Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Jean Richepin της Γαλλικής Ακαδημίας, “Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία”. Κάποια σπαράγματα του προλόγου σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη. Μου το έστειλε φίλος αγαπητός και το αναρτώ πιστεύοντας πως κάποιοι, ίσως, το διαβάσουν.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αν είχα την απόλυτη βεβαιότητα πως θα μπορούσα ν’ αφιερώσω σ’ αυτές εδώ τις σελίδες όλη την επιστήμη που θα ‘πρεπε, θα το απόφευγα σαν την πανούκλα, τ’ ορκίζομαι στις γυμνές Χάριτες!
            Όχι πως μου ήταν ποτέ ή πως μου είναι τώρα αποκρουστική, ή καημένη. Τα νιάτα μου τράφηκαν με το γάλα της, και σε καμιά εποχή της ζωής μου δεν έπαψα να δίνω δείγματα της ευγνωμοσύνης μου, και ασφαλώς θα συμβαίνει το ίδιο ως τον ύστατο παλμό της καρδιάς μου. Πόσες φορές, στην ώριμη ηλικία, ακόμα και πολύ αργότερα, ακόμα χθες και σήμερα, ενώ αρχίζω να κατεβαίνω την κοιλάδα του σκοταδιού, εδώ που βαδίζω από δω και μπρός – πόσες φορές μου έχει συμβεί, πόσες φορές θα μου συμβεί ακόμα να θηλάσω το σεπτό στήθος της, και με πόση τονωτική απόλαυση!
            Ούτε και έχω όπως, είναι ευνόητο, την παραμικρή απέχθεια για τους αμέτρητους εργάτες, που οι υπομονετικές εργασίες τους χορήγησαν την αναγκαία τροφή στην καλή μητέρα τροφό, για να μείνει το γάλα της πάντα πλούσιο και αστέρευτο. Σε διάστημα μεγαλύτερο από μισό αιώνα, διάβασα το μερίδιο μου, πολύ άφθονο μάλιστα, από όλα τα βιβλία, μ’ αυτά που την είχαν τροφοδοτήσει από την αρχαιότητα ως σήμερα, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και όσο καλύτερα μπορούσε, ποιητές, φιλόσοφοι, ρήτορες, κριτικοί, ερμηνευτές, δημιουργοί ή ερμηνευτές μύθων, συνειδητοί ή ασύνειδοι μυθογράφοι, που μέσα τους είδε και βλέπει ακόμα, η γριά τροφός να στοιβάζονται στις ετοιμόρροπες αποθήκες της τόσο πολύτιμο χόρτο, αλλά και τόσα αγριόχορτα, επίσης και τόσο σπάνια λουλούδια, απ’ όπου οι αθάνατες μέλισσες του ωραίου τρυγούν και θα τρυγούν αιώνια το πιο εξαίσιο μέλι τους.
            Μα τότε; Πρέπει, λοιπόν, για να γράψω τούτες τις σελίδες, να το πάρω απόφαση και να σκαλίσω μέσα σ’ αυτές τις αποθήκες, με το αγκιστρωτό ραβδί του ρακοσυλλέκτη, που μου προσφέρει ειρωνικά η σοφία; Να μασκαρευτώ με κάποιο αξιοθρήνητο αποφόρι, παρμένο από το παλιατζίδικο της σχολαστικότητας, μετατρέποντάς το σε στολή θυρωρού-ξεναγού, που οδηγεί απίθανους περιηγητές μες από αίθουσες μουσείου;
            Όχι, όχι, χίλιες φορές όχι!  Ενεργώντας έτσι, θα ‘κανα, κατά την γνώμη μου, την πιο βδελυρή ιεροσυλία απέναντι σ’ αυτό το φαντασμαγορικό και πάντα ζωντανό κήπο της μυθολογίας. Μπροστά σε ένα τέτοιο έγκλημα, η αγάπη μου για την ελληνική ψυχή εξανίσταται με όλες τις δυνάμεις της. Είναι τόσο παλιά, τόσο βαθιά, τόσο θερμή, που είναι αδύνατον να την εξαναγκάσω να το δεχτεί. Προτιμώ ν’ ακούσω αυτό που μου ψιθυρίζει με αρμονική φωνή στ’ αφτί:
            «Εκεί μέσα πρέπει να μπαίνεις, και να κάνεις και τους άλλους να μπαίνουν, με το χαμόγελο στα χείλια και με ανάλαφρη περπατησιά, σχεδόν φτερωτή, με βήμα ρυθμικό που να μοιάζει με χορό»
            Α!, αυτό που χρειάζεται πραγματικά σ’ αυτές τις σελίδες, το αισθάνομαι, το ξέρω πολύ καλά: είναι κάτι διαφορετικό απ’ τον γραπτό λόγο! Αυτός, αλήθεια, είναι ακίνητος, αδρανής, πετρωμένος, πραγματικά νεκρός, όμοιος μ’ εκείνα τα έντομα και μ’ εκείνες τις πεταλούδες που τις σκοτώνουν καρφιτσώνοντάς τες πάνω σε χαρτόνια και τις μεταβάλλουν σε αλύγιστα πτώματα. Αυτό που χρειάζεται εδώ, είναι ο προφορικός λόγος, που τον ζωντανεύει η ίδια η γέννησή του, και που πάει, έρχεται, τρέχει, πετάει, αποκρίνεται, ζει, διαδίδει τη ζωή του, την πολλαπλασιάζει και τη σπέρνει, πλαταίνοντάς τη με την πνοή, με τους παλμούς της καρδιάς, τις εκρήξεις της σκέψης, τις αποχρώσεις της φωνής, τις χειρονομίες που τον συνοδεύουν, και με ολόκληρο το σώμα και ολόκληρο το είναι σε δράση. Είναι ο μαγικός λόγος, που η τέφρα του εξακολουθεί να αρωματίζει τους διαλόγους του Πλάτωνα. Είναι αυτός που άνθιζε πάνω στα χείλια του θεϊκού Σωκράτη, μεταβάλλοντας τον καταπληκτικό εκμαιευτή  των πνευμάτων σ’ επινοητή του ανθρώπου, επίγειου, επιτέλους, Θεού του εαυτού του.
            Με τι ν’ αντικαταστήσουμε αυτόν το λόγο, το μόνο θαυματουργό; Αλίμονο, με τίποτα – τ’ ομολογώ με ταπεινοσύνη.
            Και όμως, ναι! Ο,τιδήποτε αξίζει περισσότερο, σε τούτη την περίσταση, και από την πιο σοφή διατριβή. Ας δοκιμάσουμε, με κάθε θυσία, αυτό το ο,τιδήποτε, όσο κι αν φαίνεται παράλογο και χιμαιρικό.
            Ας δοκιμάσομε ένα είδος ομιλίας, δίχως σχέδιο ή μέθοδο, στην τύχη, με τις ιδιοτροπίες στροβιλιστού και αυτοσχέδιου χορού, που οι φιγούρες του, δηλαδή οι ιδέες, δε θα υπακούσουν ούτε καν στους νόμους του συνειρμού. Σε αντιστάθμισμα, ανάμεσα στα καπρίτσια και στα χοροπηδήματά τους, ο αναγνώστης θα μπορεί να παρεμβάλλει τις δικές του ιδέες, τα αισθήματά του, τις αναμνήσεις του, τα όνειρά του. Έτσι, εγώ υποβάλλοντας πράγματα στην τύχη, εκείνος απαντώντας σ’ αυτά σιωπηλά, θα υπάρξει μεταξύ μας επικοινωνία και διάλογος και μια οποιαδήποτε αναπαράσταση, όσο αόριστη κι αν είναι, της γόνιμης ζωής, που μονάχα ο ζωντανός λόγος μπορεί να μεταδώσει.
Πάντως αυτή η εισαγωγή στο φαντασμαγορικό κήπο της μυθολογίας, θa χει τουλάχιστον το αναμφισβήτητο πλεονέκτημα να μη μοιάζει με καμιά άλλη.
            Ίσως μάλιστα να μην έχει παρά μόνο αυτό το πλεονέκτημα. Είναι λίγο, το παραδέχομαι – ωστόσο, είναι κιόλα κάτι, και με πολλή μετριοφροσύνη, αρκούμαι σ’ αυτό.

***
            Αυτό που ονομάζουμε θρησκεία, αποτελείται από δύο ουσιαστικά στοιχεία: το δόγμα και τη λατρεία.
            Δόγμα, είναι ένα σύνολο από δοξασίες, καθορισμένες μια για πάντα, αναλλοίωτα.
            Λατρεία, είναι η εξάσκηση, με ένα τελετουργικό επίσης καθορισμένο και αναλλοίωτο, αυτού του δόγματος.
            Η διατήρηση του δόγματος και η εξάσκηση της λατρείας έχουν για εκτελεστές και λειτουργούς ανθρώπους ειδικούς, τους ιερείς.
            Λοιπόν, (κι αυτό, πριν απ’ όλα, πρέπει να καταλάβουμε καλά, όταν μπαίνομε στον κόσμο της μυθολογίας των αρχαίων Ελλήνων), δεν υπήρχε στους αρχαίους Έλληνες τίποτα που θα μπορούσε να μοιάζει με επίσημο δόγμα και επίσημη λατρεία. Δεν υπήρχε επίσημη θρησκεία του κράτους.  
            Πάνω σε παλιά πελασγικά ή σημιτικά τελετουργικά, οι πρώτοι Έλληνες επινόησαν, πασχίζοντας να τα καταλάβουν και να τα ερμηνεύσουν, μύθους και αφηγήσεις, δίνοντας ελεύθερο πεδίο στην πλούσια και γόνιμη φαντασία τους. Αλλά οι ποιητές και οι καλλιτέχνες τους, που χρησιμοποιούσαν αυτούς τους μύθους και τις αφηγήσεις, μπορούσαν να τους μεταμορφώνουν απεριόριστα.
            Εκτός από μερικές πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, όπως η οικογένεια των Ασκληπιαδών (γιατροί, απόγονοι του Ασκληπιού) και των Ευμολπιδών (Ελευσίνια Μυστήρια), δεν υπήρχε ιερατική τάξη, που ν’ αποτελείται από τακτικούς ιερείς. Όπως και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι, οι ιερείς εκλέγονται στην Αθήνα για ορισμένο χρονικό διάστημα, ανανεώσιμο, και ήταν πολίτες που εκτελούσαν, όπως οι άλλοι πολίτες, όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά τους καθήκοντα. Τους θύτες τους εκλέγανε κατά προτίμηση ανάμεσα στους μαγείρους, σαν πιο ενδεδειγμένους για να σφάζουν και να τεμαχίζουν τα ζώα που θυσιάζονταν στους θεούς.
            Οι μεγάλες τελετές της δημόσιας λατρείας ήταν καλλιτεχνικά και αναπαραστατικά πανηγύρια, τραγούδια, χοροί, θεατρικές παραστάσεις, που οι διοργανωτές τους ήταν κυρίως χορηγοί, ποιητές, καλλιτέχνες, και που τα δευτερεύοντα πρόσωπα προέρχονταν από το πλήθος.
            Από τούτες τις διάφορες διαπιστώσεις προκύπτει – δεν είν’ έτσι; - πως οι Έλληνες δεν είχαν ποτέ αυτό που οι σημερινές κοινωνίες, και άλλες αρχαίες κοινωνίες, έχουν επινοήσει και εφαρμόσει με το όνομα ή τη μορφή θρησκείας του κράτους.  
            Μ’ αυτό το κλειδί που έχουμε τώρα για να ανοίξουμε την πόρτα του μυθολογικού κήπου, ας μπούμε κι’ ας χορέψομε χαρούμενα το χορό των ιδεών και  των ονείρων που μπορούμε να δρέψουμε εκεί μέσα!

***
            Για τον Ηρόδοτο, τον πατέρα της ιστορίας, ολόκληρη η Ιστορία συνοψίζεται στην πάλη, που αδιάκοπα ανανεώνεται, μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας, δηλαδή, με δυο λόγια, στο υπέρτατο καθήκον που επέβαλλε στον εαυτό του ο Έλληνας για να μην αφήσει το Βάρβαρο να τον καταβροχθίσει. Και το ζήτημα δεν ήταν ν’ αμυνθεί μονάχα, σα μια λεία που αντιστέκεται στον κυνηγό, αλλά πάνω απ’ όλα να διασώσει την ελληνική ψυχή, που την απειλούσε μ’ εκμηδένιση η βαρβαρική ψυχή. Επειδή ο διορατικός και προφητικός Ηρόδοτος καθορίζει ειδικά αυτό, που και σήμερα εξακολουθεί να ‘ναι αλήθεια:
            «Αυτό που ξεχωρίζει ανέκαθεν τον Έλληνα από το Βάρβαρο, είναι πως ο Έλληνας ρέπει ανέκαθεν προς τη γνώση και είναι λιγότερο προσιτός στις παράλογες ευπιστίες».
            Αποσαφηνίστε το, αν θέλετε να δείτε ό,τι υπονοεί:
            «Ο Βάρβαρος είναι στην ουσία μυστικιστής, κι ο Έλληνας είναι στην ουσία λογικός»
Ο Κικέρων έχει πει για το Σωκράτη πως είχε κάνει τη Φιλοσοφία να ξανακατέβει από τον ουρανό στη γη. Δεν είναι αρκετό αυτό που είπε. Ο Σωκράτης, στην πραγματικότητα, ξανάφερε από τον ουρανό στη γη, όχι μονάχα τη Φιλοσοφία, και ειδικά τη μεταφυσική, αλλά επίσης και προπάντων την ίδια τη θρησκεία. Τα σχόλιά του σχετικά με το «γνώθι σ’ αυτόν» δεν υπολείπονται σε τίποτα από τούτο το τολμηρό απόφθεγμα:
            «Μάθε τι αξίζεις άνθρωπε, και γίνε Θεός του εαυτού σου»
            Αυτός ο πρωτοπόρος έχει πει κι αυτό το «Άνοιξε πόρτα» του μέλλοντος, που η ανθρωπότητα τ’ ονειρεύεται και που δεν το’ δε ακόμα να πραγματοποιείται:
            «Δεν είμαι μονάχα πολίτης της Αθήνας: είμαι ταυτόχρονα και πολίτης του κόσμου».
            Σημειώσετε, παρακαλώ, μια και το ‘φερε ο λόγος, κάτι που θα σας διαφωτίσει σχετικά με τη θαυμάσια ανεξιθρησκεία του αθηναϊκού λαού: Ο άνθρωπος που δίδασκε με τόση τόλμη ιδέες και αρχές τόσο αντίθετες καταδικάσθηκε σε θάνατο, είν’ αλήθεια γι’ αυτή την αιτία, αλλά με πλειοψηφία έξι ψήφων, ούτε μία περισσότερο, πάνω σε πεντακόσιους πενήντα εφτά ψηφίσαντες: και τον είχαν αφήσει πάνω από τριάντα χρόνια να διδάσκει τις ιδέες του στη νεολαία.
Σημειώστε ακόμα και τούτο το γεγονός, που δείχνει πως αυτός που θεοποίησε τον άνθρωπο, αγαπούσε και τους χαριτωμένους ανθρωπόμορφους θεούς της πατρίδας του: γιος του αγαλματοποιού Σωφρονίσκου, θα μπορούσε να “χε γίνει κι’ ο ίδιος ανταγωνιστής του Φειδία – γιατί ο Παυσανίας λέει πως είχε δει στην Ακρόπολη, ακόμα τότε, ένα έργο του Σωκράτη, και μάλιστα πολύ ωραίο, ένα σύμπλεγμα «Χάριτες» που προανάγγελναν ένα μέλλοντα μεγάλο καλλιτέχνη.
            Α!, πώς να μη λατρεύεις αυτό το λαό και τη Μυθολογία του, όταν ένας φιλόσοφος με μορφή Σειληνού μπορούσε ταυτόχρονα ν’ απαρνιέται τους θεούς και να σκαλίζει στο μάρμαρο θεές, με τέχνη τόσο θεϊκή.

***
            Μπαλέτο ιδεών χωρίς συνειρμό ιδεών, είχα πει πριν αρχίσουμε το χορό μας μέσα στον ωραίο κήπο.
            Έ, λοιπόν ας διαψεύσουμε τον εαυτό μας για μια φορά! Μ’ εξαναγκάζει σ’ αυτό η λέξη «ανθρωπόμορφος» που είπα πιο πάνω. Υποχωρώ. Ναι, τέτοιοι ήταν οι θεοί των Ελλήνων, και για τούτο πάντα τους αγαπούμε.
            Ο μυστικιστής φαντάζεται ένα Θεό απρόσιτο, μέσα στο άπειρο, στο άγνωστο. Από κει πηγάζουν οι θρησκείες του, που αποσκοπούν στον αφανισμό μέσα σ’ αυτόν τον Θεό, με την έκσταση, έστω κι’ αν αυτός ο Θεός είναι τελικά η Νιρβάνα, δηλαδή το απόλυτο μηδέν.
            Ο Έλληνας, λογικός και διαλογιζόμενος, δεν παραδέχεται δεν παραδέχεται τίποτα που δεν μπορεί να περάσει από το φίλτρο του λογικού του. Ό,τι του φαίνεται άφταστο, παραιτείται από την προσπάθεια να το φτάσει. Ό,τι κρίνει πως είναι αδύνατον να το μάθει, δεν θέλει να το μάθει, τουλάχιστον μέχρι νέας διαταγής. Διατηρεί την ελπίδα πως ίσως μια μέρα να το κατανοήσει, αλλά, στο μεταξύ, βρίσκει περισσότερο αντάξιο και του Θεού και του ανθρώπου, να προσπαθεί ο άνθρωπος να κατανοήσει το Θεό, που ο ίδιος έχει πλάσει με τη φαντασία του. Και καταγίνεται σ’ αυτό με όλες τις δυνάμεις του, Σ’ αυτό κυρίως ασχολείται ο Σοφός.
            Από κει προκύπτουν οι θεοί του, μεγαλύτεροι, ωραιότεροι και πιο ευτυχισμένοι από τον ίδιο, αλλά, «κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του», με τις δικές του αρετές και με τα δικά του βίτσια, που τα δικαιολογεί, ως και με τα ένστικτά του, που μ’ αυτό τον τρόπο τα θεοποιεί.
            Και γιατί όχι, τέλος πάντων; Και θα μπορούσε κανείς να μεμψιμοιρήσει μ’ αυτά όταν διαβάσει τα εξαίσια και διασκεδαστικά παραμύθια που έγραψαν οι ποιητές, όταν απολαμβάνει με τα μάτια του τα υπέροχα ομοιώματα που σκάλισαν στο μάρμαρο ή ζωγράφισαν τόσοι επιτήδειοι και μεγαλοφυείς καλλιτέχνες;
            Μεθύστε μ’ αυτούς τους μύθους και μ’ αυτές τις μορφές, όπως θα εμφανιστούν τυχαία μπροστά μας όσο θα χορεύουμε στον κήπο των θαυμάτων. Για τους ίδιους τους παλιούς θεούς, αν υπάρχουν ακόμα πάνω στον Όλυμπό τους, θα ‘ναι το πιο εκλεκτό νέκταρ κι η πιο γλυκιά αμβροσία.
            Πιστέψτε με, ας μην είμαστε πιο σεμνότυφοι από κείνους! Ενσαρκώνουν όλες τις ανθρώπινες χαρές.

***
            Υπάρχουν, ναι ή όχι, μεταφυσικές και κοσμογονίες, κρυμμένες κάτω από τούτες τις χαριτωμένες, και κάποτε τρομαχτικές, και, μερικές φορές, πολύ μπερδεμένες αλληγορίες;
            Και ναι και όχι! Έχει γίνει τόση κατάχρηση σε κάτι τέτοιες ερμηνείες, που καλό είναι να δυσπιστεί κανείς λιγάκι. Οι καθαυτό μυθολόγοι, οι λεπτεπίλεπτοι ερμηνευτές, έχουν εξονυχίσει, περισσότερο απ’ ό,τι θα ‘πρεπε, μύθους που η προέλευσή τους είναι συχνά λαϊκή, ή έργα της φαντασίας ποιητών, που είχαν μπολιάσει καινούργιους μύθους πάνω σε παλιούς, έτσι που ο ένας μύθος να γεννάει τον άλλον επ’ άπειρο.
            Ωστόσο, ορισμένοι μύθοι, ιδίως οι θεογονικοί, είχαν για αναμφισβήτητη να εκφράσουν κοσμογονικές αρχές. Παράδειγμα: ο μύθος του Ησίοδου σχετικά με τον Έρωτα οργανωτή του χάους και δημιουργό. Δίχως να λογαριάσουμε πως ο Έλληνας, που έβαλε την Έριδα στην ακολουθία του Έρωτα, ίσως να θέλησε, μ’ αυτό το ειρωνικό και χαμογελαστό συνταίριασμα, να συμβολίσει την παγκόσμια έλξη και την παγκόσμια διάχυση,  ρυθμό της αναπνοής του κόσμου.
            Αλλά πού μπορεί να φθάσει κανείς ακολουθώντας αυτόν το δρόμο; Και δεν είναι πιο φρόνιμο, πιο μέσα στα όρια του μέτρου, πιο λογικό, αληθινά πιο σύμφωνο με τον ελληνικό χαρακτήρα, ν’ αρκεστούμε στους αφηγητικούς μύθους δίχως να τους παραφορτώνουμε με φαντασμαγορίες μεταφυσικές, τις διπλά και τριπλά ακατανόητες, που λέγονται υπερβατικές;

***
            Ευλογημένος να ‘ναι ο Β. Μπερνάρ, που από το 1894 στο έργο του «Προέλευση των αρκαδικών τύπων λατρείας» καθάρισε επιτέλους το νου και το μνημονικό μας απ’ όλη τη σαβούρα, ειδικά γερμανική, που επέβαλλε στη μεσογειακή Μυθολογία μια γένεση αναγόμενη στις μεταναστεύσεις των Αρίων, και που κοιτίδα τους ήταν τα οροπέδια της κεντρικής Ασίας! (αν ήταν δυνατόν να υπάρξει πολιτισμός στις παγωμένες στέπες της Σιβηρίας).
            Ευλογημένος να ‘ναι ακόμα, που κάτω από τόσα και τόσα ρουμάνια, ανακάλυψε εντελώς καινούργια μονοπάτια στον κήπο της Μυθολογίας, διατυπώνοντας, λόγου χάρη, αρχές σαν αυτές εδώ, που θα μας οδηγήσουν γρήγορα και ασφαλώς σε γωνιές και σε παραμεριές γεμάτες λουλούδια, που ούτε καν τα φανταζόμασταν:
            «Ο μυθολόγος θα ‘πρεπε να θεωρεί την κοινή μυθολογία, όχι σαν την πηγή αλλά σαν τη συμβολή μυθολογικών διαλέκτων. Πριν να καταπιαστεί με τη Μυθολογία των Ελλήνων, πρέπει ν’ ανασυστήσει την Μυθολογία των Αρκάδων, των Σπαρτιατών, των Αθηναίων, των Θεσσαλών, των Βοιωτών κ.λ.π. Η συνθετική μέθοδος, που ήταν σε χρήση ως τώρα, πρέπει να αντικατασταθεί με μια μέθοδο αναλυτική και τοπική»

***
            Μην ξεχνούμε τον Λουί Μενάρ, εξαίρετο ποιητή και σπάνιο φιλόσοφο, που πρώτος αυτός, στο βιβλίο του «Ελληνικός Πολυθεϊσμός», διατύπωσε αυτή την άποψη, που εισδύει ως το βάθος της ελληνικής ψυχής, δηλαδή πώς η ψυχή αυτή επινόησε στο ολόκληρο και μας κληροδότησε αυτό που ο Μενάρ αποκαλεί τόσο υπέροχα «Δημοκρατικό Θρησκευτικό Κράτος».
            Πόσο βαθιά κατανόηση και τι φως που ρίχνει πάνω σε ολόκληρη αυτήν τη Μυθολογία! Τις πολλαπλές, διαφορετικές και συχνά τόσο αντιφατικές (φαινομενικά) δυνάμεις μέσα στη φύση, οι Έλληνες τις είχαν ενσαρκώσει σε θεούς. Έτσι η λογική τους παραδεχότανε πως θελήσεις άγνωστες σ’ εμάς κυβερνούν ή φαίνονται να κυβερνούν τον κόσμο. Ωστόσο, πλάι σ’ αυτές τις θελήσεις, όχι κάτω απ’ αυτές αλλά ακριβώς πλάι, διαπίστωσαν μέσα στον ίδιο τον εαυτό τους, τη θέληση του ανθρώπου, που μπορούσε να κατορθώσει, με την τάξη, με το νόμο, με την επιστήμη, να ταξινομεί και να χρησιμοποιεί αυτές τις δυνάμεις, ακόμα και να τις μετατρέψει σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ελπίδες του ανθρώπου.
            Τι σύλληψη ρωμαλέα κι ενθαρρυντική, τι πίστη στο λογικό μας! Επειδή η Φύση, στο κάτω - κάτω, δεν είναι ούτε καλή ούτε δίκαιη, αν όμως ο άνθρωπος τη θέλει καλή και δίκαιη, η δική του θέληση θα θριαμβέψει τελικά.
            Σ’ αυτό το σημείο, ο Μενάρ συναντάται με το Σωκράτη. Μέσα στη χίμαιρα θα πείτε ! Τι μ’ αυτό; Και, άλλωστε, ποιος ξέρει; όπως και να ‘ναι, πρόκειται για κάτι ωραίο και υπέροχο, κι αξίζει να το διακινδυνέψουμε – κι ο ευγενικός μεσογειακός πολιτισμός πάντα το διακινδύνεψε, και πάντα με επιτυχία, ως ακόμα τούτο τον τελευταίο καιρό, που ο Έλληνας νίκησε άλλη μια φορά το Βάρβαρο, κι η ανθρώπινη Δημοκρατία επέβαλλε το Δίκαιο στη τυραννία της Δύναμης.        
***
            Ναι, βέβαια, η Παλλάς Αθηνά, η θεά του καθαρού Λόγου, βγήκε από το κεφάλι του Δία, κι επομένως δεν έχει μητέρα. Πρέπει, από τούτο το σύμβολο, να συμπεράνουμε πως το ελληνικό πνεύμα περιφρονούσε τη Γυναίκα; Αν σας το πουν, μην το πιστέψετε.
            Σκεφτείτε πως η Κυπρίς Αφροδίτη, η θεά της Ομορφιάς, δε γεννήθηκε ούτε από πατέρα  ούτε από μητέρα, αλλά από τον αφρό των κυμάτων, από κείνον το λαμπυριστό αφρό, που το κάθε σημείο του έχει καθρεφτίσει ολόκληρο τον ουρανό, όλα τα’ αστέρια  κι’ όλες τις ηλιαχτίδες, κι όλα τα σύννεφα με τις φαντασμαγορίες τους που πάντα παραλλάζουν και ξαναγεννιούνται – και συγκρίνεται την κυριαρχία της Κυπρίδας με την κυριαρχία της Παλλάδας, και παραδεχτείτε πως είναι, από τις δύο, η πιο δυνατή σε όλους τους μύθους.
            Θα διαπιστώσετε τότε πως ο Έλληνας, τόσο βαθιά λογικός και στοχαστής, ήταν επίσης, και ίσως ακόμα πιο βαθιά, προπάντων καλλιτέχνης. Αν τολμούσα, πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, να θεωρήσω τον εαυτό μου «μυθοποιό», όπως λέει ο Πλάτων, θα ‘φτιαχνα πρόθυμα έναν καινούργιο μύθο, και θα ‘δινα στον Έλληνα δυο μητέρες, την Παλλάδα και την Κυπρίδα – κι αυτή η τελευταία θα ‘ταν η πιο όμορφη μανούλα του κι η πιο αγαπημένη. 
            Επειδή η Ομορφιά, η αγάπη του Ωραίου, η αγάπη του Έρωτα, η χάρη και το χαμόγελο – αυτά, για τον Έλληνα, συνοδεύουν πάντα και παντού τη Σοφία και τη Λογική. Και αληθινή κυρίαρχη του Ολύμπου του και της Μυθολογίας του, είν’ αυτή που ο μεγάλος Ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος της έχει δώσει αυτό το όνομα που θριαμβεύει και ακτινοβολεί παγκόσμια: hominum divumque voluptas: ανθρώπων και θεών ηδονή.

***
            Καινούργιο σκόνταμα στο πρόγραμμά μας: ένας γρήγορος συνειρμός ιδεών ανάμεσα σε δύο σκερτζόζικα χορευτικά βήματα ! Τ΄ αφιερωμένα στην Κυπρίδα λουλούδια ήταν το ρόδο κι η μυρτιά, και για ευνοούμενα πουλιά είχε τον κύκνο, το περιστέρι και το σπουργίτη.
            Πριν ξαναπιάσουμε το χορό, χασομερήσετε λίγο για ν’ απολαύσετε όλους τους συμβολικούς χυμούς που κλείνουν μέσα τους αυτές οι πέντε λέξεις: το ρόδο, η μυρτιά, το περιστέρι κι ο σπουργίτης.
            Οι νεαροί Αθηναίοι εκπαιδεύονται, όλοι ομοιόμορφα, σε δωρεάν σχολεία, φοιτώντας υποχρεωτικά σ’ αυτά από έξι ως δεκαοχτώ χρονών. Αποστήθιζαν όλα τα καλύτερα μέρη των καλύτερων ποιητών, κυρίως ολόκληρο τον όμηρο, όπως αναφέρει ρητά ο Αριστοφάνης. Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως ήταν διαποτισμένοι από τη Μυθολογία και πως τίποτα δεν μπορούσε να τους ξεφύγει.
            Προσθέσετε σ’ αυτό πως τους μάθαιναν να διαβάζουν, να γράφουν, να λογαριάζουν, να κολυμπούν και να τρέχουν και ξέχωρα μουσική και χορό.
            Μόνο από τα δεκαοχτώ έως τα είκοσι χρόνια τους μάθαιναν τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του πολίτη. 
            Και να ο θαυμάσιος όρκος που έδινε ο εικοσάχρονος Αθηναίος, πριν να μπει στη Δημόσια ζωή,  μπροστά στους γονείς του και στους άρχοντες:
            «Ορκίζομαι να υπακούω τους νόμους, να σέβομαι τους θεσμούς των προγόνων, να μην ατιμάσω τα όπλα μου, να μην εγκαταλείψω ποτέ τον ομόστιχο σύντροφό μου στη μάχη, να πολεμήσω ως την τελευταία πνοή μου για να υπερασπίσω τους βωμούς και το έδαφος της πατρίδας, και τέλος να καταβάλω κάθε προσπάθεια για να αφήσω την πατρίδα μου σε καλύτερη κατάσταση απ’ ότι τη βρήκα».
(είδατε πουθενά όρκο σε Θεούς ; αυτοί είναι οι Έλληνες που μεγαλούργησαν)
            Και ύστερα (ο καλός πολυγράφος Αθηναίος δεν το αναφέρει, αλλά το μαντεύουμε) πήγαινε να θυσιάσει στην Κυπρίδα ένα περιστέρι ή έναν σπουργίτη, πιθανόν και τα δυο μαζί.

***
            Αυτοί οι Αθηναίοι, το άνθος της Ελλάδας, ήταν περισσότεροι από τριακόσιες με τετρακόσιες χιλιάδες, αλλά η Αθήνα, την εποχή της ακμής της, κυβερνούσε είκοσι εκατομμύρια συμμάχους και υπηκόους και αποτελούσε το κέντρο τους. Η επιρροή της απλωνόταν στη Μικρά Ασία, στα νησιά, στη Σικελία, στη Μεγάλη Ελλάδα, ακόμα και στη δική μας Προβηγκία και στην Ισπανία. Απ’ όλες τούτες τις χώρες ερχότανε κόσμος στα πανηγύρια της.  Και γυρίζανε στον τόπο τους συναποκομίζοντας τις ιδέες της, τους μύθους της, τη χάρη και το χαμόγελό της. Από τον Όλυμπό της κυλούσαν όλα τα ρεύματα, φουσκώνοντας αυτήν τη θάλασσα που υπήρξε η κοιτίδα και παραμένει η δεξαμενή του μεσογειακού πολιτισμού. Η Παλλάς Αθηνά, δεσπόζοντας την Αθήνα από το ύψος του Παρθενώνα, και η Κυπρίς Αφροδίτη, σμίγοντας με όλους τους ρόδινους και πράσινους αφρούς των κυμάτων της, είναι για πάντα οι προστατευτικές θεότητές της. Σήμερα, σ’ εμάς το χρωστούν πως εξακολουθούν να ‘ναι αθάνατες. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου