Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012


Πριν κάποια χρόνια, ο αδερφικός φίλος τότε (και νυν) Ευρωβουλευτής, Γιάννης Τσουκαλάς έγραψε κάποιο σχόλιο σχετικό με την κατάσταση στα ΑΕΙ (υπήρξε καθηγητής, πρόεδρος τμήματος και συγκλητικός) όπου, με λόγο εύστοχο, περιγράφει τα τότε τεκταινόμενα και νυν συνεχιζόμενα. Σας παραθέτω το κείμενο μια και, διαβάζοντάς το εσχάτως, διαπιστώνω τη διαχρονικότητά του:



Άκουγα χθες τον Πρωθυπουργό να μιλάει για τα Πανεπιστήμια, και δεν πίστευα στα αυτιά μου. Έβλεπα κι άκουγα ένα άνθρωπο να περιγράφει με βδελυγμία, παντελώς αμέτοχος και με «παρθένο» μάτι, ό,τι και ο ίδιος δημιούργησε, συμμετέχοντας στο κόμμα που διαμόρφωσε τις συνθήκες που διέλυσαν την εκπαίδευση στο σύνολο της, και μάλιστα και ως υπεύθυνος Υπουργός Παιδείας ,το 1993-95 αν θυμάμαι καλά.


Και καλά θυμάμαι ότι εκείνη την περίοδο είχε καλέσει ο ίδιος επιτροπή του ΟΟΣΑ, που με μεγάλη λεπτομέρεια από τότε περιέγραφε τις παθογένειες  του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Δεν τις θυμάται;
Εξάλλου ήταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1982, που,  με τον περιλάλητο νόμο 1268 εισήγαγε τον τρόπο διοίκησης των Πανεπιστημίων, που ισχύει μέχρι σήμερα, το λεγόμενο συμμετοχικό μοντέλο διοίκησης, που οδήγησε στον πλήρη κομματικό έλεγχο των Πανεπιστημίων, προς μεγάλη τέρψη του συνόλου του πολιτικού συστήματος που, παρά τις  συχνές φωνές διαμαρτυρίας, επέμενε σε αυτό. Την εσωτερική ζωή της Πανεπιστημιακής Κοινότητας διέλυσε ένα σύστημα εσωτερικής κατοχής και από τις τρεις συνιστώσες της, πάλαι ποτέ, λεγομένης Ακαδημαϊκής Κοινότητος, και από χρόνια τώρα απόμεινε κάτι που ορθότερο θα ήταν να αποκαλούνταν απλώς Κυνότητα.
Σε αυτή την περίοδο, βιώσαμε όλοι πράξεις πολιτικής, κομματικής, επιστημονικής αλλά δυστυχώς και σωματικής βίας. Στο Πανεπιστήμιο δηλαδή, που από τον ορισμό του είναι ο χώρος  όπου σε ένα ήρεμο τόπο, με ήμερους ανθρώπους, με εργαλείο τον ορθό λόγο και την Επιστήμη, με συντεταγμένο διάλογο, επιχειρείται η λύση των μεγάλων ερωτημάτων της ανθρώπινης ύπαρξης για την φύση ή την κοινωνία, αλλά και η λύση των προβλημάτων της κοινωνίας, της ανάπτυξής της και της λειτουργίας της, η συνύπαρξη επιστήμης και βίας (σωματικής, διανοητικής ή ψυχολογικής) είναι γεγονός α-νόητο.
Την καταπράσινη βία της δεκαετίας του 1980, την διαδέχτηκε, από τα μέσα του 1980 και σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η έξαλλη βία μιας απροσδιόριστης αριστεράς, με προφάσεις αναρχισμού της εποχής Κροπότκιν και Ντουρούτι του Ισπανικού 1930 ενώ την ανομία, που κρυβόταν πίσω από το δήθεν φιλελεύθερο σύστημα του «Ασύλου» και τα εξόφθαλμα ποινικά αδικήματα που διαπράττονταν μέσα στους Πανεπιστημιακούς χώρους, η Πολιτεία τα αντιμετώπιζε με απαθή ακινησία. Το έχω παρατηρήσει: όποτε προτάσσεται δημοκρατικό, ηθικό, περιβαλλοντικό ή άλλου τύπου ηθικό πρόταγμα, μεγάλη συνήθως από πίσω του κρύβεται παλιανθρωπιά. Το είδα να επαληθεύεται «δι’ όλου» του σχοινοτενούς βίου μου.
Την βιώσαμε την έννοια του «δημοκρατικού Ασύλου» με διακίνηση παράνομων CD, κλεψίτυπων βιβλίων, ναρκωτικών, πορνεία και στην περίπτωση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου δύο ή τρείς μέχρι  σήμερα δολοφονίες, κλοπές εργαστηρίων, κλοπές φυσικών προσώπων καθώς και κάψιμο δύο αστυνομικών μέσα στο αυτοκίνητο τους, μπροστά από το τότε Κεντρικό, τώρα Νοσοκομείο Γεννηματά, από μολότωφ αναρχικών.
Ενδιαφέρον έχει ότι ανάμεσα στο κοινό που αγόραζε τα κλεψίτυπα (CD και βιβλία), ήταν και αρκετό από το διδακτικό προσωπικό που, εξασκημένο να αντιγράφει ξένη πνευματική ιδιοκτησία και να αποκτά έτσι τίτλους «κάλπικους» και να εξελίσσεται, στις ακαδημαϊκές βαθμίδες, δεν είχε ενταγμένες, στους κώδικές του, σχετικές απαγορεύσεις.
Διάσημες υπήρξαν αντίστοιχες επώνυμες συμπεριφορές που ποτέ δεν υπέστησαν την τιμωρία που τους άξιζε: Αναπληρωτής Καθηγητής κάποιου Τμήματος, κάποιου Πανεπιστημίου, για παράδειγμα,  πλαστογράφησε, 27 εν συνόλω εργασίες, υποκαθιστώντας τα επί μέρους ονόματα ερευνητικών ομάδων ξένων Πανεπιστημίων με τα ονόματα δικών του ερευνητών. Με την πράξη καταγραμμένη παραπέμφθηκε  στο Ανώτατο Πειθαρχικό, που τον τιμώρησε με εξάμηνη αργία. Σε δύο χρόνια επανήλθε με αίτηση προαγωγής του. Αυτή τη φορά αντέγραψε 12 μόνο. Ξαναπιάστηκε και αυτή τη φορά τιμωρήθηκε με τρεις μήνες. Θα πίστευε κανείς ότι το Ανώτατο Πειθαρχικό εκτιμούσε την ποινή με το κομμάτι ή βοήθησε ότι ο εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου του στο Συμβούλιο αυτό, ήταν ο Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών υποθέσεων που κατά τύχη, συμμετείχε κι ο ίδιος σε τρεις από τις κλεψίτυπες εργασίες .
Πρέπει κανείς να έχει μεγάλη αμνησία για να μην αισθάνεται ντροπή, τώρα που επιτέλους κατάλαβε τι έγινε στα Ελληνικά Πανεπιστήμια, όταν μάλιστα διετέλεσε και Υπουργός Παιδείας, να τολμά να την «κράζει» όταν αυτός ο ίδιος την υπηρέτησε και την θεμελίωσε. Η στάση του αυτή δικαιολογείται γιατί από παντού φαίνεται ότι αισθάνεται τον εαυτό του ως μέτοικο μάλλον, παρά πολίτη αυτής της χώρας. Όπως κι ο πατέρας του άλλωστε, ο τελευταίος, όπως λέει φίλος μου, «Σουλτάνος της Χώρας».
Ο Νόμος που τότε λεγόταν ότι είχε συντάκτες τους κυρίους Πανούση, Πανάρετο και Γεώργιο Λιάνη είχε αυστηρές προβλέψεις για την εκλογή Καθηγητικού Προσωπικού. Αυτό ωστόσο αναλάβαμε να το τακτοποιήσουμε εμείς οι Πανεπιστημιακοί.
Γιατί βλέπετε η γενιά των βοηθών, όσων υπηρετούσαμε πριν την εφαρμογή του νόμου, είχαμε στο νου μας ένα καλύτερο Πανεπιστήμιο με …εμάς βέβαια καθηγητές. Και τα καταφέραμε. «Εμείς το εμφυσήσαμε το Νέφος» όπως τραγουδάει ο Σαββόπουλος. Η γενιά του ΕΔΠ (Επιστημονικό Διδακτικό Προσωπικό) που αγωνιστήκαμε να μην περάσει ο νόμος 815 του Ι. Βαρβιτσιώτη, με  απεργίες «των εκατό ημερών» το 1978, στρογγυλοκαθισμένοι, αναλάβαμε να γίνουμε όλοι Καθηγητές. Και γίναμε. Γνωρίζω Τμήματα, σε όλη τη χώρα, που δεν απόμεινε ούτε ένα μέλος του προσωπικού που να μην είναι ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ. Γνωρίζω Τμήματα που Καθηγητές έγιναν με αιτιολογία - γραμμένη στα πρακτικά - «για την μεγάλη τους συνδικαλιστική δράση». Ε, ρε Κάντ και Φίχτε και λοιποί, που νομίσατε ότι το Πανεπιστήμιο είναι ο ναός του Ορθού Λόγου. Όχι στην Ελλάδα πάντως.
Την τυραννία του Τακτικού καθηγητή αντικαταστήσαμε με την τυραννία των συλλογικών οργάνων (Γενικών Συνελεύσεων Τομέων, Τμημάτων, Σχολών και της Συγκλήτου) όπου η σαρωτικά επιβεβλημένη σε αυτά αντίληψη, θεωρούσε - κι επέβαλε - την παραδοχή ότι η αυτοτέλεια των Πανεπιστημίων λειτουργεί, εφόσον τα συλλογικά όργανα ήταν νόμιμα εκλεγμένα, χωρίς σε παρά πολλές φορές να ακολουθείται η Νομιμότητα του Ελληνικού Κράτους. Δηλαδή νόμιμα εκλεγμένο όργανο, κάνει περίπου ότι του καπνίσει. Και του κάπνιζε σύμφωνα με τα κομματικά συμφέροντα στην αρχή, τα φιλικά μετά και τα οικονομικά στο τέλος. Η Καθηγητική ατομική αυθαιρεσία απλωνόταν ως διαδίκτυο ακαδημαϊκής διαπλοκής. Αυτά τα οικονομικά συμφέροντα άρχισαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και σε όλη την δεκαετία του 2000, να είναι ευδιάκριτα, μετρήσιμα και πάρα πολλές φορές ομολογημένα σε εκλογές αιρετών οργάνων, σε εκλογές καθηγητών, διευθυντών εργαστηρίων και, τέλος, στα περίφημα, περιλάλητα, δυσώνυμα «Ερευνητικά Προγράμματα» - η για τον κοσμάκη  απλώς «Προγράμματα» ή «κανένα προγραμματάκι» - που απετέλεσαν πηγή πλουτισμού εκατοντάδων πανεπιστημιακών, με έρευνες που ή ποτέ δεν έγιναν ή τα κοστολογούμενα έξοδα μπορούσαν να χτίσουν Πυραμίδες - αν όχι του Χέοπα, του Μυκερίνου σίγουρα. Εκεί έπεσε και το τελευταίο οχυρό του Ακαδημαϊκού ήθους, για να φανεί ότι είχαμε γίνει όχι Πατροκοσμάδες Αιτωλοί,  όπως απαιτούσε το λειτούργημα και η κοινωνία, αλλά ηθικά λεπροί έχοντας κολλήσει - και όχι θεραπεύσει - τις αρρώστιες της Κοινωνίας.
Κι εκεί κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος να μην ακολουθήσω τη συμβουλή του πατέρα μου να γίνω μορφωμένος έμπορος, αφού τα ποσοστά και τα τιμολόγια που ήταν το αντικείμενο του εμπορίου τα μισούσα, για να τα βρω  παράνομα και βρώμικα μέσα εκεί που νόμιζα ότι υπήρχε μόνο επιστήμη κι αρετή. 
Τα εργαλεία για την εξαχρείωση  έδιναν, η απουσία επαρκών ελεγκτικών μηχανισμών του ΑΕΙ ή του Κράτους και η ύποπτη ανοχή ή συνέργεια των Ευρωπαίων υπαλλήλων που διενεργούσαν ελέγχους - οι ίδιοι με τους ίδιους ελεγχόμενους, για σειρά ετών, σε δι-ευρωπαϊκή διαπλοκή.
Και τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την Ανάπτυξη γινόταν ιδιωτικός πλούτος  και η εξαχρείωση εξαπλωνόταν από τα Πανεπιστήμια στα Υπουργεία και τανάπαλι με τελική κατάληξη την αποκέντρωση της διαφθοράς μέσω της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σε τοπικό πια επίπεδο. Κι έτσι βρεθήκαμε, ως πολίτες, με δύο τυραννίες: την Κεντρική και την αποκεντρωμένη.
Στα περισσότερα ΑΕΙ οι Επιτροπές Ερευνών λειτουργούσαν σαν παντοπωλεία με τεφτέρια με βερεσέδια, και όσες προσπάθειες γίνονταν για μηχανοργάνωση έβρισκαν πείσμονα αντίδραση και απίστευτη βραδυπορία. Από όσο γνωρίζω σε ένα μόνο τα καταφέραμε, στο ΑΠΘ.
Και θυμάμαι τι έπαθε η Καθηγήτρια Φαρμακολογίας που μου πρότεινε ένα είδος  ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, την δεκαετία του '90, και τι έπαθε η πρόταση που συντάξαμε από τους αξιολογητές.
Οι καημένοι κάτοικοι αυτής της χώρας, που αδιάβαστοι συνεργούσαν σε όλα τα καλούδια που έπαιρναν από επιδόματα και διάφορες παροχές ήταν ανειδοποίητοι για το τσουνάμι που φούσκωνε, όπως και τα γουρούνια στα γουρουνοσταλιά που τρώνε βρωμιές παχαίνοντας, δεν ξέρουν ότι περίπου κάθε Δεκέμβριο τους περιμένει το μαχαίρι του χασάπη, που έρχεται κάθε χρόνο με μεγάλη ακρίβεια.
Όμως θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς και τότε πώς υπάρχουν Πανεπιστήμια, με τέτοιες περιγραφές. Η απάντηση είναι απλή: όπως σε όλη την χώρα είναι οι εξαιρέσεις από τον κανόνα που «κρατάνε τα κεραμίδια ξεκάρφωτα».
Σε όλα τα Πανεπιστήμια της χώρας ένα ποσοστό - διδάσκοντες, διδασκόμενοι, εργαζόμενοι - που κυμαίνεται από 3-10%  δίνουν την αίσθηση του Πανεπιστημίου ή αλλιώς την πρόφαση του. Αυτές όμως οι ομάδες αφενός μεν δεν μπορούν να προκαλέσουν την άνοδο  του Πανεπιστημιακού μέσου όρου, αφετέρου, όπως διδάσκει και η κλασσική Βιολογία, γίνονται βορά στις επιθέσεις της λοιπής αγέλης από την οποία διαφέρουν.
Στην περίπτωση των φοιτητικών εξαιρέσεων το πράγμα είναι πιο επώδυνο, επειδή αυτά τα παιδιά βρίσκουν, καθώς είναι προικισμένα, την επιστημονική μετανάστευση εύκολη και διαπρέπουν αλλού, αφήνοντας την χώρα στερημένη από την συμβολή τους. Ποια χώρα μπορεί να συγκροτήσει αξιόλογο «επιστημονικό κι ερευνητικό δυναμικό» με τέτοιαν αφαίμαξη;
Κι εδώ πάλι, επειδή η φύση κι οι ενδιαφερόμενοι σιχαίνονται το κενό, είχαμε την κληρονομική διαδοχή σε πολλές Σχολές και Πανεπιστήμια με πρωτοστάτες τις Ιατρικές και Νομικές Σχολές, αλλά και σε άλλες πολλές επίσης. Έτσι ο μέγας Νομικός Μαριδάκις του «εν Αθήνησι Καποδιστριακού» (που με τον ξυλοδαρμό του Πρύτανη του καλά θα ήταν να μετονομαζόταν σε Μαυρομιχαλέικο) στις αρχές του αιώνα ρωτούσε ποιο είναι το προικώο αγαθό που δεν επιστρέφεται με την λύση του γάμου, για να καταλήξει στην απάντηση «η πανεπιστημιακή έδρα». Καταπώς τώρα οι εκλογές Καθηγητών γίνονται με πιο δημοκρατικό τρόπο, μου φαίνεται ότι διακρίνω μια πρόοδο, παρόμοια με αυτή της αιρετής ή εκλεγμένης διαδοχής των 2,5 δυναστειών που με την ψήφο μας μάς κυβερνούν, όλα τα χρόνια που έχω έλλογη ζωή και μνήμη.
Δεν είναι μικρές και οι παρενέργειες στο πολιτικό μας σύστημα. Εξέθρεψε το σύστημα, το υπάρχον σήμερα, στην πλειονότητα του, νεότερο πολιτικό προσωπικό, που υποδύεται τους Υπουργούς, ενώ δεν ήταν παρά τα πανεπιστημιακά κομματικά μαντρόσκυλα, συνήθως αγράμματοι, με σπουδές δεκαετίας ή δεκαετιών, που τους αντάμειψε το σύστημα με πρόσκληση στην Κεντρική πολιτική σκηνή για να μάς διοικήσουν.
Μικρό είναι το ποσοστό των φοιτητών που συμμετείχαν στα κομματικά δρώμενα. Το πρόβλημα με τους φοιτητές είναι πως έρχονται από τα σχολεία τους, αλλά κυρίως από την υπερπροστατευτική οικογένειά τους, διανοητικά και ατομικά, εν όλω ή τμηματικά, ευνουχισμένοι.
Το σχολείο από χρόνια πολλά καμωμένο να ανταποκρίνεται στο κοινωνικό και όχι εργασιακό ή επιστημονικό όνειρο των παιδιών και των οικογενειών τους, είχε μετατραπεί σε φροντιστήριο για εισαγωγή στην Τριτοβάθμια. Οι φροντίδες και οι πιέσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος εξέθρεψε, κατά την αξιολόγηση των μαθητικών επιδόσεων, έναν υπερβολικό αριθμό αριστούχων, τεχνητών αριστούχων ικανών να αντιμετωπίσουν το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά όχι και τις απαιτήσεις των σπουδών.  Άλλη πηγή διαφθοράς.
Βάλτε δίπλα σ' αυτήν και τις απίστευτες ιστορίες που σχετίζονται με τις μετεγγραφές, με απίστευτες στατιστικές καταγραφές εμφάνισης θανατηφόρων νοσημάτων - που θεραπευόταν θαυματουργικά με την μετακίνηση των φοιτητών στον τόπο καταγωγής τους -τις εξωφρενικές καταγγελίες - αλλά και επαληθεύσεις - χρηματισμού επιτροπών μεταγραφών, με κέντρο και έδρα τις Ιατρικές Σχολές, κι έχετε μια μερικά μόνο, ακριβή εικόνα της διαφθοράς που τροποποιούσε πια, και την κάθε ελληνική συνείδηση.
Και οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, από τα ραβαΐσια της δεκαετίας του 1980, χωρίς δισταγμό  και σε μεγάλη πλειοψηφία μας, ξεφορτωθήκαμε το λειτούργημα για να ασκήσουμε το επάγγελμα, αφήνοντας - όπως κι ο Σεφέρης λέει - τους μαθητές μας  τραγικά αυτοδίδακτους.
Έχοντας την παγκόσμια πρωτοτυπία να αναγνωρίζουμε ότι το σύστημα εισαγωγής ήταν κακό, το διατηρούσαμε γιατί ήταν αδιάβλητο. Ένα σύστημα που έκανε τα παιδιά «απομνημονευτές» σε τέτοιο βαθμό ώστε καθηγητές να σημειώνουν στα γραπτά δοκίμια «Καλέ, αυτός αντιγράφει από το μυαλό του». Παιδιά που στην πλειονότητα τους, υπολογίζω το 80%, προερχόταν από μικροαστικές οικογένειες, που είχαν συνηθίσει να βολεύονται «παίζοντας» μάλλον, παρά ζώντας τη ζωή τους. Το ίδιο κι εμείς. Ήταν πιο εύκολο να «παίζεις» τον καθηγητή, παρά να αγωνίζεσαι να είσαι (Να θυμάστε τις εξαιρέσεις). Κι έτσι, εκτός από άλλες ρυθμίσεις και διακανονισμούς μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων, καθιερώθηκε η συμφωνία μεταξύ τους, άρρητη αλλά υπαρκτή «Δεν θα πεις πόσο ανεπαρκής είμαι, δεν θα πω πόσο αδιάβαστος είσαι».
Το κοινωνικό γεγονός της εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, επιβραβευόταν κι επιβραβεύεται με δώρα, από την οικογένεια προς τον επιτυχόντα, ως εάν η τελεσφόρηση μιας προσπάθειας να μην είναι από μόνη της μια επιβράβευση.
Έχω υπόψη μου δύο μελέτες του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου που αποδεικνύουν ότι αυτός ο τρόπος εισαγωγής έχει, πέραν των άλλων και ταξικά, ισχυρά ταξικά χαρακτηριστικά. Είχε καταστήσει, με έτος αναφοράς το 1982, την εισαγωγή στις δύσκολες σχολές, 7 φορές πιο δύσκολη, για όσα παιδιά προέρχονται από  αγροτικές ή εργατικές τάξεις, σε σύγκριση με τα παιδιά των αστών. Κι αυτό γινόταν ορατό τόσο από το ντύσιμο όσο και από τους τρόπους των δύο ομάδων, αλλά επίσης ορατό από τις επιδόσεις τους που ήταν αντιστρόφως ανάλογες με την εμφάνιση και την τάξη προέλευσής τους και που δικαιώνουν, το του Βολτέρου ρηθέν: «Για να προκόψεις σήμερα δεν αρκεί να είσαι βλάξ, χρειάζονται και καλοί τρόποι».
Πολλές οικογένειες μπορούσαν, αν οι γόνοι τους πετύχαιναν σε άλλο εκτός τόπου της οικογενειακής κατοικίας πόλη, να νοικιάζουν ή να αγοράζουν διαμερίσματα για τα παιδιά τους, διατηρώντας τα σε ένα επίπεδο 1000-2000 Ευρώ το μήνα, σε όλη την διάρκεια των σπουδών τους. Φανταστείτε την έκπληξη των νέων πτυχιούχων ότι θα έπρεπε να ζήσουν - αν ήταν τυχεροί να βρουν δουλειά - με 700 και μπλοκάκι. Αλλά εμείς απτόητοι. Οι μισθοί των γονιών και οι συντάξεις των παππούδων  εξοικονομούσαν τη διαφορά. Κι έτσι το κόψιμο μισθών και συντάξεων τερματίζει μάλλον τον οικογενειακό χαρακτήρα, των εντός οικογένειας - κατά τα άλλα - ατομικών αποδοχών. Να όψεται το ΔΝΤ κι αυτός ο Παπακωνσταντίνου.
Κι ενώ οι γενιές των Ελλήνων βελτιώνονταν, το σύστημα εξακολουθούσε - κι εξακολουθεί - να τους κρατάει δέσμιους μιας εκπαίδευσης που επιχειρεί τίποτα λιγότερο από μια σε εθνικό επίπεδο λοβοτομή.
Επειδή «εμείς του 60 οι εκδρομείς», «των συντρόφων μας θύτες», είμαστε στη σειρά για αμνηστία, έχοντας υπηρετήσει ένα σύστημα κι ένα κράτος η χάρτα του οποίου «κρύβει απάτη» ας φάμε τώρα κατά την προφητεία του σύγχρονου Ρωμανού του Μελωδού «πεντακόσια χρόνια Δύσης, εθνικής, από δω και εμπρός». Κράτος ασυστόλων και τα λοιπά.
Μακάρι να πίστευα τον Ρίτσο και τον μελωδό Θεοδωράκη πως τάχα δεν πειράζει με το λουρί κι αν είναι η Ρωμιοσύνη: “να τη πετιέται, να τη πετιέται...”. Ποια, πού, πότε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου