Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012


Χειμώνειες Αναφορές

Η επαφή με έναν δημιουργό λειτουργεί ως πρότυπο και ως απόδειξη προσωπικής μετριότητας. Τις παρακάτω δοκιμές, είναι ο πυκνός λόγος του Γιώργου Χειμωνά που τις ενέπνευσε. Δεν επιζητούν διακρίσεις ή θαυμαστικά. Απλώς υπάρχουν. Ας θεωρηθούν, λοιπόν, μια απόδοση τιμής στον Χειμωνά που κάποτε σφράγισε εποχές που με καθόρισαν. 

  

14-2-97

Ομορφιά
Απάνθρωπη
Μας κατακλύζεις
Μας συγκινείς
Μας διαμορφώνεις.

Ποιος μελλοντικά
Θα τολμήσει
Να μας αθωώσει;



2-1-98

Στο περιθώριο των υδάτων
Κρότος πολύς.
Το δέος αντίπαλο,
Επιστρατεύεται προς τέρψη
Ή συμμόρφωση.

Λευκές οι πρώιμες απόψεις
Ενίοτε σπονδυλωτές
Μορφάζουν στη σκηνή
Παρέχοντας στο μέλλον
Χρώσεις ελπιδοφόρες.

Ό,τι τελικά επικρατεί
Είναι μια έκταση σιγής.
Ένα γρασίδι μηρυκαστικό.
Χώρος διαθέσιμος
Στον αντιπάροχο.

Ο χρόνος στοχεύει
Σε μοιραίο τέλος.
Αυτό κατανοούμε
Μ’ αυτό διάγουμε
Γι αυτό υπάρχουμε.

Οι στιγμές μάς ανήκουν
Απλά ως ανάμνηση.
Απροσπέλαστοι οι άλλοι
Και εις πείσμα υγιείς,
Υπάρχουν.



25-1-98

Η προσέγγιση έχει τη χάρη της.
Στο πυκνό δίχτυ των δυνατοτήτων
Κάθιδρη καραδοκεί
Η αυριανή ιστορία.

Η προσπάθεια συνεχίζεται
Προσεκτικά έως αθόρυβα
Τα λόγια ελάχιστα, επιφυλακτικά,
Οδηγούν και προτρέπουν.

Ροή μεγίστη πληροφοριών
Παρέχουν οι ματιές
Όταν συμπίπτουν, παρά τα χέρια
Όταν αγγίζουν.



25-1-98

Κατακάθεται
Μια στάχτη σιωπή
Πάνω στις σημασίες
Της ζωής μου.

Αποτελώ συγκροτημένο
Προϊόν τυχαίων
Προσωπικών επιλογών
Ή άλλων.

Πάντα το ελάχιστο
τρομοκρατεί
Θεό και άνθρωπο.



25-1-98

Στολίζουν
Την ψυχή μου
Ακριβές εκφράσεις.
Τουλάχιστον αυτό νομίζω
Καθώς συνειδητά βαδίζω
Στα σαθρά υπολείμματα
Ενός τετελεσμένου έρωτα.

Η τιμωρία έπεται.
Βίαια εν τέλει η ψυχή
Τις πράξεις διογκώνει των ανθρώπων.



28-1-98

Ανάγκη να θεωρήσω τα αισθήματα
Ως ψήγματα ουσίας
Ως στίγματα ασθενείας
Ως θυμό εκ γενετής
Που την ψυχή,
Ως αρχές σεβάσμιες,
Λαμπρύνουν.



30-1-98

Στων φίλων τις προσόψεις
Εγχάρακτη μια προσοχή
Αντιστέκεται στη μοίρα.

Ό,τι δημιουργήθηκε δημιουργεί
Αθάνατη ουσία
Σε ραγισμένα πρότυπα.

Κόπος απέραντος
Συντρέχει τις σημασίες
Ταράζοντας τον ύπνο.

Πεθαίνουνε τα πράγματα
Που μέσα μας εκπίπτουν.

Τυχαία θύματα μια άγνωστης
Σ’ εμάς δικαιοσύνης.

  

14-2-98

Έγερση εκ νέου πιθανή
Λέξεις, κινήσεις, πράξεις
Στοχεύουν ίσως
Σε παλιγγενεσία ερωτική.

Μνημονεύω
Μια πανσέληνο εν εξελίξει
Μια οσμή διεισδυτική
Μια αφή επιτρεπτική.

Κόρη μελλούμενη
Δόντια στα δόντια μου
Βλέμμα βαθύ. Ποιον άραγε και πώς
Πρόκειται ν’ αναλώσεις;



15-2-98

Γελάμε και μιλάμε
Λέξεις ξεχασμένες σε γιορτές.
Του θανάτου φτηνά φαγητά,
Αγαπημένα. όταν μας προσέχει.

Πίσω απ’ των σκέψεων τις προσόψεις
Πάντα μια ενδεχόμενη άνοιξη θα ορίζει
Με μυστικά συμβόλαια τις
Νέες αποχρώσεις των συναισθημάτων.

Γνώση, άχραντη και
Απέραντη της ψυχής μου
Ερημιά.



23-2-98

Βιώνω έναν έμμονο σκοπό
Ένα διανοητικό μαρτύριο
Καθώς απεμπολώ
Επιθυμία σημαντική.

Του νέου μου σπιτιού
Ο πρώτος θάνατος.

...γιατί ευτυχία υπάρχει μοναχά στη μνήμη...

Όψεις όμορφες μολυσμένες εξ υπαρχής
Βουρκωμένες απ’ την πολλή ψυχή,
Πρόσωπα λαμπρά, τελειωτικά,
Στενάζουν στους βυθούς νοητικών διαδρομών.

...γιατί ευτυχία υπάρχει μοναχά στη μνήμη...

Κυριευμένος από την ψυχή μου.
Έχοντας πράξεις κατά νου σφοδρές
Υφίσταμαι σε χώρους,
Σε σκέψεις, σε ασυνέχειες χρονικές.

Της νέας μου ζωής
Η πρώτη θλίψη.

...γιατί ευτυχία υπάρχει μοναχά στη μνήμη...

Ήχος μέγας ως φως
Φωτίζει τις απέραντες αναστολές.
Μήτε κι ο θάνατός μας
Προλαβαίνει την αλήθεια.

...γιατί ευτυχία υπάρχει μοναχά στη μνήμη...

Θαυμάζω εν τέλει όλες τις ψυχές
Όταν τολμούν και συντελούνται.

  

28-4-98

Ένα παιχνίδι
Μια σκοτεινή σχεδόν ανάγκη
Στης ψυχής κάποια γωνιά
Μας οδηγεί
Άλλοτε ως απλούς περίεργους
Άλλοτε ως ταπεινούς προσκυνητές
Άλλοτε ως ανόητους πιστούς
Κάποιες φορές ως δυστυχείς συνειδητούς
Με βήματα διστακτικά
Στην ενατένιση του κειμηλίου
Κι ίσως
Άλλες κάποιες φορές
Στην προσευχή.

Μάζεψαν οι καρδιές μας στάχτη
Και ύλες φερτές
Σε άναρθρα ταξίδια
Σε στέρφες αγκαλιές

Στου Τορίνο τον Καθεδρικό
H αινιγματική σινδόνη
Ενδόξως αναρτημένη ες αεί
Μας προτρέπει.
Ίσως πάλι να μας ξεγελά.

Αυτό που μας χωρίζει
Από την ταπεινότητα
Είναι η συντριβή
Ή, το χειρότερο,
Μια βαθιά ήρεμη γνώση.

Όταν επιστρέφουμε
Ίσως γνωρίσαμε
Ωστόσο σίγουρα
Θα το ‘χουμε ξεχάσει.



18-5-98

Μέσα σε αφώτιστα δωμάτια
Μικρές ασήμαντες αναπνοές
Σκίζονται σα φύλλα μαλακά
Από το σίδερο της σιωπής.

Μια ταπείνωση αλησμόνητη
Εμπνέει μιαν έντρομη αηδία
Στην εποποιία μιας καθημερινότητας
Που δαμάζει τα όνειρα του ανθρώπου.

Ποιος άραγε θα αντιταχθεί
Με το απαραίτητο ένστιχτο
Στο σαπισμένο σύμπαν,
Στις ανθρώπινες πρακτικές;

Βλέπω τη φυλή να σβήνει
Το λαό από μακρού νεκρό
Σε ύπνο αχάραχτο από σημασίες
Σε δίδυμη γέννηση με τον μύχιο εχθρό.

Λύπη σαν έχθρα αγριεμένη
Με τον ατέρμονα των αντιθέτων κόπο.
Γνώση, άχραντο της ψυχής μου υποστύλωμα,
Άθλια της ψυχής μου ερημιά.



19-5-98

Η ιστορία κάθε τέλους
Αρχίζει με σιωπή,
Μια σφιχτή σιωπή σαν κακία.

Όταν ο ξένος γίνεται
Του καθενός μας ο τρομαχτικός εαυτός
Σωπαίνουμε σαν για ν’ ακούσουμε.

Τα ανθρώπινα συναισθήματα
Απλώνονται στους τοίχους
Με αργές χειρονομίες και
Μιαν απελπισμένη καρτερία.

Ερχόμαστε από πολύ μακριά,
“από τη θάλασσα του Πρωτέα”.

Ζούμε ζωές που φέρνουνε στο νου
Μουχλιασμένα σπίτια
Υπηρετούμε οράματα που μοιάζουνε
Λευκά κελιά.

Αρθρώνουμε κουβέντες μηρυκαστικές
Ελπίζουμε σε δίκαιους ανώδυνους θανάτους.

Ζούμε μεθύστερα.

Κυρίως ζούμε άδικα.



8-6-98

Είναι στιγμές
Που η πολιτεία μου γίνεται δρόμος
Ή άλλοτε πάλι επίμονος σκοπός
Ένα ήπιο διανοητικό μαρτύριο
Που δεν καταλήγει ούτε σε στοχασμό
Ούτε σε ποίηση.

Είναι στιγμές
Που βλέπω της νύχτας το σκοτάδι
Με φώτα καρφωμένο σε τραπεζάκια αδειανά
Με τους μικρομεσαίους από μακρού φευγάτους
Με τις ιδέες τραυματικές και τους αφρούς
Μιας εμμονής καθώς τσακίζεται
Εκεί που λίγο πριν ακούμπαγε το φως.

Αυτός ο δρόμος τελικά είναι μια πόλη
Αυτή η πόλη τελικά ένα σφαγείο
Κι οι κάτοικοί της κρεατόμυγες
Επάνω στην πληγή
Την ώρα ακριβώς που όλοι θαρρούν πως
Αγαπιούνται
Ακόλαστα μέσα σε νύχτες αποπνικτικές.

Χειρότερο εν τέλει
Το ορθό από την άγνοια.




31-8-98

Με υλοτομούν
Βλέπω τα κομμάτια μου
Τα νωπά κλαδιά μου
Πάνω στο χώμα να αιμορραγούν

Με ανατέμνουν
Με παρατηρούν
Πρέπει πια να διακρίνονται
Τα υπολείμματα της ψυχής μου

Ωστόσο...

Επιταγή
Κι εκείνο το πυκνό συναίσθημα
Που όσο πάει και πετρώνει
Είναι που με φοβίζουν



17-9-98

Σκέψεις ζοφερές
Πίσω από τάματα χοντρά
Πιέζουν την ψυχή μου.
Διστάζει πια το φως
Στις σκόρπιες ασημόπληκτες πληγές.

Στην έρημο, στο εργαστήριο
Σειριακής παραγωγής Αγίων,
Κακοφορμίσανε τα θαύματα.

Ένα φως προσμένω μόνο
Μια φωνή από φως.

Μέσα στον παγωμένο χρόνο
Βιώνω τις εικασίες μου
Όμοια  Θεός.
Κοιτώντας.



21-9-98

Του κόσμου φτωχός συγγενής
Με σκέψεις ολικής φωταύγειας
Σε πέτρες πνεύματος γονυπετής
Προσμένω μόνο φως.
Μια ελάχιστη ελεημοσύνη από φως.

Συναισθήματα θολά και ξάφνου
Διαίσθηση βουβή,
Οργή μεγαλείου.
Μαύρο αιώνιο παρήγορο φως.

Την αλήθεια μήτε ο θάνατος
Τολμά να την προλάβει.



22-9-98

Μεγαλόψυχος εγώ
Και κακοήθης,
Γι αυτό κι ολάκερος,
Αναγκάζω τον κόσμο.

Πώς να ξεχάσω τα όσα δεν είδα;
Στην κρυφή γοητεία του εφήμερου
Θλίψη βουβή
Επίγνωση κρυσταλλική.



22-9-98

Μια γυναίκα που ανατέλλει συνεχώς
Το γυμνωμένο της κορμί μέσα στη νύχτα
Πέλματα και μηροί ερωτικοί
Εφαρμοστοί στη στέψη και στο στρώμα,

Υπάρχει.

Οικεία προαιώνια ομορφιά,
Που δεν ξεχνά ποτέ να βάλει
Στα μαλλιά της φίδια.



23-9-98

Κινήσεις στατικές,
Μικρές κεριών τροχιές,
Σωπαίνουν σα σβησμένες.
Ασάλευτες ελάχιστες συμπτώσεις
Οδηγούν στα γεγονότα.

Στιγμές μεταίωρες, ανελέητες,
Επιγραμματικές, προκλητικές.
Κρίσιμη γοητεία του εφήμερου
Το δίκιο κρυσταλλωμένο σε δίκαιο αλλουνού.

Ποια θλίψη, ποιος νους, ποιος πρόσφυγας
Μέσα στο χρόνο, ποιος εφιάλτης,
Ποια τελική επίγνωση ύπουλα μας νικούν
Στα σύνορα του πραγματικού;

Η λύπη εν τέλει
Μας στολίζει εκθαμβωτικά
Όχι με θρήνο ούτε μ’ οργή,
Αλλά με φόβο αξιοπρεπή
Ή κάποτε με άθλια βουβαμάρα.



23-9-97

Κοιτάς με τρόμο
Και προπαντός με παράπονο.

Νοιώθεις βαθιά τούτον τον αφανισμό
Μέσα σε τσακισμένες εισπνοές
Καθώς ο ήλιος ξεκολλά σαν όστρακο
Από τους βράχους του ουρανού.
Άνθρωπος μοναχός στο έλεος της αυγής.

Οι μέγιστες γνώσεις είναι σαν αλλότριες ψυχές.
Απλησίαστες.



24-9-98

Η ιστορία του τέλους αρχίζει με σιωπή.
Μια σφιχτή σιωπή σαν κακία.
Καθένας ανεπαίσθητα παραμελεί,
Σκοτώνοντας αργά απολαμβάνει.

Οι λέξεις πλέον δεν υπηρετούν τα προφανή.

Όταν τελευτούν δυο ανθρώπινα συναισθήματα
Οι χειρονομίες τους απλώνονται στους τοίχους
Με μιαν απελπισμένη καρτερία
Καθώς καθένας γίνεται του καθενός ο αφόρητος εαυτός.



28-9-98

Ξεγλιστρά η μνήμη μες απ’ τα χέρια,
Δεν την ορίζω.
Ένα όνομα,
Ίσως θα ‘τανε δικό της,
Τινάχτηκε σα μικρό σιντριβάνι.

Η φωνή της πέταξε,
Ήρθε κατά πάνω μου,
Με σκέπασε.

Είναι ζωές και θάνατοι
Που φέρνουνε στο νου
Άγουρα σπίτια,
Λίγη άμμο και
Μια περίλυπη γυναίκα να περπατάει αργά...

Ιδεολογική η αυτοκτονία μου.
Προστατεύει  μυστικά και
Με συνέπεια τον βαθύ μου θάνατο.



29-9-98
                  
Παρατηρώ με προσοχή
Τη στιγμή που περιμένει
Να τη σκάψουμε με λόγια
Αυτή τούτη τη στιγμή που περιμένει
Να τη σκάψουμε με λόγια από μέσα
Αποσπώντας τα αισθήματα και τα στολίδια
Κάνοντάς τα όλα ένα.

Μίγμα ανεξίθρησκο σκοτεινών νερών.

Η μέρα μοιάζει πλέον με εικόνισμα
Γλυτωμένο από πυρκαγιά,
Μισοκαμένη.



29-9-98

Όταν τιμωρούμε φριχτότερα
Απ’ όσο αν σκοτώναμε,
Όταν απ' των ανθρώπων έξω ζούμε τη ζωή,
Όταν τη ζούμε έξω ακόμη κι  από το θάνατό μας,
Ζούμε στο βάθος έχοντας οριστικά χαθεί,
Ζούμε μια έπαρση, ένα πάθος,
Μια έκσταση μολυσμένη, σιωπηλή.

Τις μεγάλες ερημιές μονάχα
Μια  κατάκοιτη περηφάνια τις χωράει.



30-9-98

Όντως ζωή
Όταν οι άλλοι σε ακουμπούν
Όταν γυρνούν σε σένα
Όταν τα σώματα που αγγίζεις συναινούν
Όταν σε θυμούνται στις προσευχές τους.

Παρ’ όλ’ αυτά οι άνθρωποι,
Νοιώθουν και σκέφτονται χωριστά.



30-9-98

Κάθε σπίτι κρύβει
Έναν πρώιμο θάνατο.

Θα τον αναγνωρίσεις: Μιλάει
Λέξεις ξεχασμένες και γνωστές
Σταγόνες σιδερένιες βγαλμένες
Απ' τη σπασμένη φλέβα της ευτυχίας.

Κρατάει κάτι από τη μαρμαρυγή
Και την ακινησία του φεγγαριού.
Και κάποτε το στήθος του μυρίζει
Σάβανο, βάλσαμο  και φρέσκο ιδρώτα.

Θα τον αναγνωρίσεις: Σκέφτεται
Με απλές και τελεσίδικες χειρονομίες,
Τον περιβάλλει αποτρόπαιη χαρά,
Μαζί με λύπη ταπεινή κι αγριεμένη.

Δίδυμη κάθε γέννηση
Με τον εχθρό και φίλο της...
Δίδυμη κάθε γέννηση
Με τη ραγισματιά της...

Πρόσχημα λοιπόν ο θάνατός
Ή πλεονέκτημα;



1-10-98

Δαμασμένες των ανθρώπων οι ζωές
Κομματιασμένες σε φωνές
Σε κινήσεις άγριες
Σε μνήμες ζοφερές
Σε νεκρά κορμιά.

Πίσω από τα βλέφαρα υπάρχει
Μια απροσδιόριστη ταπείνωση
Ένα ένστιχτο σύμπαντος
Μια αναπόληση βαριά
Και των άλλων οι νεκροί που έσβησαν
Και ταξιδεύουν επιπλέοντας στο χώμα.

Δαμασμένες των ανθρώπων οι ζωές.
Θα τις αναγνωρίσεις.
Έχουνε οικεία σημάδια:
Ένα κάψιμο, μια  εκδορά,
Κάποιο μαχαίρι στην καρδιά,
Ένα όνειρο συρματόπλεκτο.

Δικαιώνονται με τρόπο απόκρημνο,
Οπλίζονται μ’ ό,τι γυμνότερο,
Έχουνε κρίσιμο βλέμμα και πυκνό,
Καλύπτουν τις αλήθειες με ιδέες,
Σφίγγουν το θάνατο σε αποκρίσεις.

Οι ζωές των ανθρώπων
Δαμασμένες
Εξ οικείων
Εξ αρχής.



5-10-98

Ένας κόπος απέραντος οδηγεί στις σημασίες.
Παθαίνει και πεθαίνει ό,τι από άνθρωπο περνά.
Ταράζεται ο ύπνος απ’ τ’ αντίθετα καθώς

Σκέψεις μαινόμενες πληγώνουνε τον κόσμο.
Αντιστέκεται η μοίρα του ανθρώπου
Εγκλωβισμένη σε μαύρο πορφυρό όταν

Κτήνη δοξασμένα γεννοβολούνε έθνη.
Ο άνθρωπος σαν την αλήθεια ακτινοβολεί
Όταν τανύζει την ψυχή του και την αραιώνει.

Παρ’ όλ’ αυτά
Υπάρχει πάντοτε μια προσοχή κατάσαρκη
Σαν προσευχή
Που παραμένει αθάνατη.



7-10-98

Τα ένστιχτα και της αισχρότητας η φυσική έλξη
Σεμνοτυφούν μπροστά στο μαύρο.

Στο μαύρο, το τόσο αληθές και εκθαμβωτικό,
Το τόσο αστραπιαίο και εκτυφλωτικό.
Στο μαύρο, που σαν έκλυτη φιλαυτία,
Σαν υστερόβουλη φιλανθρωπία,
Σαν είδος σκόπιμης καταβολής
Σαν έντρομος ποιητικός παροξυσμός
Μας οδηγεί
Σε οίκτο άγριο και παράφορο
Βουρκώνοντας τα πρόσωπα καθώς τα συγκλονίζει.

Αλύγιστο μαρτύριο ο έμμονος σκοπός.
Όχι, δεν είν’ αυτό Θεός, αυτό είναι σύμπτωση.
Ένα σκαλί πιο κάτω ή πιο πάνω, αδιάφορο.
Μια ιδέα της στιγμής ακαταμάχητη
Ένα τυχαίο θύμα μιας άγνωστης κακίας.
Άτεγκτη απόφαση μιας ύποπτης δικαιοσύνης.

Το μαύρο από των άλλων το μαύρο εκπορεύεται
Και μαύρο έξω απ’ το μαύρο το δικό μας
Δεν υπάρχει.
Θυμήσου έγκαιρα
Είναι το ίδιο όταν κλαις τον πεθαμένο φίλο
Ή κάποιον έγκριτο Θεό που τελευτά.



23-10-98

Από το κλάσμα της ανάγκης
Από του καιρού τις συντεταγμένες
Πανίσχυρες αναδύονται
Πολύμορφες ιδέες,
Διαμορφώνουνε ψυχές
Και κοσμούν τον κόσμο.



29-10-98

Επίμεμπτη ομορφιά
Λευκή σα μολυσμένη
Κόκαλο, λείψανο λειψό
Παλιού θεού, στο χώμα.

Μετράμε ώρες
Ταπεινών συναισθημάτων,
Νάνων μικρές φωλιές
Με τρόπο έκλυτο.

Λόγος και ύπαρξη
Ξορκίζουν τη συνείδηση
Πυρπολώντας την
Σε χλιαρά φιλόξενα δωμάτια.

Κάθε μικρή αναπνοή,
Φύλλο υγρό και μαλακό,
Πνιχτά διακορεύεται
Από το σίδερο της σιωπής.

Η δειλία εμπνέει
Μιαν έντρομη αηδία,
Μια ταπείνωση εσωτερική
Απραγματοποίητη και αλησμόνητη.

Τελικά αντιστεκόμαστε
Μ’ ένα ένστιχτο σύμπαντος
Καθώς στην καθημερινότητα
Βαριές καθιζάνουν οι ζωές μας.

Πώς όλα ακτινοβολούν
Κατάκαρδα
Σαν την αλήθεια
Την ώρα που πεθαίνει;



2-7-99

Κρατάς ακόμα το λευκό
Πρησμένο πρόσωπο του κοριτσιού
Μ’ όλα τα ίχνη των ερωτικών
σου επιλογών και επιτευγμάτων.

Παρατηρώ το στίγμα το οξύ
Της ομορφιάς σου.
Ξέρω πως ίσως όλ’ αυτά
Κρατούν απ’ την ασχήμια.

Η σιωπή είναι στάχτη.
Λήθη που κατακάθεται
Πάνω στις σημασίες μας.

Ποιες φοβερές συμπτώσεις
Ξεθάβουν άραγε τις αφορμές
Που αγγίζουν τις ζωές μας;



6-9-99

Στο βυθό των δρόμων
Ένα πρόσωπο τελειωτικό.
Ένας απέραντος κόπος
Μας ενώνει με τις σημασίες.
Ταράζεται ο ύπνος από σκέψεις
Που ιστιοδρομούν στις πέτρες των ονείρων.

Στάσου ακίνητος, μην κουνηθείς!
Ο θάνατος πρέπει να σε πετύχει.
Ό,τι λαμπρότερο απ’ τη ζωή σου επί τέλους είναι αυτό.

Μοίρα των ανθρώπων που αντιστέκεσαι,
Σώματα ωραίων νεκρών, απροσδιόριστα,
Χάρη αποτρόπαιη, νιότη μαινόμενη,
Μίζερη προσοχή, στυγερή προσευχή,
Μνήμες εντόσθιες, τσακισμένες,
Μάτια που πάψανε από καιρό να  δείχνουν
Αν είναι τρομαγμένα ή φανατικά,
Κι ο θάνατος ανάλγητος, αθάνατος,
Των ανθρώπων να φωτίζει τις καταγωγές.

Εκείνο που δημιουργεί εν τέλει
Δημιουργείται.

Μας ενώνει η άγνοια και αυριανή αγωνία.



6-9-99

Δεν πρόκειται να καταλάβετε
Για τούτο μη φοβάστε
Παντού τραπέζια αδειανά,
Παντού μάτια κενά,
Παντού χέρια και πόδια αφημένα καταγής
Και το σκοτάδι με φώτα
Καρφωμένο στη γη.
Τούτος ο δρόμος έγινε πόλη
Μάζεψε μέσα του μια κοινωνία
Κι όλα όσα θεσμίζουνε μια πολιτεία
Χάδια, καυγάδες, όνειρα,
Κι ανθρώπους κρεατόμυγες
Να αγαπιούνται μιαν αγάπη σαν ακολασία.

Δεν πρόκειται να καταλάβετε
Για τούτο μη φοβάστε.
Η αλήθεια κρύβει πάντα απ’ όλους μας
Την πραγματικότητα.



20-9-99

Να δω το στόμα σου,
Όταν φιλούσες.
Να δω τα μάτια σου,
Όταν έκλαιγες.
Να δω το χνούδι σου,
Όταν γελούσες.
Να δω τον πόνο σου
Όταν σχεδόν γεννούσες.

Ν’ άγγιζα μια στιγμή
Το ανατρίχιασμά σου
Στην καρδιά κείνης της
Πληγωμένης νύχτας
Με τους αφρούς απάνω
Στα κρεβάτια όλων
Των παρελθόντων σου ερώτων.

Θυμήσου!
Πάντα η αλήθεια αποκρύπτει
Την πραγματικότητα.



Κάποια αναιμική συνέχεια μετά από χρόνια.... 

  
19-11-02

Στο γιατί δεν πρόκειται να αναφερθώ.
Το καλλιμάρμαρο παρόν αστράφτει και δικαιολογεί.
Μαζί του:
Φώτα νέον, αγάπες σε αναμονή, παρερμηνείες.
Υπάρχουν λόγοι ανύπαρκτοι για τούτο σοβαροί.

Οι άνθρωποι δεν αντέχουν
Τη μονιμότητα των αισθημάτων.
Έρχονται κι όλο έρχονται από μακριά
Φεύγουνε κι όλο φεύγουνε μακριά.

Κάποιες φορές τους ακουμπούμε,
Κάποιες φορές τους αισθανόμαστε,
Τις πιο πολλές φορές τους ανεχόμαστε.

Όσοι αγαπιούνται ακινητούν
Και τους ακίνητους τους πετυχαίνει ο θάνατος
Μ’ εκείνο το γνωστό χαμόγελο
Της άσηπτης αθανασίας,
Του δικαιωμένου τέλους.


26/12/06

Την κράτησε ακίνητη
Να την πετύχει ο θάνατος.
Μίζερη απόφαση και περιττά σκληρή.

Σημάδια έντρομων λαών
Πάνω σε βήματα γνωστά,
Από καταβολής.

Όταν πιστεύεις, δικαιούσαι
Όταν στοχάζεσαι, μπορείς.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου