πε­ρι­βα­ρί­δας, τα Λα­κω­νι­κά, τα Περ­σι­κά ή τα Σι­κυώ­νια; Καί ταύ­τα ελα­χί­στων μό­νον μνή­μην ποιού­με­νος εκ των μυ­ριο­πλη­θών όσων υπο­δε­σμών, με­θ’ ων οι άνω του γέ­νους επι­χα­ρί­τως με­θυ­πο­δού­ντο. Αλ­λ’ έν­δια­τρί­βο­μεν έτι εν σκυ­το­το­μείω. Πού λοι­πόν και αι σκυ­τι­και πίτ­ται, τα πιτ­τω­τά νή­μα­τα, τα νεύ­ρα, οι νευ­ρορ­ρά­φοι και οι ρομ­φείς; Πού οι σπόγ­γοι, οι ήλοι και οι κα­λά­πο­δες; Ή μη τό σκυ­τεύ­ειν επι­τη­δεύ­ε­ται νε­ω­στί άνευ κα­τυμ­μά­των, πελ­μά­των και κο­νι­πό­δων; Ή μην άνευ ζυ­γών, ηνί­ων και ιμά­ντων; Και, τα λογ­χω­τά; Και τα πι­νά­ρια; Ού μέ­ντοι αλ­λά ασμέ­νως επαι­σθά­νο­μαι του ευ­έλ­πι­δος ευ πε­φυ­κέ­ναι της πλειά­δος προς την γλα­φυ­ρί­αν. Η υπο­θη­μο­σύ­νη εμού — ει ανε­πί­φθο­νόν εστι τού­το ει­πείν — ήθε­λεν έχει ώδε: εάν αυ­τούς δια­τρί­βειν επί ταις εαυ­τών προ­κα­τα­σκευαίς, αφιέ­ναι αυ­τούς προ­διοι­κεί­σθαι πα­ντο­δα­πά και ποι­κί­λα, ου­δε­νί πω κα­τα­κο­ρήν έπαι­νον σπέν­δε­σθαι, τό τε­λειο­καρ­πείν μη συ­να­να­γκά­ζειν, ατρέ­μα την ακ­μήν ενός εκά­στου φυ­λάτ­τειν. Πο­λύ τού­μπα­λιν γνω­ρί­μως έχω τη κυ­ρία Βιρ­γι­νία Γούλ­φη, τω Άλ­δω Χάξ­λεη, ως και τω κο­μή­τη δε Λω­τρε­α­μόν, εντί­μως δ’ άγω πρό­πα­λαι τας γρα­φάς αυ­τών.
Ενί λό­γω ώ ασπα­στοί, κε­χα­ρι­σμέ­νοι και δαι­μό­νιοι Πα­λι­νι­σταί, επρά­ξα­τε ού­τως ώστε με επαι­νειν ύμας προ­σο­μοί­ου δ’ επαί­νου τυγ­χά­νειν πα­ρά πά­ντων επεύ­χο­μαι υμίν όλη τη ψυ­χή και ευ­δο­κι­μείν πα­ρά πά­σι, των ανα­γνω­στών συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων.
Νυν δη, κα­τα­βαί­νω εις την εξ ετοι­μό­τα­του φι­λό­φι­λον προ­σφο­ράν επι­μι­ξί­ας, δι’ ην νέ­ας χά­ρι­τας προ­σο­φεί­λω υμίν. Επι­πο­λής γε­νο­μέ­νη διε­ξε­ρεύ­νη­σις των αυ­τό­θι επι­τυ­χό­ντων σκευών εμού — εν οις χύ­δην, ει­κή και ανα­μίξ, όπω­σπερ θρί­δα­κες και σέ­ρι­δες όξει και ελαίω δε­δευ­μέ­ναι, προ­πί­πτου­σι πα­ντοία και πο­λυ­ει­δή, ετε­ρο­σχή­μο­να και ετε­ρο­μή­κη, αλ­λοιό­μορ­φα, αλ­λοιό­χροα και αλ­λό­γλωτ­τα χαρ­τία και χαρ­τί­δια, ανα­γρα­φαί, υπο­μνή­μα­τα, γραμ­μα­τεία, χρη­μα­τι­σμοί και συ­να­φή βυ­βλί­νου υφής — έσχεν ως ευ­τυ­χές απο­βαί­νον την συμ­φο­ράν πα­λαιών τε και προ­σφά­των, αυ­το­κτή­των ή αλ­λό­τριων, πα­ντε­λών ή ημιερ­γών τεκ­μη­ρί­ου, τό­τε μεν ρώ­μης τό­τε δε ασθε­νεί­ας ψυ­χής πα­ραλ­λάξ, άτι­να συλ­λή­βδην συ­ναρ­μότ­τουν και ευ­θε­τούν, ως εμοί δο­κεί, τη υμε­τέ­ρα φρο­νή­σει, ως και τη των εν γράμ­μα­σι συ­νου­σια­στών υμών. Ίστω θε­ός ει το εκ της επι­μι­ξί­ας ημών γε­νη­σό­με­νον έσε­ται πλείω λυ­σι­τε­λές ή λυ­μα­ντή­ριον∙ έγω­γε ού­δ’ οτιούν κα­τορ­ρο­δώ τας ενί­οις ερ­γώ­δε­σι και δυ­σκα­τα­πρά­κτοις χω­ρί­οις συ­νε­πο­μέ­νας χα­λε­πό­τη­τας και πε­ρι­σκε­λεί­ας, άς αναμ­φι­λέ­κτως ρα­δί­ως χει­ρού­ται το κα­θ’ ημάς κοι­νόν.
Αλ­λ’ ήδη, ως οί­ον τε διά βρα­χυ­τά­των, πε­ρί της ενε­στώ­σης συ­νερ­γί­ας: Προυρ­γιαί­τε­ρα πά­ντων, δο­κεί έμοι­γε εί­ναι, τα τή­δε το πρώ­τον εις το φώς εκ­φε­ρό­με­να σπα­ράγ­μα­τα του εθνι­κού ημών υπερ­λε­ξι­σμού. Τέ­ταρ­τον αιώ­νος απο­τε­λεί­ται όσον ου από της γε­νέ­σε­ως του υπερ­λε­ξι­σμού εν Ελ­λά­δι, πε­ντε­καί­δε­κα δ’ όλα έτη από της του βί­ου κα­τα­στρο­φής του αρ­χη­γέ­του αυ­τού, του ανε­πι­λή­στου εκεί­νου Ελευ­θε­ρί­ου Δού­για. Αμ­φι­γνοη­θεί­σαι, ακα­τα­μά­θη­τοι, απόρ­ρη­τοι συμ­μέ­νουν μέ­χρι τήσ­δε της ημέ­ρας αι δυ­σπα­ρά­βλη­τοι διο­ση­μί­αι του φι­λο­κιν­δύ­νου εκεί­νου και­νο­ποι­η­τού. Έρως δύ­σε­ρως του απο­λύ­του αι εκ­φάν­σεις του, κυ­νη­γε­σία άνελ­πις του αφθέγ­κτου τα χρη­σμω­δή­μα­τά του, ανο­σιουρ­γός δια­κώ­λυ­σις της κα­θε­στη­κυί­ας ευ­θη­μο­σύ­νης αι πα­ραγ­γέλ­σεις του, συ­στέλ­λο­νται έξ ότου εις ευά­ριθ­μους τι­νάς, πα­λαιούς ή αρ­τι­τε­λείς εκ­κλή­τους. Οι από­λε­κτοι ού­τοι μύ­σται επί­στα­νται σα­φώς ότι κα­τ’ εκεί­νον τον χρό­νον έσχε χώ­ραν — ευ­κό­σμως και ησυ­χή — το πρώ­τον πα­ρ’ ημίν, με­γα­λο­με­ρής καί­νω­σις, ως αλατ­το­νά­κις μό­νον εις την κα­θό­λου της ποι­η­τι­κής ιστο­ρί­αν. Διό­τι ο υπερ­λε­ξι­σμός — και επί τού­τος λι­πα­ρώς ενέ­μει­νεν αεί ο πρω­το­κτί­στωρ αυ­τού — δει όπως μη με­τα­λαμ­βά­νη­ται αντί των πά­νυ διε­χου­σών απ’ αυ­τού νε­ο­πλά­σε­ων, οί­αι, πα­ρα­δείγ­μα­τος ένε­κα, τα φθογ­γι­κά τε­χνά­σμα­τα των Ιω­αν­νί­σκου Αρπ, Ού­γου Βάλ­λη, Τρι­στά­νου Τζα­ρά και άλ­λων, όνο­μα «δα­δαϊ­σταί» εαυ­τοίς τε­θέ­ντων, δι’ ων τό πρώ­τον η Ζυ­ρί­χη με­τέ­πε­σεν εις πό­λι­σμα συμ­βι­βα­σμών και ημι­μέ­τρων, ή τας ανταλ­λη­λου­χι­κάς μη­χα­νάς των εις τας όχθας του Ση­κο­α­νού τας δό­ξας των προει­ρη­μέ­νων με­τα­λα­μπα­δευ­σά­ντων, των Αν­δρέα Βρε­τό­νου, λέ­γω, Λου­δο­βί­κου Αρα­γώ­νος, Παύ­λου Ελουάρ­δου και των συν αυ­τοίς, «υπερ­πραγ­μα­τι­στών» κα­τ’ Απολ­λι­νά­ρην κλη­θέ­ντων, και υπε­ρά­γαν τον φρού­δον εκεί­νον βιεν­ναί­ον ια­τρα­λεί­πτην λι­βα­νω­τι­σά­ντων ή, πο­λύ μάλ­λον, τα εν τοις νυ­νί πα­ρού­σι και­ροίς εκα­στα­χού αλ­λοιό­τρο­πα δια­πει­ρώ­με­να, ως τα των «γραμ­μα­τι­στών» ανα­κογ­χυ­λια­στι­κά, ψο­φη­τι­κά και λη­ρώ­δη, δι’ α πλείω του ήτρου, του βρό­χθου και των υπο­γλωτ­τί­ων βα­τρά­χων χρεία εστί ή της γλώτ­της και της γρα­φί­δος. Μό­νη εμ­φέ­ρεια του υπερ­λε­ξι­σμού με­τ’ εκεί­νων: το ευ­ρε­τι­κόν και το στα­σιώ­δες άπε­στι δ’ απά­ντων κα­τά την προ­αί­ρε­σιν και τους πό­ρους. Έν­θα­περ γαρ εκεί­νοι το αυ­τό­μα­τον και το πα­ρα­πί­πτον θε­ρα­πεύ­ου­σιν, αι­δεί­ται ού­τος το εύ­λο­γον και το εσκεμ­μέ­νον, ει δ’ εκεί­νοι τους κα­κο­δαί­μο­νας του θυ­μι­κού επε­γεί­ρου­σιν, επι­βο­ά­ται ού­τος τους επου­ρα­νί­ους του λό­γου∙ ότι μάλ­λον, ως γουν ει­κά­σαι, τω πλα­τω­νι­κώ θε­ω­ρη­ρώ συ­νέ­πε­ται ή δια­φθεί­ρε­ται διώ­κων τα ίχνη οθνεί­ων μου­σών. Συ­σχο­λα­στής εν Βαρ­δα­κείω, πα­ρά­μο­νος επι­θυ­μη­τής καί από πρώ­των αρ­χών επί­πνους εν υπερ­λε­ξι­σμώ συ­μπρά­κτωρ του Ελευ­θε­ρί­ου Δού­για, νυν δε μό­νος έν­νο­μος επι­με­λη­τής της κλη­ρο­δο­σί­ας αυ­τού, εκο­ντί και ήδέ­ως εκ­φέ­ρω εις τον πά­τριον δή­μον μυ­ριο­στόν μό­ριον αυ­τής, εν τη κα­λή ελ­πί­δι, ότι θέ­λω από τού­του πα­ρο­ξύ­νει τους ελευ­θε­ριω­τέ­ρους εκ των κα­θ’ ημάς γεν­νά­δων επί την τη­μέ­λειαν των πα­ρά των προ­γό­νων πα­ρα­δε­δο­μέ­νων. Οθκ ει­κή προ­τάσ­σο­νται της σμι­κράς ταύ­της εκ­φο­ράς χα­ρί­εσ­σαί τι­νες με­τα­γρα­φαί και κομ­ψαί με­ταλ­λά­ξεις ενί­ων εκ των της νε­ο­ελ­λη­νί­δος μού­σης, ως ο μου­σο­πά­τα­κτος εκεί­νος δει­νώς επε­τή­δευ­εν. Εν τέ­λει δέ ευ­καί­ρως πα­ρα­φέ­ρο­νται έστν οι ευ­σχή­μο­νες μνη­μα­τί­ται στί­χοι πα­λαιού του δου­γι­κού κύ­κλου κοι­νω­νού.
Τα πι­στά τη­ρών τοις πα­ρα­κε­λευ­σμοίς εκεί­νου, δια­μέ­νω έκτο­τε αδια­στί­κτως επί ανα­στρο­φή με­τά λέ­ξε­ων, αρ­χαιο­πι­νών, σε­μνών, υψη­λών λέ­ξε­ων, λέ­ξε­ων ογκη­ρών και με­γα­λο­πρε­πών, αν­θη­ρών λέ­ξε­ων, ισχνών λέ­ξε­ων, οδ μην αλ­λά και λέ­ξε­ων τα­πει­νών και χα­μαι­τυ­πών, τε εγ­χω­ρί­ων τε εκ­δή­μων, και εκ­με­λε­τώ σε­βα­στι­κώς και δια­πο­νού­μαι τους μυ­ρί­ους τρό­πους αυ­τών και χα­ρα­κτή­ρας. ΙΙά­σαν δ’ επι­μέ­λειαν επι­μέ­λο­μαι όπως μη δια την εν ταις βαρ­βά­ροις φω­ναίς δια­τρι­βήν και επι­τή­δευ­σιν αλ­λά και δια την κα­θό­λου πο­λυ­ε­τή αλ­λο­δη­μί­αν, αφαρ­μαρ­τά­νω της ίδί­ας εμού φω­νής. Ακα­ριαία, υπό­γυια δείγ­μα­τα τοιου­τώ­δους πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νης — ανά εν ποι­η­μά­τιον και ιστό­ρη­μα—ανευ­ρέ­θη­σαν ομοί­ως κα­τά την διε­ξε­ρεύ­νη­σιν των σκευών, έπο­νται δε ουκ εις μα­κράν τη πα­ρού­ση. Το ψυ­χα­γω­γών και νε­ω­τε­ρο­ποιόν αυ­τών έγκει­ται, πά­ντων μά­λι­στα, τη με­θό­δω απερ­γα­σί­ας, κα­θ’ ην ο συ­νή­θης δό­ναξ υπο­κα­θί­στα­ται υπό ψα­λί­δος και ιξού ή άλ­λου τι­νός γλι­σχρά­μα­τος. Αλ­λ’ ου μι­κρόν επί­χα­ρις — εις γα­λα­τι­κόν ιδί­ω­μα, ως τού­το λα­λεί­ται τα­νύν εν τοις Πα­ρι­σί­οις — και νου­θε­τη­τι­κή και η υπό­θε­σις αυ­τών.
Εν ακρο­τε­λευ­τίω ολί­γα και πε­ρί των αμοι­βαί­ων γραμ­μά­των του, εν τω επέ­κει­να της έξω θα­λάτ­της, τα του ζην και ευ­θα­να­τείν ετε­ρο­δι­δα­σκα­λού­ντος, ρη­ξι­κε­λεύ­θου και τολ­μη­τι­κού Ετ­τι­γκέ­ρου και του υπο­ση­μαι­νο­μέ­νου. Ουκ εν αμ­φι­σβη­τι­σί­μω, ότι η εκτυ­πώ­σει διά­δο­σις τοιαύ­της, ελ­πί­δων κα­λών με­στής, αγ­γε­λί­ας, βα­ρύ υπούρ­γη­μα θέ­λει κρι­θή και άπαξ γε­νο­μέ­νη επι­και­ρία, ες τα μά­λι­στα δε υπ’ εκεί­νων εκ των εντευ­ξο­μέ­νων, ώντι­νων η υπερ­λε­ξι­στι­κή ψυ­χή αεί το της αφθαρ­σί­ας όναρ κύ­ου­σα δι­ή­γεν.
Άχρι δεύ­ρο το τή­με­ρον. Τι τα και­νά γί­γνο­νται εν τη δη­μο­κρα­του­μέ­νη ημών Βα­σι­λευού­ση; Απο­τε­λε­σθεί­σης και πά­λιν ενιαυ­σί­ας εκ­δη­μί­ας, πό­θω δυ­σμά­χω φέ­ρο­μαι της οι­κεί­ας γης και προ­κα­τα­σκευά­ζω εν νω τα του νό­στου, όπως νη­χό­με­νος και εί­λη­θε­ρών δια­να­παυ­θώ εν τη ευ­δο­κί­μω της Μου­μπου­λί­νης νή­σω.
Αντα­πο­στεί­λα­τε, ώ λώ­στοι, αρε­σκό­ντως και χαί­ρειν κε­λεύ­ειν τους εύ­νους και συ­νή­θεις.
Έρ­ρω­σθε την των Ελ­λη­νων γλώτ­ταν φι­λού­ντες και ακρι­βού­ντες

Αλέ­ξαν­δρος Αλε­ξάν­δρου ο εκ Σχι­ναί­ων

ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΙ­ΡΟ­ΓΡΑ­ΦΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥ­ΘΕ­ΡΙΟΥ ΔΟΥ­ΓΙΑ

Ιδιω­τι­κή ση­μεί­ω­ση — ίσως και αφιέ­ρω­ση.
Η θραυ­σμα­τι­κή αυ­τή πα­ρου­σί­α­ση του τό­νου μιας φο­ράς κι’ ενός και­ρού θα έπρε­πε να ανή­κη:
Στο συν­θέ­τη «με­τα­ψυ­χι­κών χο­ρο­δρα­μά­των», κα­θη­γη­τή της αγ­γλι­κής, της γαλ­λι­κής, της γερ­μα­νι­κής, της ιτα­λι­κής και της ρω­σι­κής Νι­κό­λαο Βι­δά­λη, πού πε­σμέ­νος στα γό­να­τα, έβλε­πε, μες στο μι­σό­φω­το των «συ­νε­δριά­σε­ων της δο­κι­μα­σί­ας» του, να υλο­ποιεί­ται μπρο­στά του το αστρι­κό σώ­μα του Με­γά­λου Λά­μα, που κα­τά δια­τα­γή του Με­γά­λου Λά­μα απήγ­γελ­λε μό­νος τις νύ­χτες στο δω­μά­τιο του ατέ­λειω­τες υπερ­λε­ξι­στι­κές προ­σευ­χές, που πά­ντα πε­ρί­με­νε τη χά­ρη του Με­γά­λου Λά­μα να οδη­γη­θή κά­πο­τε από τη μυ­στι­κή σή­ραγ­γα του Λυ­κα­βητ­τού στο Άντρο των Εκλε­κτών, και που πέ­θα­νε μια κρύα νύ­χτα της κα­το­χής, χω­ρίς να μά­θη πο­τέ, πως ο Μέ­γας Λά­μας λέ­γο­νταν Ελευ­θέ­ριος Δού­γιας.
Στο συμ­μα­θη­τή Νί­κο Μα­τσού­κα, τον Ιε­ρό Οκτά­πο­δα του Θι­βέτ, που η πά­λη μα­ζί του στά­θη­κε ανυ­πέρ­βλη­τος «σταθ­μός δο­κι­μα­σί­ας» για τον Βι­δά­λη, μα που δεν άν­θε­ξε στη δι­κή του δο­κι­μα­σία αρ­γό­τε­ρα, σ’ ένα γερ­μα­νι­κό στρα­τό­πε­δο συ­γκε­ντρώ­σε­ως.
Στο συμ­μα­θη­τή Γιάν­νη Κα­τε­βαί­νη, τον Πα­νί­σχυ­ρο Μυ­στη­ριώ­δη Πρά­κτο­ρα των συ­νε­δριά­σε­ων, που ο Βι­δά­λης τρέ­μο­ντας έβλε­πε πλάι του να συ­ντά­ση υπερ­λε­ξι­στι­κά τη­λε­γρα­φή­μα­τα, που κα­θώ­ρι­ζαν την εξέ­λι­ξη του Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, και που βρέ­θη­κε τό­σο ανί­σχυ­ρος αρ­γό­τε­ρα, στον Εμ­φύ­λιο.
Στους συμ­μα­θη­τάς Κ. Αξε­λό, Ρ. Απο­στο­λί­δη, Α. Κύ­ρου, Ν. Λι­ναρ­δά­το, Α. Μα­κρή, Κ. Πα­παϊ­ω­άν­νου, Κ. Τραυ­λό, στους «εξω­βαρ­βα­κεια­κούς» Δ. Δα­βία, Τ. Κα­μπα­νέλ­λη, Π. Σπη­λιω­τό­που­λο, και όσους ακό­μα εκεί­νου του και­ρού, ό,τι κι’ αν κά­νουν σή­με­ρα, όπου κι’ αν βρί­σκο­νται — Α. Σ.

ΑΠΟ ΠΑ­ΡΩ­ΔΙΕΣ

Α. ΒΑ­ΛΑ­Ω­ΡΙ­ΤΗ («Ή Φυ­γή»)

Εί­ναι πα­ρά­λο­γο, Ομέρ Βρυό­νη:
Η EON εχού­μη­σε και μας πλα­κώ­νει.
Εί­ναι πα­ρά­λο­γο, κι’ όμως σου­ρί­ζουν,
και πα­ρε­λαύ­νου­νε και φο­βε­ρί­ζουν.

Εί­ναι πα­ρά­λο­γο. Ακούς πώς σκού­ζουν;
Σαν λύ­κοι φθά­σα­νε, ρυά­ζο­νται, γρού­ζουν,
άνοι­ξε ο Αύ­γου­στος και μου ξερ­νά­ει
τον μαύ­ρο κό­σμο του για να με φάη.

Για δες σαν δαί­μο­νες μάς πε­λε­κά­νε.
Μπρος στον Πα­τέ­ρα τους πώς ρο­βο­λά­νε.
Δες τα κε­φά­λια τους, δες τα στυ­λιά­ρια,
δες τα πα­ρά­ση­μα και τα κα­μά­ρια.
Βρυό­νη πρό­φθα­σε, ακό­μα λί­γο
κι’ από τα νύ­χια τους δεν θα ξε­φύ­γω.

ΚΑ­ΒΑ­ΦΗ («Ιθά­κη»)

Σα βγεις στον πη­γαι­μό για το Βαρ­βά­κειο,
να εύ­χε­σαι νά­ναι μα­κρύς ο δρό­μος,
γε­μά­τος πε­ρι­πέ­τειες, γε­μά­τος γνώ­σεις.
Τους Γε­ρα­κιό­νας καί τους Λιώ­κη­δας
τον θυ­μω­μέ­νο τον Μου­ζά­λα μη φο­βά­σαι∙
τέ­τοια στο δρό­μο σου πο­τέ σου δεν θα βρεις,
αν μέ­ν’ η σκέ­ψις σου υψη­λή, αν εκλε­κτή
συ­γκί­νη­σις το πνεύ­μα και το σώ­μα σου αγ­γί­ζει.
Τους Γε­ρα­κιό­νας καί τους Λιώ­κη­δας,
τον θυ­μω­μέ­νο τον Μου­ζα­λά δεν θα συ­να­ντή­σεις,
αν δεν τους κου­βα­νείς μέ­σ’ στην ψυ­χή σου,
αν η ψυ­χή σου δεν τους στή­νει εμπρός σου.
Να εύ­χε­σαι νά­ναι μα­κρύς ο δρό­μος.
ΙΙολ­λά τα φθι­νο­πω­ρι­νά πρω­ϊά να εί­ναι
που με τι ευ­χα­ρί­στη­ση, με τι χα­ρά
θα μπεις σε κα­φε­νέ­δες, πρω­τοει­δω­μέ­νους∙
να στα­μα­τή­σεις σε πορ­νεία αθη­ναϊ­κά,
και τες κα­λές πραγ­μα­τεί­ες ν’ απο­κτή­σεις:
Γλου­τούς και στή­θη — κε­χρι­μπά­ρια κι’ έβε­νους —
και προ­φυ­λα­κτι­κά κά­θε λο­γής,
όσο μπο­ρείς πιο άφθο­νο περ­μα­γκα­νάτ∙
σε λέ­σχες μυ­στι­κές πολ­λές να πας,
να μά­θεις και να μά­θεις απ’ τους σπου­δα­σμέ­νους.
Πά­ντα στο νου σου νά­χεις το Βαρ­βά­κειο.
Το φθά­σι­μον εκεί εί­ν’ ο προ­ο­ρι­σμός σου.
Αλ­λά μη βιά­ζεις την πο­ρεί­αν διό­λου.
Κα­λύ­τε­ρα ώρες πολ­λές νά διαρ­κέ­σει∙
κι’ εξα­ντλη­μέ­νος πια ν’ αρά­ξεις στο σχο­λειό,
πλού­σιος με όσα κέρ­δι­σες στο δρό­μο,
μη προσ­δο­κώ­ντας πλού­τη να σε δώ­σει το Βαρ­βά­κειο.
Το Βαρ­βά­κειο σ’ έδω­σε μιαν ευ­και­ρία.
Χω­ρίς αυ­τήν δεν θά­βγαι­νες στο δρό­μο.
Άλ­λα δεν έχει να σε δώ­σει πια.
Κι’ αν πτω­χι­κό το βρεις, το Βαρ­βά­κειο δεν σε γέ­λα­σε.
Έτσι σο­φός που έγι­νες, με τό­ση πεί­ρα,
ήδη θα το κα­τά­λα­βες τα ελ­λη­νι­κά σχο­λεία τι ση­μαί­νουν.

ΚΑΛ­ΒΟΥ («Εις ελευ­θε­ρί­αν», «Εις Ιε­ρόν Λό­χον», «Ο Φι­λό­πα­τρις»)

Ευ­τυ­χι­σμέ­να πλά­σμα­τα
της πλέ­ον ευ­τυ­χι­σμέ­νης
κυ­βερ­νή­σε­ως, τε­λειώ­νο­μεν
έναν ύμνον και εις άλ­λον
πέ­φτο­μεν πά­λιν.

Ω φιλ­τά­τη πα­τρίς,
ω θαυ­μά­σια χερ­σό­νη­σος
Γραι­κία, συ μου έδω­κας
της EON και του Βαρ­βα­κεί­ου
τα χρυ­σά δώ­ρα.

Ας μη βρε­ξη πο­τέ
το σύν­νε­φον, κι’ ο άνε­μος
άπα­τρις ας μή σκορ­πί­ση
το σκό­τος το μα­κά­ριον
που μας σκε­πά­ζει.

Και συ τον ύμνον δέ­ξου.
Εχθαί­ρου­σιν οι Δι­κτά­το­ρες
την ψυ­χήν και βρο­ντά­ου­σιν
επί τας κε­φα­λάς
των αχα­ρί­στων.

Ας μη μου δώ­ση η μοί­ρα μου
εις ξέ­νην γην παι­δεί­αν.
Εί­ναι γλυ­κύς ο βί­ος μας
μό­νον όταν κοι­μώ­με­θα
εις την πα­τρί­δα.

ΠΑ­ΛΑ­ΜΑ («Ο Σά­τυ­ρος ή το γυ­μνό τρα­γού­δι»)

Όλα γυ­μνά τρι­γύ­ρω μας,
όλα γυ­μνά εδώ πέ­ρα,
Ξε­βρά­κω­τα, ανύ­πο­πτα,
με­σά­νυ­χτα εί­ν’ η μέ­ρα.
Άφα­ντη η σκέ­ψη, ολά­νοι­χτα
του θρά­σους τα πα­λά­τια,
χά­λια χορ­τά­στε, μά­τια,
σ’ ελ­λη­νι­κό ρυθ­μό.

Εδώ τα πάντ’ αγράμ­μα­τα
Κι’ αδιά­ντρο­πα λυσ­σά­νε∙
αστέ­ρι εί­ν’ ο ξε­ρό­βρα­χος
κι’ η πα­γω­νιά φω­τιά ‘ναι.
Πα­ρά­ση­μα για κλάμ­μα­τα
και τσί­γκους για ασή­μια
ντύ­νε­ται η θεία μας γύ­μνια
η πα­τριω­τι­κή.

Εδώ εί­ν’ αριά κι αταί­ρια­στα
της γνώ­σε­ως τα δέ­ντρα,
κρα­σί εί­ν’ η άγνοια άκρα­το,
εδώ εί­ν’ η γύ­μνια αφέ­ντρα.
Εδώ εί­ν’ η πρό­ο­δος όνει­ρο,
εδώ χα­ρά­ζει ακό­μα
στης νύ­χτας μας το στό­μα
χα­μό­γε­λο εθνι­κό.

Εδώ του Αυ­γού­στου μά­γε­μα,
η EON απο­θε­ώ­θη,
τσου­λέ­ψαν οι Αρ­τέ­μι­δες,
οι Ερ­μή­δες εί­ναι νό­θοι.
Εδώ η βλα­κεία ολό­γυ­μνη,
θά­μα στα υγρό­ζωα κή­τη
βλέ­πω το φα­λαγ­γί­τη
να χύ­νε­ται πα­ντού.

Μα­κρυά μας όσα αταί­ρια­στα,
ντυ­μέ­να και κρυμ­μέ­να,
τα δυ­τι­κά και τα’ άσκη­μα
και ακά­θαρ­τα και ξέ­να.
Ορ­θά όλα, εις στά­σιν προ­σο­χής,
με φου­σκω­μέ­να στή­θια.
Γύ­μνια εί­ναι κι’ η εύ­ή­θεια
και γύ­μνια κι’ η αγου­στιά

ΠΟ­ΛΕ­ΜΗ («Το πα­λιό βιο­λί»)

Άκου­σε τ’ από­κο­σμο εθνι­κό βιο­λί,
μέ­σα στη νυ­χτε­ρι­νή σι­γα­λιά τ’ Αυ­γού­στου!
Στο πα­ληό κου­φά­ρι του μια ψυ­χή λα­λεί
πα­τέ­ρα. Και δι­κτά­το­ρος μό­νον χά­ριν γού­στου.

Και ο Ντού­τσε ο άγρυ­πνος και ο ζη­λευ­τός
ζή­λε­ψε και σώ­πα­σε κι’ έσκυ­ψε κι’ εστά­θη
για να κα­τα­λά­βει τι εί­ναι πά­λι αυ­τός
που τα λέ­ει γλυ­κύ­τε­ρα τα δι­κά του πά­θη.

Ως κι ο Φοί­νιξ, τ’ άχα­ρο, το δει­λό που­λί,
με λα­χτά­ρ’ από­κρυ­φη τα φτε­ρά τι­νά­ζει
και σω­παί­νει ακού­ο­ντας το πα­λιό βιο­λί
για να μά­θει ο δύ­στυ­χος πώς ν’ ανα­στε­νά­ζει.

Τι κ’ αν τρώ­ει ξύ­λο ό κο­σμά­κης; Τί
κι’ αν περ­νούν αγύ­ρι­στοι χρό­νοι κι’ άλ­λοι χρό­νοι;
Πιο γλυ­κειά και πιο όμορ­φη και πιο δυ­να­τή
η φω­νή του γί­νε­ται όσο αυ­τό πα­λιώ­νει.

ΠΑ­ΠΑ­ΝΤΩ­ΝΙΟΥ (Η γυ­ναί­κα στο πάρ­κο)

Απ’ το προ­αύ­λιο πέ­ρα­σε και πά­λι η Παρ­πα­ρία§
μέ­σα στους όρ­θιους των αν­δρών, μο­νά­χη, τους κορ­μούς.
Πει­ράγ­μα­τα της έρι­ξε η απέ­ξω αλη­τα­ρία
και μείς τους μα­ρα­μέ­νους μας συλ­λο­γι­σμούς.

Κι’ εγώ, που από το μά­ταιο σχο­λειό ανα­χω­ρού­σα,
την εί­δα κι’ εί­πα: «Εί­ναι νω­ρίς∙ θα μεί­νω...» Μυ­στι­κά
στον πό­νο και στη γνώ­ση της να εμπι­στευ­θώ μπο­ρού­σα
τις στρά­κες, τις σα­ΐ­τες μου και άλ­λα σχε­τι­κά.

ΠΟΡ­ΦΥ­ΡΑ (Lacrimae rerum)

«Πα­τέ­ρα»! Το σχο­λείο μας εστοί­χειω­σεν
από τη ζω­γρα­φιά σου τη θλιμ­μέ­νη,
στους τοί­χους, στο γρα­φείο, στά ει­κο­νί­σμα­τα,
από την ομορ­φιά σου κά­τι μέ­νει.

Κά­τι σαν ευ­ελ­πί­δων μυ­ρω­διά, κι’ απλώ­νε­ται
και το φτω­χό σχο­λείο πλημ­μυ­ρί­ζει,
κά­τι σα φά­ντα­σμα μι­σο­σπαρ­τιά­τι­κο,
κι’ όπου περ­νά σι­γά το κά­θε αγ­γί­ζει.

Όξω, βα­ρειά μο­νό­το­νη ανα­γέν­νη­ση
δέρ­νει τη χώ­ρα μας∙ και τό­τε αντά­μα
τα πράγ­μα­τα που επιά­σα­νε τα χέ­ρια σου
αρ­χί­ζουν ένα κλά­μα..., κι’ ένα κλά­μα...

Και μέ­σα δω, ο κα­λός της πλή­ξης σύ­ντρο­φος,
τ’ αγα­πη­μέ­νο κα­θη­γη­το­λόϊ,
τρα­γου­δι­στής του Αυ­γού­στου, κι’ αυ­τό κλαί­ο­ντας,
ρυθ­μί­ζει αρ­γά, φρι­χτά το μοι­ρο­λόι.

ΣΟ­ΛΩ­ΜΟΥ («Οι ελεύ­θε­ροι πο­λιορ­κη­μέ­νοι»).

Ο Γε­ώρ­γιος με το Με­τα­ξά χο­ρεύ­ουν και γε­λού­νε,
κι’ εστη­σ’ ο Έλ­λη­νας χο­ρό με την τε­τάρ­τη Αυ­γού­στου,
κι’ η χώ­ρα ηύ­ρε την κα­λή και τη γλυ­κεία της ώρα.
Το μα­νια­δά­κι βρί­σκε­ται σ’ ώρα γλυ­κειά κι’ εκεί­νο.
Παι­διά κα­θά­ρια και γλυ­κά, παι­διά χα­ρι­τω­μέ­να,
χύ­νο­νται μέ­σα στην EON τη μο­σχο­βο­λι­σμέ­νη,
και παίρ­νου­νε το μό­σχο της κι’ αφή­νουν τη δρο­σιά τους,
κι’ ού­λα στον ήλιο δεί­χνο­ντας τα πλού­τια της πυ­γής τους,
τρέ­χουν εδώ, τρέ­χουν εκεί και κά­νουν σαν αη­δό­νια.
Χώ­ρα γιο­μά­τη θαύ­μα­τα, χώ­ρα σπαρ­μέ­νη μά­για,
χω­ρίς πο­σώς τα μά­τια σου ν’ ανοί­γουν και να κλαί­νε.

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕ­ΡΟ­ΛΟ­ΓΙΟ

Εγώ, ο Ελευ­θέ­ριος Δού­γιας, μυ­στι­κο­σύμ­βου­λος του θε­ού μέ­χρι της εβδό­μης ημέ­ρας, λέ­γω: Γεν­νη­θή­τω χνώς. Και ιδού εγέ­νε­το χνώς. Λέ­γω: Γεν­νη­θή­τω ο πλα­νή­της Ερα­κά­δαρ. Και ιδού ο πλα­νή­της ού­τος ερ­χό­με­νος εκ νέ­ου εις την τρο­χιάν του. Λέ­γω: Γεν­νη­θή­τω είς ει­σέ­τι Βρα­δώρ. Και ιδού το θαυ­μά­σιον τού­το γέ­νος επηυ­ξη­μέ­νον.
αειöuü, χγgkh, ρλν, σζj, τdδθ, βφ, μπb:
Οι βα­σι­κοί αυ­τοί φθόγ­γοι δί­νουν τρεις χι­λιά­δες του­λά­χι­στον ευ­κο­λο­πρό­φερ­τους μο­νο­σύλ­λα­βους συν­δυα­σμούς. Η γε­ω­με­τρι­κή πρό­ο­δος πού ακο­λου­θεί δί­νει στρογ­γυ­λά: δέ­κα εκα­τομ­μύ­ρια δι­σύλ­λα­βους, τριά­ντα δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια τρι­σύλ­λα­βους, εκα­τό χι­λιά­δες δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια τε­τρα­σύλ­λα­βους, τρια­κό­σια εκα­τομ­μύ­ρια δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια πε­ντα­σύλ­λα­βους κ.ο.κ. Τα μη­δε­νι­κά του αριθ­μού πού θα εξέ­φρα­ζε τις δυ­να­τές αντί­στοι­χες λέ­ξεις της εβδο­μη­κο­ντα­ο­κτα­σύλ­λα­βης του Αρι­στο­φά­νη στις «Εκ­κλη­σιά­ζου­σες» δεν θα χω­ρού­σαν σ’ αυ­τήν τη σε­λί­δα, αλ­λά πο­λύ λι­γώ­τε­ρες — οι δυ­να­τές δε­κα­σύλ­λα­βες ίσως — θα αρ­κού­σαν για να έχη το κά­θε άτο­μο του Σύ­μπα­ντος δι­κό του ξε­χω­ρι­στό όνο­μα, και οι δυό­μι­συ με τρεις χι­λιά­δες γλώσ­σες και διά­λε­κτοι και των πέ­ντε ηπεί­ρων, με όλους τους τύ­πους κλί­σε­ως και με τις όσες πο­λυ­σύλ­λα­βες λέ­ξεις τους, θα εκά­λυ­πταν μό­λις το χι­λιο­στό των δυ­να­τών τρι­συλ­λά­βων. Οι αριθ­μοί αυ­τοί ανε­βαί­νουν με βή­μα­τα γί­γα­ντα στο πολ­λα­πλά­σιο αν, αντί των βα­σι­κών φθόγ­γων, λη­φθούν σαν αφε­τη­ρία και οι υπε­ρε­κα­τό εν­διά­με­σες πα­ραλ­λα­γές της διε­θνούς φω­νη­τι­κής, και υπερ­βαί­νουν τη φα­ντα­σία από τα πρώ­τα κιό­λας σκα­λο­πά­τια της γε­ω­με­τρι­κής προ­ό­δου αν, αντί των ευ­κο­λο­πρό­φερ­των, υπο­λο­γι­σθούν όλοι οι δυ­να­τοί συν­δυα­σμοί. Ο Υπερ­λε­ξι­σμός, που θα μπο­ρού­με ακό­μα να ονο­μα­σθή και Με­τα­λε­ξι­σμός ή Παν-λε­ξι­σμός, εί­ναι η πα­ρα­δο­χή της υπάρ­ξε­ως όλων των δυ­να­τών λέ­ξε­ων, και η από­φα­ση να ανα­κα­λυ­φθή (ή να ξα­να­να­κα­λυ­φθή) το νό­η­μα τους.
Η ύπαρ­ξη κι’ η ανυ­παρ­ξία εί­ναι δύο από τις δια­στά­σεις του Με­γά­λου Α. Το σύ­μπαν εί­ναι ένα συμ­πτω­μα­τι­κό υπο­προ­ϊ­όν της υπάρ­ξε­ως, η ζωή και η σκέ­ψη ένα συμ­πτω­μα­τι­κό υπο­προ­ϊ­όν αυ­τού του σύ­μπα­ντος, η Ιστο­ρία ένα συμ­πτω­μα­τι­κό υπο­προ­ϊ­όν της ζω­ής και της σκέ­ψε­ως πά­νω ατό φλοιό αυ­τού του πλα­νή­τη και η γλώσ­σα ένα συμ­πτω­μα­τι­κό υπο­προ­ϊ­όν αυ­τής της ιστο­ρί­ας. Μία σύμ­πτω­ση μέ­σα σ’ αυ­τή τη γλώσ­σα θέ­λη­σε μέ­χρι σή­με­ρα να προη­γού­νται οι έν­νοιες και ν’ ακο­λου­θούν οι λέ­ξεις. Ο Υπερ­λε­ξι­σμός ξε­κι­νά­ει από τις λέ­ξεις, από όλες τις δυ­να­τές λέ­ξεις. Και βρί­σκο­ντας τις έν­νοιες, τα αντι­κεί­με­να, τις κα­τα­στά­σεις, πού εκά­στο­τε τους αντι­στοι­χούν, σπά­ει την αλυ­σί­δα αυ­τών των συμ­πτώ­σε­ων, ανα­δη­μιουρ­γεί όλους τους δυ­να­τούς κό­σμους και ξα­να­φέρ­νει την ύπαρ­ξη στην αλη­θι­νή ολό­τη­τα της.

Κά­θε τρό­πος υπάρ­ξε­ως σε κά­θε εί­δος κό­σμου, εί­ναι δυ­να­τός. Και επει­δή εί­ναι δυ­να­τός, υπάρ­χει. Ο Υπερ­λε­ξι­σμός εκ­φρά­ζει όλους τους δυ­να­τούς τρό­πους υπάρ­ξε­ως σε όλους τους δυ­να­τούς κό­σμους. ‘Ο,τι δεν πέ­ρα­σε ακό­μα στην έκ­φρα­ση, πε­ρι­μέ­νει. Η ύπαρ­ξη εί­ναι πα­γω­μέ­νο υπερ­λε­ξι­στι­κό υλι­κό.
Ποιο εί­ναι το όριο συλ­λα­βών απ’ όπου και ύστε­ρα μια λέ­ξη θα έπαυε να εί­ναι λέ­ξη; Στις συν­θε­τι­κές γλώσ­σες θα ήταν θε­ω­ρη­τι­κά δυ­να­τή η κα­τα­σκευή λέ­ξε­ων με εκα­το­ντά­δες συλ­λα­βών. Με έξυ­πνη διά­τα­ξη μά­λι­στα θα μπο­ρού­σαν να πα­ρα­τα­χθούν όλα σχε­δόν τα ου­σια­στι­κά, τα επί­θε­τα και τα ρή­μα­τα σε ενιαί­ες συν­θέ­σεις, πού η διάρ­κεια τους θα ήταν τό­ση, όση πε­ρί­που και η διάρ­κεια ανα­γνώ­σε­ως ενός λε­ξι­κού. Η κα­τα­σκευή, εξ άλ­λου, και η χρή­ση τέ­τοιων λέ­ξε­ων θα πα­ρέ­τει­νε βέ­βαια το χρό­νο των συ­ζη­τή­σε­ων, θα μί­κραι­νε όμως ση­μα­ντι­κά τον κίν­δυ­νο της ασυ­νεν­νοη­σί­ας. Και στην υπερ­λε­ξι­στι­κή γλώσ­σα; Η διάρ­κεια μιας λέ­ξε­ως θα μπο­ρού­σε να εί­ναι όση και η διάρ­κεια ζω­ής του μα­κρο­βιώ­τε­ρου υπερ­λε­ξι­στού. Ο χρό­νος κα­τα­σκευ­ής τέ­τοιων λέ­ξε­ων θα συ­νέ­πι­πτε απο­λύ­τως με το χρό­νο χρή­σε­ως τους, η χρή­ση τους θα αντι­κα­θι­στού­σε τον πε­ριτ­τό άλ­λα και αδύ­να­το πια διά­λο­γο μ’ έναν μο­νο­λε­κτι­κόν ισό­βιο μο­νό­λο­γο, και το νό­η­μα τους θα δια­γρά­φο­νταν κα­θα­ρά με την εκ­φώ­νη­ση της τε­λευ­ταί­ας συλ­λα­βής, τη στιγ­μή του θα­νά­του του μο­νο­μι­λη­τού. Την μα­κρύ­τε­ρη δυ­να­τή υπερ­λε­ξι­στι­κή λέ­ξη την εκ­φω­νεί προ­φα­νώς ο θε­ός∙ και το νό­η­μα της δεν έχει απο­σα­φη­νι­σθή ακό­μα.

Με ένα μέ­ρος του υπερ­λε­ξι­στι­κού υλι­κού θα μπο­ρού­σε να επι­τευ­χθή η ολο­κλη­ρω­τι­κή απο­συμ­φό­ρη­ση, η κα­τά­λυ­ση των γε­νι­κών εν­νοιών: μία έλ­λο­γη υπερ­πρω­το­γο­νο­ποί­η­ση του γλωσ­σι­κού συ­στή­μα­τος, όπου σε κά­θε αντι­κεί­με­νο, πρό­σω­πο, ζώο, φυ­τό, σε κά­θε κα­τά­στα­ση, κί­νη­ση, ενέρ­γεια, πρά­ξη θα αντι­στοι­χού­σε ιδιαί­τε­ρη λέ­ξη. Ένα βή­μα πιο πέ­ρα: το ίδιο αντι­κεί­με­νο, η ίδια κα­τά­στα­ση εκ­φρα­σμέ­να, ονο­μα­σμέ­να, κά­θε φο­ρά δια­φο­ρε­τι­κά. Ο Υπερ­λε­ξι­σμός θα μπο­ρού­σε να ξα­να­συν­θέ­ση τη γλώσ­σα των λί­θων, των με­τάλ­λων, των φυ­τών, των ζώ­ων και του θε­ού.
Μια πέ­τρα πλάι στο μο­νο­πά­τι λέ­ει, μέ­σα από τη συ­νεί­δη­ση του πε­ρι­πα­τη­τού: «Ιδού εγώ, πού εί­μαι μία πέ­τρα» ή «βρέ­χει - χιο­νί­ζει, καρ­φί δε μού καί­γε­ται» ή «όλοι εσείς πά­τε κι’ έρ­χε­στε και γω, να, όλο εδώ βρί­σκο­μαι»∙ λέ­ει ακό­μα: «Αχ! αυ­τά τα μα­μου­νά­κια πού κυ­κλο­φο­ρούν απά­νω μου, να ξέ­ρα­τε πό­σο με γαρ­γα­λά­νε» ή «αιώ­νες τώ­ρα μ΄ αυ­τήν την άλ­λη πέ­τρα, πού εί­ναι πλάι μου, δεν μι­λιό­μα­στε, για­τί εί­μα­στε πέ­τρες, ξέ­ρε­τε. Βάλ­τε μας, αλή­θεια, τώ­ρα που μας ανα­κα­λύ­ψα­τε, να πού­με και μεις κά­τι». Λέ­ει κι’ άλ­λα ακό­μα, τό­σο αυ­το­νό­η­τα για μια πέ­τρα, πού μό­λις ανα­σύρ­θη­κε από την ανυ­παρ­ξία της. Λέ­ει: «Ω, πό­σο θα ήθε­λα να πή­γαι­να κι εγώ σχο­λείο - ή «θέ­λε­τε να μ’ αγα­πή­σε­τε, μα να μ’ αγα­πή­σε­τε πα­ρά­φο­ρα και να μου ανή­κε­τε, από τώ­ρα και ύστε­ρα, για πά­ντα; Εί­ναι τό­σο απλό. Θα ξα­πλώ­σε­τε πλάι μου, θα ξε­χά­σε­τε από που έρ­χε­στε και που θα πη­γαί­νε­τε, θα με κρα­τή­σε­τε σφι­χτά στην αγκα­λιά σας, και άμα σε λί­γο έρ­θη η νύ­χτα...» ή «προ­σέξ­τε! Σ’ αυ­τό το ση­μείο του κό­σμου, αυ­τή τη στιγ­μή, υπε­ρα­σπί­ζο­μαι τα συμ­φέ­ρο­ντα του αριθ­μού 3.333. Σκε­φθή­τε το κα­λά πριν μ’ αγ­γί­ξε­τε». Κι’ αν ο πε­ρι­πα­τη­τής έσκυ­βε ν’ αφου­γκρα­στή κα­λύ­τε­ρα, η πέ­τρα θα του έλε­γε κι’ άλ­λα, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα, στην αλη­θι­νή της γλώσ­σα∙ θα του έλε­γε ίσως: «λι­θλο­λάθ — λι­δά­θλα — λι­θλα­όρ». Και δεν θα ήταν, ασφα­λώς, λι­γώ­τε­ρο φλύ­α­ρη και η πλαϊ­νή της, αν της δί­νο­νταν η ευ­και­ρία, και όλες οι άλ­λες πέ­τρες του κό­σμου. Και εί­ναι γνω­στό πό­ση φλυα­ρία μπο­ρεί να ανα­πτύ­ξη ένα λά­χα­νο ή ένας δια­βή­της ή μια πρό­σο­ψη σπι­τιού, και ένας κάν­θα­ρος πά­νω στο λά­χα­νο, και το δά­κτυ­λο πού οδη­γεί τον δια­βή­τη, και το πρό­σω­πο μιας γρηάς στην πρό­σο­ψη ενός σπι­τιού. Κι’ αν όλ’ αυ­τά ήδη φλυα­ρούν συγ­χρό­νως τό­σο πο­λύ, τι άη­χο παν­δαι­μό­νιο πρέ­πει να δη­μιουρ­γεί­ται αν προ­στε­θή και η φλυα­ρία ενός μπλού­θου­ρου ή ενός βα­κα­τλα­βά­νου ή μιας πε­ρι­δι­νο­θλι­πτι­κής διο­κλα­θέ­ρας ή και ενός απλού ακό­μα τα­πτη­ρι­δί­ου. Κι’ ο κό­σμος εί­ναι ασφυ­κτι­κά, εκ­κω­φα­ντι­κά γε­μά­τος απ’ όλα αυ­τά.
Τρία στά­δια υπερ­λε­ξι­στι­κής λε­ξι­ποι­ί­ας.
Πρώ­το: άνοιγ­μα, τέ­ντω­μα, εκ­βια­σμός της τρέ­χου­σας γλώσ­σας, ως το άκρον άω­τον της νοη­μα­τι­κής αντο­χής της. Ελεύ­θε­ρο παι­χνί­δι με λέ­ξεις και ρί­ζες, δη­μιουρ­γία κά­θε λο­γής συν­θέ­σε­ων, χρή­ση όλων των κα­τα­λή­ξε­ων πα­ντού, αλ­λα­γές γέ­νους, με­τα­τρο­πές αμε­τά­βα­των ρη­μά­των σε με­τα­βα­τι­κά και αντι­στρό­φως, αντι­με­τα­θέ­σεις όλων των μέ­ρων του λό­γου κ.τ.λ. Δεύ­τε­ρο: μι­κτές κα­τα­σκευ­ές της τρέ­χου­σας και της υπερ­λε­ξι­στι­κής γλώσ­σας, π.χ. κοι­λιο­δο­ντο­τσικ­δι­σμός, θα­να­τη­δο­νο­θλά­χνος, εναλ­λα­σο­οπ­θα­κί­ζο­μαι. Τρί­το: Κα­θα­ρά υπερ­λε­ξι­στι­κές λέ­ξεις.
Η κά­θε γλώσ­σα πρέ­πει να ξα­να­δη­μιουρ­γή­ση κα­τά μέ­γα μέ­ρος τον δι­κό της Υπερ­λε­ξι­σμό.
Να με­λε­τη­θούν οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για τη δη­μιουρ­γία μιας διε­θνούς υπερ­λε­ξι­στι­κής γλώσ­σας.
Οι φθόγ­γοι, όπως και τα χρώ­μα­τα και οι στοι­χειώ­δεις γε­νι­κά πα­ρα­στά­σεις, εγκλεί­ουν αυ­το­τε­λές συ­νειρ­μι­κό δυ­να­μι­κό. «Α μαύ­ρο, Ε άσπρο, Ι κόκ­κι­νο» έγρα­ψε κά­πο­τε κά­ποιος, κι’ όμως το δι­κό μου α εί­ναι κά­τα­σπρο και το ε κόκ­κι­νο ανοι­χτό. Στην ψυ­χα­νά­λυ­ση της προ­σω­πι­κής γλωσ­σο­λο­γί­ας του κα­θε­νός θα μπο­ρού­σε τη μια φο­ρά να βρε­θή η απει­λη­τι­κό­τη­τα του χ, η επι­θε­τι­κό­τη­τα του ρ, η ηδο­νι­κό­τη­τα του λ, η ηδυ­πά­θεια του j, η ηλι­θιό­τη­τα του δ, η πλα­δα­ρό­τη­τα του θ, και την άλ­λη η ηδυ­πά­θεια του χ, η ηδο­νι­κό­τη­τα του θ κ.ο.κ. Στην ιν­δο­ευ­ρω­παϊ­κή οι­κο­γέ­νεια π.χ. το α συν­δέ­ε­ται με το νε­ρό και βρί­σκε­ται σε λέ­ξεις που ση­μαί­νουν θά­λασ­σα, πο­τά­μι, ρυά­κι, βάλ­τος και το μ συμ­βο­λί­ζει το μυ­στι­κό, το μα­σκα­ρε­μέ­νο, το κρυμ­μέ­νο.
Η τε­χνι­κή του Υπερ­λε­ξι­σμού εί­ναι δύ­σκο­λη και επι­κίν­δυ­νη: Εκ­με­τάλ­λευ­ση, όπο­τε χρειά­ζε­ται, του συμ­βα­τι­κού συ­νειρ­μι­κού συ­ναι­σθη­μα­τι­κο-νοη­μα­τι­κού πε­ριε­χο­μέ­νου των φθόγ­γων και ιδιαί­τε­ρα των συλ­λα­βών, πού βρί­σκο­νται απαλ­λο­τριω­μέ­νες από την τρέ­χου­σα γλώσ­σα σαν λέ­ξεις ή τμή­μα­τα λέ­ξε­ων, και άλ­λο­τε πά­λι: απα­γκί­στρω­ση των φθόγ­γων και των συλ­λα­βών από την πα­ρα­δο­σια­κή συμ­βα­τι­κό­τη­τα, και ξα­να­κέρ­δι­σμα κά­θε φο­ρά από την αρ­χή της προ­κα­τα­κλυ­σμιαί­ας παρ­θε­νι­κό­τη­τας τους.
Να με­λε­τη­θούν ωρ­γα­νω­μέ­νες ενέρ­γειες και δια­δι­κα­σί­ες πού δεν οδη­γούν σε τί­πο­τα, όπως π.χ. η πα­ρέ­λα­ση, η λει­τουρ­γία, η ανα­μο­νή γέ­ρο­ντος σε κα­φε­νείο.
Να συ­στη­μα­το­ποι­η­θούν οι επα­φές και να με­λε­τη­θούν οι ανταλ­λα­γές όντων με­τα­ξύ τους, και ιδιαι­τέ­ρως αν­θρώ­πων.
Πα­ρα­δείγ­μα­τα: γά­τος με διά­νο, χο­ντρός βα­ρή­κο­ος ιδιο­κτή­της αν­θο­πω­λεί­ου, πε­νή­ντα πε­ρί­που ετών, με συ­νο­μή­λι­κο του νευ­ρω­τι­κό, ευ­έ­ξα­πτο λα­δέ­μπο­ρο, μυ­στι­κι­στής, βρα­δύ­γλωσ­σος ιδιω­τι­κός υπάλ­λη­λος με χο­ντρή, αλ­λοί­θω­ρη γε­ρο­ντο­κό­ρη.
Η τρέ­χου­σα γλώσ­σα εί­ναι ένας από δια­φό­ρους τρό­πους συμ­βο­λι­κής ση­μάν­σε­ως, εκ­δη­λώ­σε­ως και επα­φής. Στη Γε­νι­κή Ιστο­ρία της Εκ­φρα­στι­κής θα έπρε­πε να ση­μειω­θή σαν ένα ιδιό­τυ­πο ρεύ­μα, μια νέα μό­δα των τε­λευ­ταί­ων μό­λις χι­λιά­δων ετών, πού θα ονο­μα­ζό­ταν λε­ξι­σμός. Ο Υπερ­λε­ξι­σμός εί­ναι η ακρό­τα­τη δυ­να­τή προ­έ­κτα­ση της γλώσ­σας. Η ιδα­νι­κή προ­έ­κτα­ση του Υπερ­λε­ξι­σμού θα ήταν ένα εί­δος Υπερ-εκ­φρα­στι­σμού, αν εκτός από τους αν­θρω­πί­νους φθόγ­γους, εχρη­σι­μο­ποιού­ντο και οι φθόγ­γοι της φω­νής των ζώ­ων, κα­θώς και φθόγ­γοι πού θα μπο­ρού­σαν να πα­ρα­χθούν από ει­δι­κές συ­σκευ­έ­ς’ κι’ ακό­μα, αν προ­σε­τί­θε­ντο, σαν δο­μι­κό υλι­κό των συμ­βό­λων, τα χρώ­μα­τα, οι μου­σι­κοί τό­νοι, οι οσμές, οι γεύ­σεις κ.τ.λ. Και σε μια υπέρ­τα­τη δια­στο­λή: στοι­χεία και τρό­ποι της γλώσ­σας των μι­κρο­βί­ων, των εντό­μων ή των ψα­ριών, πα­ρα­στά­σεις πά­ρα- ή με­τά-αν­θρω­πί­νων αι­σθή­σε­ων εξω­γή­ι­νων όντων, η διά­στα­ση του δο­νη­τι­κού βά­θους κ.ά. — σε χρο­νι­κή πα­ρά­τα­ξη ή συγ­χρό­νως, σε υπε­ρεκ­φρα­στι­κές «συγ­χορ­δί­ες». Πα­ρά­δειγ­μα υπε­ρεκ­φρα­στι­κής πα­ρα­τά­ξε­ως: ακού­γε­ται Κ ακο­λου­θεί τα­χεία συ­στρο­φή και εξα­φά­νι­ση πρά­σι­νης γραμ­μής σε μαύ­ρο φό­ντο ανα­δί­δε­ται και χά­νε­ται αστρα­πιαία οσμή φτε­ρών κου­ρα­σμέ­νου κό­ρα­κος ακού­γε­ται Ρ δο­κι­μά­ζε­ται από­το­μη γεύ­ση με­λά­νης αντη­χεί κτύ­πη­μα ράμ­φους σε υά­λι­νο κώ­δω­να, σε λα έλασ­σον ξα­να­κού­γε­ται Ρ γί­νε­ται αι­σθη­τή ελα­φρά ηλε­κτρι­κή εκ­κέ­νω­ση στην άκρη του μι­κρού αρι­στε­ρού δα­κτύ­λου ακα­ριαίο δια­πλα­νη­τι­κό τζιζ δια­περ­νά τους εμπρό­σθιους λω­βούς του εγκε­φά­λου δέ­σμη μαύ­ρων γραμ­μών εκρή­γνυ­ται σε πρά­σι­νο φό­ντο ακού­γε­ται πά­λι Ρ γί­νε­ται αι­σθη­τό από­το­μο σύρ­σι­μο φτε­ρού κα­τά μή­κος της δε­ξιάς κνή­μης αντη­χεί κτύ­πη­μα ράμ­φους σε χάλ­κι­νο κώ­δω­να σε λα έλασ­σον ακού­γε­ται Α. Αυ­τό το σύμ­βο­λο θα σή­μαι­νε ίσως: «ο κό­ραξ θα λυ­πη­θή πο­λύ από­ψε». Πα­ρά­δειγ­μα υπε­ρεκ­φρα­στι­κών «συγ­χορ­διών»: μια από τις δυ­να­τές πα­ραλ­λα­γές του συμ­βό­λου γαδ:
γ πρά­σι­νο, σε ντο, οσμής αμ­μω­νί­ας, γεύ­σε­ως κα­νέλ­λας κτλ.
α κί­τρι­νο, σε ρε, οσμής γα­ρύ­φαλ­λου, γεύ­σε­ως βα­νίλ­λης κτλ.
δ πορ­το­καλ­λί, σε σι, οσμής μό­σχου, γεύ­σε­ως πι­κρα­μυ­γδά­λου κτλ.
Μια άλ­λη «λέ­ξη» γαδ, που θα απο­τε­λεί­το από τα ίδια ακρι­βώς συ­στα­τι­κά, αλ­λά με γ οσμής υδρο­θεί­ου, θα εί­χε με την προη­γού­με­νη μια μα­κρυ­νή συγ­γέ­νεια συ­νω­νυ­μί­ας.
Οι οπτι­κές τέ­χνες, όπως η δι­διά­στα­τη πα­ρα­στα­τι­κή (που με­ρι­κή της πραγ­μα­το­ποί­η­ση απο­τε­λεί π.χ. το σχέ­διο, ή η ζω­γρα­φι­κή), η κι­νη­τι­κή δι­διά­στα­τη πα­ρα­στα­τι­κή (π.χ. κι­νού­με­να σχέ­δια ή αυ­το­ε­ξε­λισ­σό­με­νοι πί­να­κες), η τρι­διά­στα­τη πα­ρα­στα­τι­κή (που με­ρι­κή της πραγ­μα­το­ποί­η­ση απο­τε­λεί π.χ. η γλυ­πτι­κή, η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή ή το σκη­νι­κό), η κι­νη­τι­κή τρι­διά­στα­τη πα­ρα­στα­τι­κή (που σαν ένα πρώ­το στά­διο της θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θή η πα­ντο­μί­μα ή ένας χο­ρός χω­ρίς μου­σι­κή, και που τα επό­με­να στά­δια της, π.χ. με αιω­ρού­με­νους χο­ρευ­τάς, με κι­νού­με­νους, αυ­ξο­μειού­με­νους, αυ­το­ε­ξε­λισ­σό­με­νους όγκους, όπως στους «όφεις του Φα­ραώ» από υδρο­κυα­νιού­χο υδράρ­γυ­ρο, κ.ά. δεν έχουν εφευ­ρε­θή ακό­μη), οι ακου­στι­κές τέ­χνες (και ιδιαί­τε­ρα μια παν-μου­σι­κή, που θα αξιο­ποιού­σε όλους τους δυ­να­τούς ήχους, σε όλους τους τό­νους, ύψη, συ­χνό­τη­τες και εντά­σεις, και κά­θε εί­δους κρό­τους, βόμ­βους, τριγ­μούς, συ­ριγ­μούς, φω­νές, ωρυ­γές και ψι­θύ­ρους, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας, εκτός από τα τε­τριμ­μέ­να όρ­γα­να, αντι­κεί­με­να και συ­σκευ­ές της κα­θη­με­ρι­νής χρή­σε­ως, της τε­χνι­κής ή του επι­στη­μο­νι­κού ερ­γα­στη­ρί­ου), οι μη εφευ­ρη­μέ­νες ακό­μη οσφρη­τι­κές, γευ­στι­κές, απτι­κές κλ. τέ­χνες (που χον­δροει­δώς μό­νον αντι­κα­θί­στα­νται προ­σω­ρι­νά από τις τε­χνι­κές της αρω­μα­το­ποι­ί­ας, της μα­γει­ρι­κής, της μα­λά­ξε­ως κλ.), και οι συν­δυα­σμοί τους, όσοι και όποιοι τρό­ποι τέ­χνης γε­νι­κά δεν με­τα­χει­ρί­ζο­νται τον λό­γο, βρί­σκο­νται σε μια πε­ριο­χή ωρ­γα­νο­μέ­νου αλε­ξι­σμού ή υπο- ή προ­λε­ξι­σμού, εκρη­κτι­κά γε­μά­τη από δυ­να­τό­τη­τες λε­ξι­κής και υπερ­λε­ξι­κής υπο­δο­χής και ερ­μη­νεί­ας. Να με­λε­τη­θούν:
1) Οι υπερ­λε­ξι­στι­κές κυ­ρί­ως δυ­να­τό­τη­τες αξιο­ποι­ή­σε­ως των ποι­κί­λων αυ­τών προ­λε­ξι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων.
2) Οι δυ­να­τό­τη­τες συν­δυα­σμών όλων των γνω­στών και δυ­να­τών μορ­φών τέ­χνης. Πα­ρά­δειγ­μα: Ο υπερ­βιω­τής (οι λέ­ξεις «θε­α­τής» ή «ακρο­α­τής» θα εκά­λυ­πταν ατε­λώς μέ­ρος μό­νο της ευ­ρύ­τε­ρης αυ­τής εν­νοί­ας) ευ­ρί­σκε­ται εις χώ­ρον θερ­μο­κρα­σί­ας 50°, το­πο­θε­τη­μέ­νος ερω­τι­κώς επί του σφα­δά­ζο­ντος ψυ­χρού σώ­μα­τος γορ­γό­νας, και συγ­χρό­νως βιοί: υπερ­με­γέ­θη κί­τρι­να μά­τια κη­τών, που ανοι­γο­κλεί­νουν σε κόκ­κι­νο βα­θύ φό­ντο τρι­διά­στα­της οθό­νης + εναλ­λασ­σό­με­νες οσμές ιχθυορ­ρο­δε­λαί­ων + γεύ­ση οτρα­κο­κα­λω­δί­ων ελα­φράς φορ­τί­σε­ως + απα­λή μυ­ζη­τι­κή επε­νέρ­γεια με­δου­σών στην αρι­στε­ρή μα­σχά­λη και στο δε­ξιό πέλ­μα + βαθ­μιαία ελάτ­τω­ση της βα­ρύ­τη­τος μέ­χρις αρ­χο­μέ­νου με­ταιω­ρι­σμού, ενώ από το υπέ­δα­φος έρ­χο­νται και χά­νο­νται, εν τω με­τα­ξύ, κε­ραυ­νι­κές συγ­χορ­δί­ες άρ­πας και από τη στέ­γη και τους τοί­χους αντη­χεί, από χο­ρό γυ­ναι­κεί­ων ψι­θύ­ρων η υπερ­λε­ξι­στι­κή προ­σευ­χή: «μά­θα - μά­θα - γου­νέ - λα­βακ­δάν, μά­θα - μά­θα - γου­νέ - λα­βακ­δα­ντάν».
Ση­μειω­τέ­ον ότι ο υπερ­βιω­τής θα μπο­ρού­σε να βρί­σκε­ται και εντός συ­σκευ­ής κα­τευ­θυ­νό­με­νων ονεί­ρων και να βιοί ανά­λο­γες κα­τα­στά­σεις διά κα­τευ­θεί­αν επε­νερ­γειών ατά αντί­στοι­χα εγκε­φα­λι­κά του κέ­ντρα. Συ­στοι­χί­ες τέ­τοιων συ­σκευών θα αντι­κα­θι­στού­σαν τους ση­με­ρι­νούς χώ­ρους δη­μο­σί­ων θε­α­μά­των. Οι υπερ­βιω­ταί θα κά­θο­νταν ο ένας πλάι στον άλ­λον — όπως πε­ρί­που σή­με­ρα οι γυ­ναί­κες με τις κά­σκες τους στα κομ­μω­τή­ρια — και θα με­τεί­χαν συγ­χρό­νως στους ίδιους ρό­λους∙ οι θη­λυ­κοί υπερ­βιω­ταί στο ανω­τέ­ρω πα­ρά­δειγ­μα θα μπο­ρού­σαν να βρε­θούν στον ρό­λο της γορ­γό­νας, άλ­λα και οι αρ­σε­νι­κοί, κα­τά βού­λη­σιν, σ’ αυ­τόν τον ρό­λο κτλ. Ο! υπερ­βιω­ταί αυ­τής της επο­χής εξάλ­λου θα ήσαν, κα­τά πά­σαν πι­θα­νό­τη­τα, ερ­μα­φρό­δι­τοι ή και πο­λύ­φυ­λοι. Με ανά­λο­γες συ­σκευ­ές θα επι­τυγ­χά­νο­νταν επί­σης ταυ­τό­χρο­να τη­λε­συμ­βιώ­μα­τα, πως π.χ. μια τη­λε­συ­νου­σία, που οι συμ­βιω­ταί θα βρί­σκο­νταν σε δια­φο­ρε­τι­κά ση­μεία του πλα­νή­τη ή και σε δια­φο­ρε­τι­κούς πλα­νή­τες. Ένα απώ­τε­ρο στά­διο αυ­τής της εξε­λί­ξε­ως θα ήταν η σύν-χυ­ση δυο ή πε­ρισ­σο­τέ­ρων «εγώ» στην ίδια συ­νεί­δη­ση, και αρ­γό­τε­ρα: η ορι­στι­κή σύν-χυ­ση δό­λων των «εγώ» σε μια υπε­ρη­δο­νι­κή πα­νε­γω­ϊ­κή μο­νο­συ­νει­δη­σία.
Μια πε­λώ­ρια σι­δε­ρέ­νια πόρ­τα, στα πα­ρα­μύ­θια, φρά­ζει την εί­σο­δο της σπη­λιάς των θη­σαυ­ρών. Ο μό­νος τρό­πος ν’ ανοι­χτή εί­ναι η εκ­φώ­νη­ση μιας και μό­νης λέ­ξε­ως. Ποιά να ήταν άρα­γε η μία και μό­νη λέ­ξη που θα πα­ρα­βί­α­ζε τη με­γά­λη πύ­λη του μυ­στι­κού της υπάρ­ξε­ως; Ίσως η για πρώ­τη φο­ρά στην ιστο­ρία αυ­τού του κό­σμου δη­μιουρ­γία του μα­γι­κού συν­δυα­σμού των φθόγ­γων της να εσή­μαι­νε την υπέρ­τα­τη, την τε­λι­κή λύ­ση. Θα σκί­ζο­νταν, λέ­ει, το κα­τα­πέ­τα­σμα του ου­ρα­νού, ένα συ­μπα­ντια­κό ξυ­πνη­τή­ρι θα γέ­μι­ζε εκ­κω­φα­ντι­κά το χώ­ρο, όλο αυ­τό το σκη­νι­κό εδώ θα δια­λύ­ο­νταν σαν κα­πνός, θα πε­τα­γό­μουν από τον σο­λι­ψι­στι­κό ύπνο μου, και θα γι­νό­μουν πά­λι ο Όσι­ρις, ο θε­ός ή ο διά­ο­λος πού ήμουν ανέ­κα­θεν, πού εί­μαι και τώ­ρα και δεν το ξέ­ρω.
Δο­κι­μά­ζω: βνά­θρ! βνά­α­θρ! βνά­α­α­θρ!
Τί­πο­τα. Τό­σο εύ­κο­λα δεν πρό­κει­ται να λή­ξη, ως φαί­νε­ται, αυ­τή η ιστο­ρία**.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΕΡ­ΛΕ­ΞΙ­ΣΤΙ­ΚΗ ΠΑ­ΡΑ­ΓΩ­ΓΗ

Η υπερ­λε­ξι­στι­κή πα­ρα­γω­γή του Ελευ­θε­ρί­ου Δού­για κα­λύ­πτει όλα τα εί­δη του λό­γου και όλους σχε­δόν τους κύ­κλους θε­μά­των. Ποι­ή­μα­τα, έπη, αφη­γή­σεις, θε­α­τρι­κά έρ­γα, κρι­τι­κές υπο­θε­τι­κών βι­βλί­ων, εκ­θέ­σε­ων, συ­ναυ­λιών, βιο­γρα­φί­ες μη­δέ­πο­τε γεν­νη­θέ­ντων με­γά­λων αν­δρών, ιστο­ρί­ες ανύ­παρ­κτων λα­ών, δη­μο­σιο­γρα­φι­κές πε­ρι­γρα­φές εφευ­ρη­μέ­νων γε­γο­νό­των, επι­στη­μο­νι­κές συγ­γρα­φές με διε­ξο­δι­κές ανα­λύ­σεις πε­ριέρ­γων αι­σθη­μά­των και κα­τα­στά­σε­ων, σχέ­σε­ων όντων, ερω­τι­κών δια­δι­κα­σιών, τρό­πων βα­σα­νι­στη­ρί­ων, συμ­πτω­μά­των νό­σων, εκτε­λέ­σε­ως πει­ρα­μά­των, μα­γι­κών συ­ντα­γών, λει­τουρ­γί­ας συ­σκευών, λε­ξι­κο­γρα­φι­κές ερ­γα­σί­ες και γραμ­μα­τι­κές της γλώσ­σας του, τα­ξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις από απί­θα­να μέ­ρη, δι­κα­νι­κοί λό­γοι ασύλ­λη­πτα πε­ρί­πλο­κων υπο­θέ­σε­ων, έγ­γρα­φα, πρω­τό­κολ­λα, κρυ­πτο­γρα­φι­κοί κώ­δι­κες πρω­τά­κου­στων υπη­ρε­σιών, παι­χνί­δια και πα­ρα­μύ­θια για τα παι­διά, οδη­γοί κα­λής συ­μπε­ρι­φο­ράς, ύμνοι και προ­σευ­χές φα­ντα­στι­κών θρη­σκειών και πλεί­στα όσα άλ­λα. Αι­δώ, εν­δει­κτι­κώς μό­νο, μια βια­στι­κή επι­λο­γή από έρ­γα και ευ­ρή­μα­τα:
Ρού­δια — ρού­δια τα κα­λά με ΜΕ.
(Τρα­γου­δι­στή δου­γι­κή «κα­λη­μέ­ρα», το­νι­σμέ­νη στο μο­τί­βο της «αρ­πα­γής από το σε­ράι» του Μό­τσαρτ).
Ως λέ­γει και o πο­λύς εκεί­νος Ταμ­βού­κιος.
(Εν ονό­μα­τι του δό­θη­καν εξαι­ρε­τι­κά ευ­φά­ντα­στες ερ­μη­νεί­ες της Βί­βλου, στο μά­θη­μα των θρη­σκευ­τι­κών. Ο Ταμ­βού­κιος άρ­χι­σε να γί­νε­ται ύπο­πτος, όταν προ­χώ­ρη­σε μέ­χρι: «Ηλία! Ηλία! Πες του Λα­μά να μού φω­νά­ξη τον Σα­βα­χθα­νή»).
Οξυ­πα­τρί­στα­τε, εθνο­φλυ­γέ­στα­τε και αλ­λη­λο­χρή­μα­τε Βαρ­βά­κη!
(Από απορ­ρι­φθέ­ντα πα­νη­γυ­ρι­κό λό­γο).
Βρου­βρού­ζι το βρου­βρού­ζι γε­μί­ζει το αρ­βού­ζι.
(Πρώ­τη υπερ­λε­ξι­στι­κή πα­ροι­μία).

Ο ΛΙ­ΛΙΟΣ

Χα­ρού­με­να δρου­βού­δι­ζαν και ζου­πη­χτά βρυ­ξού­ζαν.
Μα μό­λις εί­δαν τον Λι­λιό, επέ­σαν και ζι­ζί­βαν.

ΤΑ ΑΠΡΑ­ΓΑ­ΔΙΑ

Ρει­θρα­δια­σμέ­να στα μου­χτιά αμ­μω­νό­νε­ρα,
Κά­νο­ντας χθου καί πθου,
Στις τσί­νιες και στις γά­βω­νιες:
Τα ανα­μπου­φτούρ­δι­σμα,
Και το κα­κό πι­τσι­πι­τού
Στο γιό του Φι­φλι­τζή,
Ζού­νε τα απρα­γά­δια.

ΦΟΥΓ­ΣΑ­ΦΟ­ΠΛΗ­ΞΙΑ

Γρασ­σο­σι­δε­ρο­ζού­πη­χτα, σφι­χτο­γραμ­μο­φρι­κιού­ντα,
Ατμο­τσου­κνι­δο­μέ­θυ­στα, τα­πει­νο­μα­δε­ρό­βια,
Ομα­δο­φυ­το­νεί­ρι­κα, αλ­λη­λο­εκ­χυ­τά­τα,
Τυ­φλο­μη­χα­νο­φό­βι­στα, και όλα μα­ζί: Φρι­ζέ­λι.
Κει που δια­δο­χαυ­νί­ζα­νε κι’ αυ­το­θο­λο­γου­στώ­ναν,
Ενας τους ξάφ­νου αρ­χι­νά να υπερ­φρι­ζε­λί­ζει:
Υπο­σκο­τει­νο­μνή­μι­κα τρο­χο­βομ­βο­παρ­μέ­νο
Οσφρη­το­μαγ­γα­νέλ­κε­ται απ’ του Φου­τσάφ το ούα,
Και θρα­σο­στυ­σο­φύ­τρω­τα λο­κο­μο­το­τρο­πί­ζον,
Ρα­γο­σκαρ­φα­λα­πλώ­νε­ται και λα­γνο­πε­ριερ­γεύ­ει.
Μα το Φου­τσάφ επέ­ρα­σε ζα­βο­μπλα­χνια­ρι­σμέ­νο,
Βα­ρυ­πα­τη­κο­μπού­χτι­κο, θα­να­τη­δο­νο­θλά­χνο,
Και το με­ταλ­λο­ψυ­χο­πά­στο­κολ­λη­μά­ξια­σε.

ΘΡΑ­ΠΑ

Ο Γα­βου­νές ο Μα­μου­νές, ο Πα­στρο­κω­λα­ρά­κης,
Ο λα­γναρ­μέ­νιος Μπι­θου­λιάν και οι δυό σια­μαί­οι Βού­ζοι,
Ολό­κλη­ρα με­ρό­νυ­χτα συ­νέ­χεια θρα­πα­κιά­ζαν:
Μέ­σ’ στο βουρ­κί του μα­γα­ζιού του Μπι­θου­λιάν χλι­χλί­βαν,
Του­μπο­κορ­δω­μπα­χλιά­ζο­νταν, λυσ­σο­βου­το­πα­φτιά­ζαν,
Tρε­μου­λο­πε­φτο­θρί­α­ζαν, ια­χο­γαυ­λιού­σαν,
Εναλ­λασ­σοπ­θα­κί­ζο­νταν κι’ άλ­λη­λο­σφι­χτο­μπλά­φαν
Κά­ναν ο ένας τ’ αλ­λο­νού λα­χτάρ - κα­που­λο­φρί­ξεις,
Κοι­λιο­δο­ντο­τσικ­δι­σμούς και φτερ­νο­σβερ­κο­τρίγ­για.
Ο Γα­βου­νές βαυ­λά­κι­σε τον Πχα­τρο­κω­λα­ρά­κη.
Οι Βού­ζοι μα­κλα­τέ­ψα­νε του Γα­βου­νέ τα οπί­σθια,
Και ξα­να­βαυ­λα­κί­σα­νε τον Πα­στρο­κο­λα­ρά­κη,
Ο Μπι­θου­λιάν γλι­βδί­κω­σε τρία αφτιά των Βού­ζων,
Κι’ ο Μα­μου­νές τζι­τζί­φτι­σε του Μπι­θου­λιάν τα ού­λα.

Την πρώ­τη μέ­ρα πλά­ντα­ξε ο Πα­στρο­κω­λα­ρά­κης.
Κι’ ό,τι έμε­νε απ’ τον Μπι­θου­λιάν τη δεύ­τε­ρη εβυ­θί­σθ∙
Και θά­σπι­φε μέ­σ’ στο βουρ­κί, που πη­χτο­γλοιο­γλού­σε
Απ’ τον κρε­α­το­σί­ε­λο και την ιδρω­μυ­ε­λόρ­ροια
Των θρα­πι­κών. Και το πρωί της τρί­της πια ημέ­ρας
Οι μεν ήταν του θα­να­τά, και οι Βού­ζοι ξε­κολ­λή­σαν.

Η ΦΑ­ΦΑ­ΝΑ

Ημι­τε­λές έπος, πού σώ­θη­κε σε ση­μειώ­σεις και προ­σχέ­δια. Υπό­θε­ση: Η Φα­φά­να εί­ναι ένα κο­λοσ­σιαίο νε­φέ­λω­μα. Ο χρό­νος της ζω­ής του με­τριέ­ται σε «αμπα­χα­με­ρί­ες». Η «αμπα­χα­με­ρία» υπο­διαι­ρεί­ται σε δώ­δε­κα «αερ­ζί­βια», που το κα­θέ­να τους, στη δι­κή μας μέ­τρη­ση, θ’ αντι­στοι­χού­σε σε εκα­τομ­μύ­ρια αιώ­νες.
Κά­θε τέ­ταρ­το «αερ­ζί­βιο της αμπα­χα­με­ρί­ας» έρ­χε­ται από τα βά­θη του χώ­ρου ο «Αχνά­ρης», ένα ον με­γέ­θους μι­κρο­βί­ου πε­ρί­που, αιω­ρεί­ται για λί­γο πά­νω από τη Φα­φά­να, και της κά­νει: «χφ». Ύστε­ρα χά­νε­ται πά­λι, για να επι­σκε­φθή άλ­λα νε­φε­λώ­μα­τα, με τα οποία έχει ίσως ανά­λο­γες σχέ­σεις. Απ’ αυ­τό το «χφ» ζη η Φα­φά­να. Όταν πλη­σιά­ζη το τέ­λος της «τε­τρα­ερ­ζι­βί­ας», η Φα­φά­να βρά­ζει από ορ­γα­σμό αγω­νιώ­δους προ­σμο­νής και ο «Αχνά­ρης» εμ­φα­νί­ζε­ται πά­ντα ακρι­βώς στην τα­κτή προ­θε­σμία και της ξα­να­κά­νη: «χφ».
Απει­ρά­ριθ­μες «αμπα­χα­με­ρί­ες» έχουν πε­ρά­σει έτσι, όταν μια φο­ρά κα­τα­φθά­νει πά­λι ο «Αχνά­ρης», πα­ρα­μέ­νει με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα πε­ρισ­σό­τε­ρο του συ­νή­θους αιω­ρού­με­νος από πά­νω της, και εκεί που η Φα­φά­να έχει φθά­σει στο άκρον άω­τον πια της αντο­χής της, αντί να της κά­νη «χφ», της κά­νει: «χθ». Επί­τη­δες άρα­γε; Από σύγ­χυ­ση της Φα­φά­νας με άλ­λο νε­φέ­λω­μα; Από βλά­βη του μη­χα­νι­σμού του; Τα ερω­τή­μα­τα αυ­τά θα μεί­νουν αιω­νί­ως ανα­πά­ντη­τα. Το απο­τέ­λε­σμα πά­ντως εί­ναι τρα­γι­κό για τη Φα­φά­να. Με το «χθ» αυ­τό δη­μιουρ­γού­νται αστρα­πιαία μέ­σα της θα­να­τη­φό­ρες αστρι­κές ζυ­μώ­σεις, πα­θαί­νει οξείς νε­φε­λω­μα­τι­κούς σπα­σμούς, που απο­κο­ρυ­φώ­νο­νται σ’ ένα εί­δος γα­λα­ξια­κής επι­λη­ψί­ας, και εν συ­νε­χεία ψο­φά­ει, αφυ­λο­ποιεί­ται και εξα­φα­νί­ζε­ται για πά­ντα.
Εδώ, με­ρι­κές σι­βυλ­λι­κές ση­μειώ­σεις του Ελευ­θε­ρί­ου Δού­για, και ένα σχε­δί­α­σμα της αρ­χής του έπους, από τη διά­πλα­ση της Φα­φά­νας μέ­σα από το χά­ος.

Εφιάλ­της πτώ­σε­ως κε­φα­λιού καρ­φί­τσας σε ακί­νη­το ωκε­α­νό.
Εξα­φά­νι­ση του άρ­ρε­νος στη φα­φα­νι­κό­τη­τα του θή­λε­ος.
Το μέ­γι­στο και το ελά­χι­στο εί­ναι ίσα.
………………………………………………………………………………………
.....α ... .α .. .α . .α .α
αα­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­α­αα
aaaaahaaaahaaahaahah
hhhhhxhhhhxhhhxhhxhx
xxxxxjxxxxjxxxjxxjxj
j τ ... j ττ.„ j τττ . .
τβ ... β ... ββ ... βββ.....
β φ ... φ ... φ φ ... φ φ φ ...
φα...φαα...φα­αα...
φά­φα — φά­φα — φά­φα — φάν.
φα... φά.,.να,φα .. φά .. να.
φα­φά­να...........................

ΑΠΟ ΥΠΟ­ΘΕ­ΣΕΙΣ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΑ­ΤΩΝ

«Η ΓΕ­Ω­ΠΑ­ΤΑ­ΘΙΑ­ΣΗ»

...Ένας γε­ω­πα­τα­θια­σμέ­νος υπάλ­λη­λος εγκα­τα­λεί­πει το πάρ­κο, ξα­να­γυ­ρί­ζει στο γρα­φείο του και ζη­τά­ει να συ­νέ­χι­ση τη δου­λειά του. Ο προϊ­στά­με­νος και οι συ­νά­δελ­φοί του γί­νο­νται έξω φρε­νών. Του λέ­νε ότι εί­ναι γε­ω­πα­τα­θια­σμέ­νος και ότι δεν έχει καμ­μιά δου­λειά εκεί πια. Αυ­τός επι­μέ­νει, γί­νε­ται με­γά­λος σα­μα­τάς και κα­τα­φθά­νει η αστυ­νο­μία. Με την βο­ή­θεια της αστυ­νο­μί­ας, τον παίρ­νουν, τον ξα­να­πά­νε στο πάρ­κο και τον γε­ω­πα­τα­θιά­ζουν πά­λι, για κα­λά αυ­τή τη φο­ρά.

«ΤΟ ΛΑ­ΧΘΑ»

Πλή­θος πι­στοί συ­νω­στί­ζο­νται, λι­μώτ­το­ντες και ετοι­μο­θά­να­τοι, κά­τω από ένα μπαλ­κό­νι, και πε­ρι­μέ­νουν να βγή ο Αβα­γλα­ώρ να τους σκορ­πί­ση το σω­τή­ριο λά­χθα. Πολ­λοί έχουν αρ­χί­σει κιό­λας ν’ αμ­φι­βάλ­λουν δεν θα βγη πο­τέ ο Άβα­γλα­ώρ και με­ρι­κοί προ­χω­ρούν μέ­χρι και να υπο­ψιά­ζο­νται ότι ο Αβα­γλα­ώρ δεν μέ­νει καν εκεί. Δεν έχουν δί­κηο. Εκεί μέ­νει ο Αβα­γλα­ώρ, και η μπαλ­κο­νό­πορ­τα ανοί­γει κά­πο­τε πράγ­μα­τι και ο Αβα­γλα­ώρ βγαί­νει. Τους λέ­ει όμως, κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά, ότι δεν πρό­κει­ται να τους σκορ­πί­σει λά­χθα, για­τί δεν υπάρ­χει κα­θό­λου, και να πά­ψουν να τον σκο­τί­ζουν και να ση­κω­θούν να φύ­γουν με το κα­λό, να μην ανα­γκα­σθή να τους ρί­ξη λί­χθι, και αλ­λοί­μο­νό τους. Και κλεί­νει πά­λι την μπαλ­κο­νό­πορ­τα και χά­νε­ται. Αυ­τό, φυ­σι­κά, τους απο­γοη­τεύ­ει όλους πά­ρα πο­λύ.

«ΤΟ ΜΠΟΥ­ΘΙ»

Το Μπού­θι εί­ναι ένα έκ­φυ­λο με­γα­θή­ριο, που λυ­μαί­νε­ται την πε­ριο­χή Μου­δά­γκα. Από σκα­τζό­χοι­ρο μέ­χρι ελέ­φα­ντα και ιθα­γε­νή, δεν έχει αφή­σει κα­νέ­ναν που να μην έχη επα­νει­λημ­μέ­νως ασελ­γή­σει μα­ζί του κα­τά τον αι­σχρό­τε­ρο τρό­πο. Μια μέ­ρα συ­να­ντά τον μό­λις αφι­χθέ­ντα Ιε­ρα­πό­στο­λο Ιε­ρώ­νυ­μο Τέγ, τον κα­τα­διώ­κει και τον απο­κλεί­ει σε μια σπη­λιά. Πα­ρά τις προ­σευ­χές του — αλ­λά και τις συ­νε­χείς φλα­μο­λύ­σεις του αχώ­ρι­στού του πί­γκι - πί­γκι — ο Ιε­ρώ­νυ­μος Τέγ δεν θα μπό­ρε­ση να γλυ­τώ­ση. Το Μπού­θι θα τον μα­κλα­θα­ρώ­ση τε­λι­κά και θα διά­πρα­ξη μα­ζύ του, γλου­το­βλεν­νώ­σεις, οπι­σθο­πε­θου­σί­ες, καί άλ­λα ακα­τα­νό­μα­στα όρ­για.

Βι­βλιο­γρα­φία

Με σχο­λα­στι­κή τά­ξη συ­γκέ­ντρω­σε ο Ελευ­θέ­ριος Δού­γιας τη διε­θνή βι­βλιο­γρα­φία επί του έρ­γου του. Για τους εν­δια­φε­ρο­μέ­νους πα­ρα­τί­θε­νται με­ρι­κές από τις βα­σι­κές με­λέ­τες, που συ­νι­στού­σε ο ίδιος, κα­θώς και επι­λο­γή από μο­νο­γρα­φί­ες για τα δη­μο­σιευό­με­να εδώ κομ­μά­τια.
Επί­ση­μες εκ­δό­σεις: Ο Υπερ­λε­ξι­σμός ως έκ­φαν­σις του Τρί­του Ελ­λη­νι­κού Πο­λι­τι­σμού, από τον Ο.Ε.Σ.Β. — Gradus ad Parnassum Hyperlexisticum, με τον ωραίο υπό­τι­τλο: Credo in Hyperlexismum, expressorem visibilium omnium, et invisibilium, στην Casa Editrice Vaticana — Soldatenhandbuch des Arischen Hyperlexismus, από το Kulturdezernat der Wehrmacht — Iperlexismo come arte dell’ espressione fascista, ως editione per la milizia e la giovinezza — The study of Hyperlexism, από το Churchill Foundation for the advancement of modern Greek poetry — Problemy Hyperlexeskogo Stikhoslozhenye, βρα­βεί­ον Στά­λιν. Πο­λύ εν­δια­φέ­ρου­σες: Actes du Congrès de la Fédération Internationale des Ecoles Hyperlexistes, Athènes 1941, όπου εκ­θέ­τουν τις από­ψεις τους και οι εκ­πρό­σω­ποι των έγ­χρω­μων λα­ών. — Από γε­νι­κές πραγ­μα­τεί­ες συ­νι­στώ­νται ιδιαι­τέ­ρως: C. Bruford: Hyperlexism, its aims and methods — J. Meillet: Guide illustré de l’hyperlexisme — B. Riemann: Allgemeine Hyperlexistik — A. Migliorini: Orientamenti critici di lingua e di litteratura iperlexista — D. Rodriguez: Prolegomenos a la teoria hyperlexistes — Από ει­δι­κές πραγ­μα­τεί­ες για το ύφος: F.C. White: The stylistic interpretation of hyperlexic texts — S. Quentin: Le style hyperlexiste et ses techniques — G. Marholz: Vorarbeiten zu einer Philosophie des hyperlexistischen Stils — S. Farinelli: La stilistica iperlexista — J. Fernandez: Introducción a la estilistica hyperlexista, — Με πολ­λές πρα­κτι­κές εφαρ­μο­γές: G. Mc. Warren: A grammar of hyperlexic metaphor — Β. Glockner: Hyperlexistische Stilübungen — Από λε­ξι­κο­γρα­φι­κές ερ­γα­σί­ες: G. Busemann, A. Moog, Κ Schiücking: Hyperlexistisches Etymologisches Wörterbuch, ως τώ­ρα ο όγδο­ος τό­μος μέ­χρι το BL, δείγ­μα γερ­μα­νι­κής φι­λο­πο­νί­ας, απα­ραί­τη­το όρ­γα­νο δου­λειάς — C. Fréville et R. Maury: Dictionnaire des rimes hyperlexiques, δώ­δε­κα τό­μοι, μέ­χρι το... aca, με αρ­κε­τές ελ­λεί­ψεις, θα συ­νε­χι­σθή — Από μο­νο­γρα­φί­ες για την Ελ­λά­δα: Α. Α. Taylor Hyperlexism and folklore in Greece — M. Combarieu: Les maîtres de la sensibilité néo-grecque. — K. Wind: Der griechische Hyperlexismus in der Metaxas-Ära. — D. Brower: Economic forces and hyperlexism in Greece. — B. Gourmont: Le Mécénat et l’organisation du crédit hyperlexiste en Grèce. — Από ει­δι­κές μο­νο­γρα­φί­ες: Για τoν «Λι­λιό»: Β. Mc. Jackson: Two meanings of Druvudism. — F. Petersen: Druwudisieren als Entdeckung des Seins. — D. Michaud: Lilios et le sens des apparitions brusques. — R. Caillet: Le zizivisme à la lumière du materialisme historique. — Για τον «Απρα­γά­δια»: S. Verrier: L’immaculée conception chez les gavonies — C.W. Shipley: The «evil pitsipitoo» in a changing world — Μ Buhler: Fiflitzis und die Vatertötung — Για την «Φου­τσα­φο­πλη­ξία»: Β. Calcaterra: Etimologia e storia del termine «Frizeli» — D. Mercker: Systematische Darstellung der Grundsätze des Frizeli-Seins — S. Lovejoy: Creative intuition in Locomototropism — A. Meyer: Lokomototropismus im Lichte der psychoanalytischen Forschung — D. Dufrenne: Locomototropisme, vertige et amour — L. C. Holloway: Pure and impure Locomototropism — M. Etienne: L’experiénce locomototropique — H. Ehrenfeld: Futsaf: das oder die? Versuch einer sprachpsychologischen Analyse — L. Cherel: La phenomenologie de l’objet foutsafique. — T.M. Unger: Im Banne des Futsaf. — G. Souriau: Ou va le Foutsaf? — Για την «Θρά­πα»: W. Bloom: The thrapic age. — K. Auerbach: Das thrapische Antlitz der Gegenwart — C. Girard: Bilan thrapique du XXe siècle. — G. Schiaffini: Il sogno di un trapismo mondiale. — D. Dulles: The thrapic man in search of his soul. — T. Staiger: Welthaltung des thrapischen Menschen. — O. Richardson: What is thrapic truth? — H. Elster: Die Soziologie des thrapischen Verbaltens. — A. L. Russel: Freudianism and the thrapic mind. — P. Williamson and T. Frye: Gavunes and Mamunes: A psychopathological sketch. — B. Vossler: Körperbau und Charakter der Wusen. — J. Brunot: Les Vouzes au point de vue sociologique. — K. Esbekurian: Bithoulian n’etait pas arménien — U. Bertoni: Pastrocolaraco e il suicidio. — Z. Bonnet: Les origines indo-européennes du radical «vavlac». — του ιδί­ου: Comment définir la vavlaquisation? — R. Knauer: Grundzüge des thrapischen Wawlazismus. — D. Goodman: On the discrimination of Vavlacism. — Για την «Φα­φά­να»: D. Stanford: The structure of fafanic worlds. — G. Winkler: Vom Werden und Wesen der Fafana — Th. Barat: Espaces fafaniques et quatrième dimension. — B. O’Donnel: The origin of Fafana and the book of genesis. — R. Weinberg: Der Grundbegriff des Fafanischen bei den Vorsokratikern — V. Borgese: Fafana, mondo mistico. — W. Burke: Fafana and the unconscious. — Του ιδί­ου: Sex and symbolism in fafanic poetry. — J. Thibaudet: La notion de retours périodiques dans l’epopée de Fafana. — B. Rylands: Achnaris: its meaning and scope. — H. Moreau: Χφ, ou l’émanation divine.


* Το κεί­με­νο «Πε­ρί υπερ­λε­ξι­σμού, κει­με­νο­κολ­λή­σε­ως και αθα­να­σί­ας» του Αλέ­ξαν­δρου Σχι­νά δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό «Πά­λι – ένα τε­τρά­διο ανα­ζη­τή­σε­ων» τεύ­χος 2-3 σελ. 118 που εκ­δό­θη­κε το 1964. Εδώ βρί­σκε­ται κα­τά­λο­γος με τα πε­ριε­χό­με­να όλων των τευ­χών του πε­ριο­δι­κού και την ει­σα­γω­γή του πρώ­του τεύ­χους. Ο Γιώρ­γος-Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης γρά­φει σχό­λια και πα­ρου­σιά­ζει τα πε­ριε­χό­με­να και ει­κό­νες εξω­φύλ­λων απ’ το Πά­λι κα­θώς και ει­κό­νες απ’ τις σε­λί­δες του πε­ριο­δι­κού στο Dim/Art.
Αξί­ζει της προ­σο­χής η ορ­θο­γρα­φία της επο­χής εκεί­νης – πριν την απλο­ποί­η­ση που επήλ­θε με την υιο­θέ­τη­ση της δη­μο­τι­κής και την εγκα­τά­λει­ψη του πο­λυ­το­νι­κού. Δυ­στυ­χώς, το κεί­με­νο εδώ έχει με­τα­τρα­πεί σε μο­νο­το­νι­κό.

Γρά­φει ο Νά­νος Βα­λα­ω­ρί­της: «... τον πα­ρου­σί­α­σα με τα κεί­με­να για τον μυ­θι­κό υπερ­λε­ξι­στή Ελευ­θέ­ριο Δού­για στο τεύ­χος 3-4 του ΠΑ­ΛΙ, ένα πρό­σω­πο κα­τα­σκευα­σμέ­νο, πι­θα­νόν ένα άλ­λο εγώ, του ίδιου. Το κεί­με­νό του ένα μα­νι­φέ­στο ολο­κλη­ρο, αξί­ζει να ξα­να­τυ­πω­θεί με σχό­λια, απ’ τους λί­γους συ­νυ­πάρ­χο­ντές του, και ισχύ­ει ακό­μα και πο­λύ με­τά από την τε­λευ­ταία κί­νη­ση του Γλωσ­σο­κε­ντρι­σμού, στην Αμε­ρι­κή κυ­ρί­ως, αλ­λά με ρί­ζες στην ευ­ρω­παι­κή θε­ω­ρία και πρα­κτι­κή, και της οποί­ας οι δια­τυ­πώ­σεις πλη­σί­α­ζαν κα­τα­πλη­κτι­κά τα λε­γό­με­να του Λευ­τέ­ρη Δού­για, για την δια­στρε­βλω­μέ­νη χρή­ση της γλώσ­σας ή ακό­μα και την κα­τάρ­γη­σή της από τον Λετ­τρι­σμό, με τον οποίο συγ­γε­νεύ­ει. Το κεί­με­νο για τον Δού­για εί­ναι και πο­λύ δια­σκε­δα­στι­κό, γε­μά­το πα­ρω­δί­ες γνω­στών ποι­η­τών, γραμ­μέ­νο χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή ψευ­δο­σο­βα­ρό­τη­τα άλ­λων τέ­τοιων γρα­πτών, με χιού­μορ, απα­ραί­τη­το στοι­χείο του μο­ντερ­νι­σμού και της πρω­το­πο­ρεί­ας. Αντά­ξιο ενός ΟΥ­ΛΙ­ΠΟ.»
Ο Σχι­νάς έχει εκ­δό­σει δύο μό­νο βι­βλία, όπως ανα­φέ­ρει το
 βι­βλιο­net. Eί­ναι εξα­ντλη­μέ­να. Ψά­χνω να τα βρω σε πα­λαιο­πω­λεία. 
 Συν­διευ­θυ­νταί της Βαρ­βα­κεί­ου Προ­τύ­που Σχο­λής. 
 Γυ­μνα­στής και κέρ­βε­ρος επί της τη­ρή­σε­ως των χρη­στών ηθών εντός και εκτός της Σχο­λής. 
§ Κα­θη­γή­τρια των τε­χνι­κών. 

** Η ιστο­ρία έλη­ξε το 1949. Η λέ­ξη ήταν: φυ­μα­τί­ω­ση.