Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012


Επειδή, ο χρόνος μας επιτρέπει να βλέπουμε και λίγο προς τα πίσω και, μάλιστα, με πιο ξεκάθαρη ματιά (χωρίς να κινδυνεύουμε να γίνουμε στήλη άλατος), παραθέτω ένα αρκετά παλιό άρθρο του φίλου Πάνου Ερμείδη που δημοσιεύθηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 18 Νοεμβρίου 1984. Είναι πια ανάγκη να αντιληφθούμε, σε όλη της τη διάσταση, την πολιτική ιδιοτέλεια (κυρίως μιας απόμακρης από την πραγματικότητα αριστεράς), που έχει παρεισφρήσει και αποτρέπει την νηφάλια ιστορικο-πολιτική αξιολόγηση ενός τόσο σημαντικού (όπως εν πάσει περιπτώσει το κληρονομήσαμε) γεγονότος:

Τι απομένει σήμερα από το πολιτικό ήθος το Πολυτεχνείου;

Ένδεκα χρόνια Πολυτεχνείο. Μετά τους περσινούς 17ήμερους πανηγυρικούς εορτασμούς, επανήλθαμε στις συνηθισμένες τόσα χρόνια εκδηλώσεις. Κουρασμένοι από τα χιλιοακουσμένα «σλόγκαν», τις ανούσιες επαναλήψεις και τις σκοπιμότητες που δυστυχώς κυριαρχούν στις εκδηλώσεις αυτές, θα επιχειρήσουμε να εκθέσουμε κάποιες σκέψεις με την ελπίδα να αποτελέσουν αφορμή για νέους προβληματισμούς.

Όταν πριν 10 χρόνια η δικτατορία κατέρρευσε, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για μια νέα δημοκρατική προοπτική της πατρίδας μας. Τα κοινά βιώματα και οι κοινοί αγώνες φάνηκαν πως κατανίκησαν ψυχώσεις του παρελθόντος, δημιουργώντας έτσι μια ισχυρή βάση στήριξης, πάνω στην οποία θα θεμελιωνόταν η προοδευτική και ενσυνείδητη ανέλιξη του λαού μας.

Την ελπίδα αυτή ενίσχυε μια νέα γενιά που αναδείχθηκε μέσα από τους αγώνες εναντίον της δικτατορίας. Ήταν η γενιά του Πολυτεχνείου που, στηρίζοντας στους ώμους της το κύριο βάρος του αγώνα και πέρα από μικροπολιτικά συμφέροντα και σκοπιμότητες, επιβεβαίωσε το αντιστασιακό πνεύμα του ελληνικού λαού. Αντίσταση, όχι μόνο ενάντια στη βία, την καταπίεση, την αυθαιρεσία, την μισαλλοδοξία των δικτατόρων, αλλά ακόμη -και ίσως πολύ περισσότερο- ενάντια στην συνειδητή διαστρέβλωση των γεγονότων, στους πομπώδεις λόγους, στον απελπιστικά μονότονο και εκνευριστικά επαναλαμβανόμενο μονόλογο της τότε εξουσίας, μέσα στην προσπάθειά της να εξευτελίσει και να υποτιμήσει την νοημοσύνη αυτού του λαού.

Το Πολυτεχνείο έγινε από νέους ανθρώπους που, απαλλαγμένοι από τα μίση και τις εμπάθειες του παρελθόντος, προσέβλεπαν με ανιδιοτέλεια και πίστη στο μέλλον. Μαχητική υπεράσπιση των απόψεων, αλλά και σεβασμός της γνώμης των άλλων, καταγγελία των πολώσεων, πνεύμα δικαιοσύνης και όχι εκδίκησης, αμετακίνητη πίστη στις δημοκρατικές διαδικασίες και στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών σ’ αυτές, ήταν στοιχεία που χαρακτήριζαν το πολιτικό ήθος και ύφος της αντιδικτατορικής γενιάς.

Συναντιούνται άραγε σήμερα αυτά τα στοιχεία, αυτές οι συνιστώσες ενός καινούργιου πολιτικού ήθους, που σηματοδότησε τα πρόσωπα που πήραν μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου; Ή μήπως εξακολουθεί να υφίσταται ένας σκληρός πυρήνας αντιλήψεων και πρακτικών που μας οδηγεί σε εντελώς διάφορες κατευθύνσεις και πρακτικές στην πολιτική και κοινωνική μας ζωή, από αυτές που πιστεύουμε πως έθρεψε στους κόλπους του ο αντιδικτατορικός αγώνας των Ελλήνων;

Ας αναλογιστούμε τον κοινό παρανομαστή που χαρακτήριζε και δυστυχώς εξακολουθεί να χαρακτηρίζει πλήθος εκδηλώσεων της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής. Τους πομπώδεις και ανούσιους λόγους των δικτατόρων, αντικατέστησαν η ανούσια, κουραστική συνθηματολογία, ο αδικαιολόγητος στόμφος και η στείρα αυτοεπιβεβαίωση ορισμένων κομματικών σχηματισμών. Και είναι αυτονόητο: όταν ο πολιτικός λόγος προσπαθεί να στηρίξει την  αυτοδυναμία του κομματικού σχηματισμού που εκφράζει, όταν απομακρύνεται από τα ζωτικά προβλήματα του λαού και, κατά συνέπεια, από τον λαό τον ίδιο, γίνεται αναπόφευκτα κενός ουσίας και νοημάτων, εκφυλίζεται σε σωρεία αφηρημένων εννοιών που αναπαύονται μέσα στην πνιγηρή ναφθαλίνη κάποιας πολιτικής ιδεολογίας, έτοιμες σε πρώτη ζήτηση να αναδυθούν για να παίξουν τον απρόσωπο και αποπροσωποποιητικό τους ρόλο.

Τη μισαλλοδοξία, που σφυρηλατήθηκε κατά την διάρκεια της δικτατορίας και συντηρήθηκε για να διαιρεί και να διχάζει τον ελληνικό λαό σε ημέτερους και θανάσιμους αντιπάλους, σε εθνικώς και αντεθνικώς σκεπτόμενους, αντικατέστησε τα τελευταία χρόνια το οξύτατο κλίμα της  πόλωσης που δηλητηριάζει καθημερινά τον δημόσιο βίο και επικεντρώνεται πολύ συχνά σε αντιπαραθέσεις προσώπων της πολιτικής σκηνής, που αντλεί επιχειρήματα από αρχαία, πανάρχαια οπλοστάσια μισαλλοδοξίας και φανατισμού (π.χ. εθνική μειοδοσία, προδοσία), επικαλύπτοντας έτσι ουσιαστικές ανεπάρκειες στο χώρο των ιδεών και της συγκεκριμένης αποτελεσματικής πολιτικής δράσης. Κατ’ αυτό τον τρόπο αναβιώνουν μίση και εμπάθειες του παρελθόντος, που όχι μόνο διαταράσσουν το ήπιο πολιτικό κλίμα, αλλά και δημιουργούν κινδύνους για την επανεμφάνιση ενός νέου διχασμού.

Ας αναλογιστούμε και πάλι: πού είναι το πνεύμα αντίστασης που ενέπνευσε τη γενιά του Πολυτεχνείου; Και τι σημαίνει αντίσταση πρώτα – πρώτα; Όχι μόνο ενάντια σε οποιαδήποτε βίαιη και απροσχημάτιστη καταπάτηση της λαϊκής βούλησης που μετέρχεται οποιαδήποτε δικτατορία, αλλά σαν τρόπος ζωής; Ανθίσταμαι δεν σημαίνει άραγε ότι αντιπαρατίθεμαι (αντί–ίσταμαι) όχι μόνο ενάντια στην ωμή βία κάθε δικτάτορα, αλλά παίρνω σαφή, αντρίκια και συνεπή θέση απέναντι στις οποιεσδήποτε αυθαιρεσίες, τάσεις συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας είτε μέσα στον κρατικό μηχανισμό είτε μέσα στον κομματικό μηχανισμό; Αν αντίθετα συμ-φωνώ άφωνα και αδιαμαρτύρητα σε κάθε αυθαιρεσία, τότε δεν μεταβάλλομαι άραγε σε άβουλο πιόνι δυνάμεων που με παρασύρουν με τη μεγαλύτερη ευκολία στις όποιες ανεξέλεγκτες κινήσεις τους; Και τότε τι διαφέρω ουσιαστικά σαν πρόσωπο, σαν υποκείμενο με δική του θέληση και οντότητα από τους οποιουσδήποτε οσφυοκάμπτες που φυτρώνουν σαν το χόρτο στα ποικίλα ανελεύθερα καθεστώτα όλων των χωρών και όλων των εποχών;

Δεν κρίνουμε σκόπιμο να συνεχίσουμε αυτή την απαισιόδοξη και ίσως άχαρη αντιπαράθεση ανάμεσα στο πνεύμα του Πολυτεχνείου και τη σημερινή πραγματικότητα. Το Πολυτεχνείο ήταν καρπός μιας εποχής, ήταν το κορυφαίο δραματικό επεισόδιο εκείνης της όχι και τόσο πλούσιας σε ανάλογες ανατάσεις εποχής. Θα θέλαμε μόνο να επισημάνουμε μέσα στα πλαίσια του αγώνα δρόμου που γίνεται από διάφορες παρατάξεις για την  οικειοποίηση των τότε αγώνων, την αντιπαράθεση από τη μία μεριά του Πολυτεχνείου, όπως βιώθηκε από το λαό και εκφράζεται στο σύνθημα «ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ» και από την άλλη μιας στενο-κομματικής και αρτηριοσκληρωτικής αντίληψης, όπως αρθρώνεται στο σύνθημα «Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΡΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ».

Ζει λοιπόν το Πολυτεχνείο ή δικαιώνεται τώρα ο αγώνας; Πού αναφέρεται, πού μας παραπέμπει η δεύτερη αντίληψη - σύνθημα περί δικαίωσης; Τι σημαίνει δικαιώνομαι σε τελευταία ανάλυση; Δύο πράγματα μας λέει το λεξικό: είτε μου αποδίδεται, μου απονέμεται το δίκιο μου, προφανώς από κάποια δικαστική αρχή, είτε εκ των υστέρων αποδεικνύεται ορθός π.χ. ο αγώνας μου ή οι προβλέψεις μου, προφανώς πάλι βάσει κάποιων κριτηρίων ιστορικής φύσης αυτή τη φορά, που υπαινίσσονται ίσως και αυτά την ανάγκη ύπαρξης ενός δικαστηρίου που θα αξιολογήσει τον αγώνα μου ή τις προβλέψεις μου σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια.

Νομίζουμε πως η αντίληψη ενός δικαστηρίου της ιστορίας –που στελεχώνεται από ποιους άραγε;- το οποίο επιβραβεύει ή δικαιώνει την εξέγερση του Πολυτεχνείου εξυπηρετεί τρεις σκοπούς:
1.         Αποκρύπτει κάποιες ιδιαίτερα ενοχλητικές συλλογικές ενοχές που αυτονόητη πηγή τους είναι η μη συμμετοχή στα γεγονότα εκείνα. «Μπορεί εμείς να μην ήμασταν εκεί, αλλά να: τώρα επιβραβεύουμε και δικαιώνουμε του ήρωες».
2.         Εξαίρει, σε αφόρητο βαθμό, το αλάθητο, την άσφαλτη κρίση κάποιων γραφειοκρατών που βασιζόμενοι, υποτίθεται, στη λαϊκή βάση, εξαγγέλλουν ετεροχρονισμένα την ετυμηγορία της δικαίωσης, της επιβράβευσης του χθες. Μήπως υπερβάλλουμε; Χωρίς ούτε για αστείο να διεκδικούμε το δικαίωμα να διερμηνεύσουμε τελεσίδικα και ολοκληρωτικά το πνεύμα του Πολυτεχνείου, ας ρίξει κανείς μια ματιά στον τρόπο που οι ποικίλες παρατάξεις διερμήνευσαν, διαμετρικά αντίθετα η μία από την άλλη, αυτό το πνεύμα σε παλαιότερους εορτασμούς.
3.         Συνδέεται με την ολέθρια άποψη πως τελικά εκείνο που έχει σημασία στην ιστορία δεν είναι αν ένα κίνημα, αν ένας αγώνας είχαν ορθά και ανιδιοτελή κίνητρα, αλλά εάν αυτά εκ των υστέρων μπορούν να ενταχθούν και να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες.

Αντίθετα, ο λόγος για το ζωντανό Πολυτεχνείο που αναφέρεται; Για ποια ζωή μιλάμε; Νομίζουμε πώς η επιβεβαίωση ότι το Πολυτεχνείο εξακολουθεί να ζει, σημαίνει τη ζωή του καθενός μας, που κάθε στιγμή είναι σε θέση δημιουργικά να αναζητήσει την ελευθερία, να βιώσει και να πραγματώσει με αδιάκοπο αγώνα ιδανικά. Προσπάθεια και συνεχής αναζήτηση μιας περισσής ζωής που όλους μας ενώνει, ακριβώς όπως φαντάζεται ο ποιητής(*) τη ζωή να σκύβει και να φωτίζει στοργικά την περιπλάνησή μας.

[* ο Δ. Σαββόπουλος στο γνωστό τραγούδι του]

Πάνος Ερμείδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου