Παρασκευή 19 Απριλίου 2013


Ο φίλτατος Πάνος Θεοδωρίδης (κατά κόσμον Πετεφρής) περιγράφει, με ενδιαφέρουσα ενάργεια, την Ελλαδική πραγματικότητα αλλά και την Θεσσαλονικιώτικη ιδιομορφία. Οι καιροί που πέρασαν, από την ημέρα συγγραφής του συγκεκριμένου πονήματος μέχρι την σημερινή, "εν οικονομική κρίσει" κοινωνική μας αφασία, δεν αφαίρεσαν την επικαιρότητα των γραφομένων μια και αρνούμαστε πεισματικά να αλλάξουμε τόσο την "τρίχα όσο και την κεφαλή" μας.....



Μετά από επτά χρόνια γρουσουζιά... του Πάνου Θεοδωρίδη, πολυγραφότατου, ευρυμαθούς, ευκλεούς, εφήβου ες αεί.


 Πήρα μια παραγγελία από τον Νούλη, μήνα Νοέμβριο του 2006, να γράψω ένα κείμενο "δεκαετίας" για τα δέκα χρόνια του ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΥ, 1996-2006. Κυκλοφόρησε την Κυριακή, 26  Νοεμβρίου ένα τεύχος που διανεμήθηκε με το Κυριακάτικο φύλλο, με πολλά πρωτοσέλιδα της εφημερίδας και με αυτό το κείμενο, που το τέλειωσα 9 Νοεμβρίου, δίκην εισαγωγής. Νομίζω πως αποτυπώνει την ατμόσφαιρα της δεκαετίας που μας έχωσε στα σκατά ως το σαγόνι. Πέρασαν εξάλλου επτά χρόνια από τότε. Είχα πέντε μήνες που ξεκίνησα αυτό το blog, και ζούσα στην Κέρκυρα.



ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΑΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ..


Ο κόσμος

Στον πλανήτη, το 1996, είχανε ξεσπάσει τα πρώτα σκάνδαλα με τις τρελές αγελάδες, η Ευρώπη μούδιαζε από τον απόηχο των πολέμων για την Βοσνία, αλλά η Τζάνετ Τζάκσον κατάφερνε να υπογράψει με την Virgin το πιο ακριβό συμβόλαιο στην ιστορία της showbizz.
Το διαδίκτυο και η κινητή τηλεφωνία διέθεταν τα πλέον ελπιδοφόρα νούμερα στις εμπορικές προβλέψεις. Την άλλη χρονιά, το Χονγκ Κονγκ γίνεται μέρος της ηπειρωτικής Κίνας και σημαδεύει την απαρχή μιας εντυπωσιακής περιόδου που αλλάζει δραστικά την αχανή χώρα. Η Ευρώπη αισθάνεται αρκετά ευτυχής και προαναγγέλλει την είσοδο έξη νέων κρατών. Αλλά τα μπερεκέτια δεν είναι παντοτινά.
Το 1998 ξεκινάει η αναταραχή στο Κοσσυφοπέδιο αλλά και το σκάνδαλο Λεβίνσκι στην άλλη όχθη. Το παλαιστινιακό μοιάζει άλυτο και η Ρωσία πνίγεται στις οικονομικές δυσκολίες. Αυτά φαίνονται ασήμαντα μπροστά στον πόλεμο εναντίον της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας το 1999, στον μεγάλο σεισμό της Τουρκίας, στην απίστευτη επιτυχία του «Τιτανικού», στην παραφιλολογία και παραλογοτεχνία και παραεπιστήμη που αναπτύσσονται παγκοσμίως με την επικείμενη εμφάνιση του αριθμού 2000 στο χριστιανικό χρονολόγιο.  Έτσι, δεν είναι προς απορία ότι το σημαδιακό έτος θα ενοχληθεί μόνον από δεύτερα ζητήματα, όπως η απορρόφηση της Time Warner από την AOL.
Το 2001 μας βρίσκει με Μπούς, με το σύμφωνο του Κυότο που υπογράφουν 178 χώρες και με συρράξεις περιφερειακές, από τα Βαλκάνια έως την Αφρική. Ώσπου ο εμβολισμός των διδύμων πύργων της Νέας Υόρκης, δημιουργεί ένα νέο συμβολικό γεγονός, που παρασύρει τα πάντα. Οι Φουκουγιάμα και Χάντιγκτον μοιάζουν απόλυτα ξεπερασμένοι, την ώρα που η Δύση μπουκάρει στο Αφγανιστάν. Τα πλήθη ανακαλύπτουν την γοητεία του reality. Διαδίκτυο και ψηφιακά σύνεργα πολλαπλασιάζονται πολλές φορές επί τον εαυτό τους, προκαλώντας κύμα κατανάλωσης σε προϊόντα που δεν υπήρχαν (κυριολεκτικά) παρά στα κόμικς.
Η επόμενη χρονιά, θα αναδείξει τον κλωνισμό και την γονιδιακή επανάσταση, με όλην την αφέλεια μιας καινοφανούς σειράς θεωριών. Ωστόσο, το 2003 ο γονιδιακός κώδικας ξετυλίγεται, και το γεγονός δεν θεωρείται πλέον κατάκτηση του ανθρωπίνου πνεύματος, επειδή τα πάντα έχουν προσεκτικά προμετρηθεί και κατοχυρωθεί. Είναι η χρονιά που η Λιβύη αλλάζει ρότα, η χρονιά που αρχίζει η εισβολή και η κατοχή του Ιράκ. Το 2004 θα τρομάξει θανάσιμα και η Μαδρίτη, ενώ η χρονιά τελειώνει με το χριστουγεννιάτικο τσουνάμι, που σκοτώνει εκατοντάδες χιλιάδων ανθρώπους σε τοπία που παραπέμπουν σε τουριστικούς παραδείσους, περιοχές με αντάρτες και φτωχά ψαροχώρια.
Το 2005 , οι καθολικοί έχουν νέο Πάπα. Η Μέση Ανατολή περιδινείται στην θύελλα που δεν φαίνεται να κοπάζει και εκδηλώνεται φέτος η εισβολή στον Λίβανο, που φυσικά δεν θα μείνει στην ιστορία ως μέρος κάποιας λύσης.


Αποτίμηση

Μέσα σε δέκα χρόνια, ο κόσμος άλλαξε πολύ, αλλά δεν προφτάσαμε, φυσικά, να αντιληφθούμε τις αλλαγές.
Οι νέες καθημερινές συνήθειες, ως εξέλιξη μιας διαδικασίας που ξεκίνησε πριν αρκετές δεκαετίες, έχουν δημιουργήσει ένα νέο τοπίο.
Πριν δέκα χρόνια δεν υπήρχε η έντονη παρουσία της Κίνας και οι ενεργοβόρες ανάγκες της που επιστρέφονται ως φτηνά καταναλωτικά προϊόντα.
 Πριν δέκα χρόνια, πολύ λιγότεροι άνθρωποι είχαν συνδέσει την ύπαρξή τους με το πληκτρολόγιο και το μόνιτορ. Μεγάλο μέρος της παραγωγής μουσικής, κειμένων και εικόνας δεν περνάει από κάποια χειρωναξία.
Το συμπέρασμα «δεν υπάρχει στο Ιντερνέτ, άρα δεν υπάρχει πουθενά» είναι ακόμη πρόωρο, αλλά ορατό. Οι νέες τεχνολογίες δεν αφομοιώνονται, αλλά ακυρώνονται, μόλις προκύψουν νέες.
Για πρώτη ίσως φορά στον πλανήτη, το παρελθόν καταλαμβάνει μικρότερο αποθηκευτικό χώρο από τον όγκο των πληροφοριών που παράγονται σε μία και μοναδική ημέρα.
Όσο για το που βρισκόμαστε, τι γίνεται γενικώς και τα παρόμοια, μήτε η ανακάλυψη και άλλων Ελλήνων στον πλανήτη και στο διάστημα, μήτε  η ανακάλυψη του πιο μακρινού πλανήτη (Μαθουσάλας, 13.7 δισεκατομμύρια έτη φωτός) έλυσε κάποιο πρόβλημα..


Η χώρα

Τον Σεπτέμβριο του 1996, στην Ελλάδα γίνονται εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ τις κερδίζει καταφέρνοντας να διαχειριστεί έναν πρωτοφανή εμφύλιο μεταξύ εκσυγχρονιστών και προεδρικών χάρη στην συγκολλητική ουσία της εξουσίας. Για πρώτη φορά, ο πράσινος ήλιος γίνεται αποδεκτός από τους οπαδούς της ελεύθερης αγοράς. Η Νέα Δημοκρατία δεν αργεί να συλλάβει το μήνυμα, ο Κώστας Καραμανλής εκλέγεται αρχηγός του κόμματος και καταφέρνει σε τέσσερα χρόνια να διεκδικεί τον μεσαίο χώρο, μια αληθοφανή φαντασίωση και να ανεβάζει τα ποσοστά της σε ένα δυσμενές γι αυτήν περιβάλλον.
Αλλά και στο ΠΑΣΟΚ, ο εσωτερικός αγώνας ξεφτίζει σε σκιαμαχία. Ο Κώστας Σημίτης από τον Σεπτέμβριο του 1997 έχει την ευθύνη μιας Ολυμπιάδας και θέτει ως στόχο μια, έστω ονομαστική σύγκλιση με την Ευρώπη. Ο κρατικός μηχανισμός είναι ανέτοιμος (και πανέτοιμος όπου δεν χρειάζεται), ο μετασχηματισμός του παίρνει χρόνο, δεν είναι πετυχημένος, αλλά μάλλον πυροσβεστικός.
Ωστόσο οι προσδοκίες γιγαντώνονται. Στο χρηματιστήριο ξεκινά μια κερδοσκοπική τρέλα, οι τράπεζες βγάζουν τα χρήματά τους στον αέρα και ξεκινούν την άλωση της καταναλωτικής πίστης, οι Έλληνες ψωνίζουν ακατάσχετα, ενίοτε καθοδηγούμενοι, και η υπόθεση Σορίν Ματέι μεταθέτει την τηλεόραση σε ρόλο προεισαγγελέα, ρόλο που θα επαυξήσει με ακρότητα στα χρόνια που έρχονται.
Οι διαδόσεις για παράνομο πλουτισμό διογκώνονται, η Ολυμπιακή προετοιμασία περνάει από παιδικές αρρώστιες, αλλά κυριαρχεί μια αίσθηση ευνοϊκού μέλλοντος, που αποτυπώνεται και στην Eurostat, ενώ η συνήθης διαδοχή μεταξύ της πολιτικής πράξης, της παρουσίασής της από τα ΜΜΕ, και της αντίδρασης του κοινού, τείνει να καταργηθεί.
Τώρα πλέον ο πολιτικός χειρισμός και τα ζητήματα που τίθενται από την βάση, συνωστίζονται υποτακτικά περιμένοντας την προβολή τους, άρα ο έλεγχος των μηχανισμών προβολής, αναβιβάζεται σε μείζονα στρατηγική επιλογή. Στην Ελλάδα, το φαινόμενο, γνωρίζοντας πρωτοφανή και ζηλωτική ακμή, αφήνει πολλά περιθώρια για έναν ιδιότυπο «εισαγγελισμό» της κοινωνίας.
Οι εκλογές του 2000, που κρίθηκαν στο νήμα, σηματοδότησαν νέες προτεραιότητες. Βαθμιαία η χώρα απορροφάται από την Ολυμπιακή προετοιμασία, οι στόχοι της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης φαίνεται να παλεύονται, αλλά το σοκ του χρηματιστηρίου και η ψαλίδα των εισοδημάτων που ανοίγει, δημιουργούν ιδεώδεις συνθήκες για την αντιπολίτευση.
Ανοίγει ένα μέτωπο καθημερινότητας που έχει απήχηση στο κοινό και στα μέσα, που ήδη πριν από την στροφή της χιλιετίας, έχουν επεκτείνει τον ανταγωνισμό τους εκτός των βραδινών δελτίων και η ενημέρωση (ένα πράγματι μεταλλαγμένο προϊόν) απλώνεται στην χώρα από τα χαράματα, αλλάζοντας παραδοσιακές συνήθειες του νεοέλληνα.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα της περιόδου, είναι η διαμάχη περί ταυτοτήτων και αναγραφής του θρησκεύματος ως εκκίνηση μιας μεγάλης δημόσιας αντιπαράθεσης για τον πολυπολιτισμό, ένα άνωθεν επιβαλόμενο μόρφωμα δοξασιών, που ανακίνησε πλήθος θεμάτων.
Η εισαγωγή του ευρώ, πυροδότησε αρκετά φουρνέλα σε μία κοινωνία εθισμένη πολλά χρόνια σε επιβίωση  μέσα σε συνθήκες πληθωρισμού. Και μόνον η παρατήρηση ότι εξαφανίστηκε αστραπιαία η αγοραστική δύναμη των μικρών νομισματικών αξιών, δείχνει την πίεση που υφίστανται τα εισοδήματα αυτών που δεν έχουν πρόσβαση στον δανεισμό, καθώς η ψευδαίσθηση της ευημερίας επιβιώνει χάρη στα δανεικά που είναι πλέον προσβάσιμα από πλήθος πολιτών.
Οι εκλογές του 2004 έδωσαν μια μεγάλη πλειοψηφία στην Νέα Δημοκρατία, που κυβερνά με διαφορετικές ορίζουσες, πράγμα που ερμηνεύει πλήθος παράξενων για το γενικό κοινό ενεργειών που είχε εκπαιδευτεί σε διαφορετικό ύφος διαχείρισης της εξουσίας.
Δεν είναι ίσως ακριβές (αν και είναι εποπτικό) ότι η εξουσία απέκτησε συνεταίρους, αλλά είναι σίγουρα ακριβέστερο ότι είχε πάντοτε αφανείς εταίρους, που σήμερα ενώνονται υπό παράδοξες συμμαχίες, πολλές φορές συμμαχίες ψηφοφόρων διαφορετικών κομμάτων.


Το πολιτιστικό τοπίο

Σε καμία άλλη περίοδο του νεοελληνικού κράτους, δεν αναπτύχθηκε τόσο έντονα η επιδοτούμενη πολιτιστική δημιουργία, με αποτελέσματα που είναι πάντως άνισα. Μέσα στην δεκαετία, υπήρξαν μείζονες συμμετοχές της χώρας στην περιοχή μεταξύ βιομηχανίας του θεάματος και συγκέντρωσης πολλών πολιτιστικών γεγονότων σε μία στενή χρονική περίοδο. Δύο ευρωπαϊκές πολιτιστικές πρωτεύουσες, πολιτιστική ολυμπιάδα, η τελετή έναρξης (και λήξης, υπό πολλές ενστάσεις) των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, μετακλήσεις γνωστών ονομάτων, έντονη παρουσία ενός «πολιτιστικού φιλανθρωπισμού», έκρηξη τοπικών φεστιβάλ, θερινές εκστρατείες καλλιτεχνών και σχημάτων στην περιφέρεια. Παράλληλα, αναπτύχθηκε μία παράλληλη και εντυπωσιακή παρα-πολιτιστική δραστηριότητα, που λόγω προβλημάτων μεταγραφής της στην νεοελληνική γλώσσα, χρεώνεται στον Πολιτισμό. Η τηλεόραση, οι μεγάλες δημόσιες πλατείες, οι τελετές για τον νέο χρόνο, η Eurovision και ανάλογα γεγονότα, παρέμειναν στην δεκαετία συνεχώς απασχολημένες από μουσική, στίχους, χορό, θεάματα και μεγάλες παραγωγές, που ωστόσο οι συντελεστές τους ήταν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, άγνωστα άτομα στον χώρο της προηγούμενης δεκαετίας, ή τα θεωρούσαν «διασκεδαστές». Το χάσμα μεταξύ «ποιοτικών» και «αγοραίων» στη λογοτεχνία και στην τέχνη διευρύνθηκε και το βήμα που παρέχονταν στην πρώτη κατηγορία περιορίστηκε σημαντικά. Συνετέλεσε και η ηλικιακή ωρίμανση: μεταξύ 1996 και 2006, η γενιά που διακρίθηκε στην δεκαετία του 60, βρίσκεται στα γεράματα, ενώ ακόμη και οι νέοι της δεκαετίας του 80, παρουσιάζουν συμπτώματα νοσταλγικής μεσοκοπίας.
Σε κάθε περίπτωση, παρενέργειες του ευρωπαϊσμού και της παγκοσμιοποίησης, διόγκωσαν στην Ελλάδα τα προγράμματα της επανεκπαίδευσης, του αγροτουρισμού και των μικρών «αναπτυξιακών» έργων, δηλαδή ενεργειών που δέχονται χρηματοδότηση αλλά δεν απαιτούν σοβαρή δημόσια προσπάθεια. Οι μελέτες επί παντός του επιστητού πλημμύρισαν τους φωριαμούς των υπηρεσιών, ειδικά εκείνο το τμήμα του περί «περιβαλλοντικών επιπτώσεων», περισσότερο ως ευχολόγια και εμπεριστατωμένες τεχνικές εκθέσεις. Μήτε αυτήν την δεκαετία λειτούργησε κάποιος προγραμματισμός στο πόσα σχολειά, πόσα νοσοκομεία, πόσα πολιτιστικά κέντρα χρειαζόμαστε και (το σπουδαιότερο) πόσο μπορούμε να τα λειτουργήσουμε και να τα συντηρήσουμε.


Ο αυτοδιοικητικός ορίζοντας

Ένα άλλο γνώρισμα της δεκαετίας ήταν η ονομαστική αναβάθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης, με την εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας και τους αιρετούς νομάρχες. Μια απλή ματιά στον χάρτη των δήμων, δείχνει ότι οι «κρατίζουσες» περιοχές, οι κατοικημένες από ψηφοφόρους λιγότερο προβεβλημένων πολιτικών ανδρών και γυναικών, έχουν ανά νομό λιγότερους δήμους, απ΄ ότι οι παραδοσιακές περιοχές της χώρας όπου ο  κομματισμός και  ο τοπικισμός είχαν μακρόχρονη και επίμονη παρουσία.
Ίσως όχι άδικα, το κράτος δεν εμπιστεύεται την αυτοδιοίκηση, που χρειάζεται τόσο ένα διάστημα ωρίμανσης, όσο και δραστικές αλλαγές, με έναν νέο Καποδίστρια, κυρίως γεωγραφικές. Το κράτος κρατάει το ταμείο στα χέρια του, δίνοντας αρμοδιότητες που δεν καλύπτονται οικονομικά στους δημάρχους και τους νομάρχες.
Η σχέση, σε όλην την δεκαετία, θα παραμείνει διεκδικητική, μεταξύ υποτέλειας και παραπόνων, αλλά πολλοί τοπικοί άρχοντες κατάφεραν να σπάσουν τα στεγανά και αρκετές πόλεις και περιοχές εμφάνισαν σημαντική αναπτυξιακή δραστηριότητα.
Παρά την ρητορεία για την αυτοτέλεια της αυτοδιοίκησης και την διαφορετική της δυνητική πορεία ως προς τον κρατικό μηχανισμό, όσο και για το ευχολόγιο προς μία ακομμάτιστη πορεία των νομαρχών και των δημάρχων, οι τρείς εκλογικές αναμετρήσεις (1998, 2002, 2006) σε ελάχιστες περιπτώσεις απέφυγαν τις λέξεις «αντάρτικο», «μικρή υποστήριξη του κομματικού μηχανισμού» και την «βαφή» του εκλογικού χάρτη της χώρας με τα κομματικά χρώματα.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κοινωνία, θα πρέπει να αναμετρηθεί με ειλικρίνεια απέναντι στο φαινόμενο της εκρηκτικής ανάπτυξης μιας «επετηρίδας προς την εξουσία», την οποία έχουν αποδεχτεί οι υποψήφιοι και συνίσταται σε μία κλιμακωτή «άνοδο» προσώπων από μια δραστηριότητα στον πολιτισμό, τον αθλητισμό και τους επαγγελματικούς χώρους, προς την αυτοδιοικητική πυραμίδα και εξ αυτής η εξακόντιση προς την κεντρική πολιτική σκηνή.


Η καταναλωτική τάξη και αταξία

Το 1996 υπήρχαν ακόμη LP στις δισκοθήκες, ενώ δεν είχαν καταργηθεί όλα τα telex. Η διείσδυση του διαδικτύου στις δυτικές κοινωνίες έμοιαζε με την σημερινή του διείσδυση στην Ελλάδα. Έκτοτε, η αλματώδης προσθήκη στο καταναλωτικό καλάθι πολυάριθμων gadgets , μικροσυσκευών, καθώς και η αύξηση της ταχύτητας του Internet και της μνήμης των οικιακών υπολογιστών, έφερε δραστικές μεταβολές στην πρόσληψη κειμένων, εικόνας και ήχου.
Καθώς η λέξη «παγκοσμιοποίηση» άρχισε νωρίς να δαιμονοποιείται, τα δίκτυα κάθε είδους, η διανομή και διασπορά των καταναλωτικών αγαθών, άρχισαν να θυμίζουν το παλιό νεοελληνικό σπορ του θρυμματισμού μιας εργολαβίας, προκειμένου να μη υπερβαίνει ένα όριο. Οι εφευρέσεις και οι βελτιώσεις δεν είχαν πια την μοίρα της «ωρίμανσης» μέσα στην αγορά, αλλά άρχισαν να μπαίνουν σε μία ιδιότυπη εμπορική σειρά προτεραιότητας, ώστε το εκρηκτικό στοκ που δημιουργούνταν κάθε τόσο, να μπορεί να απορροφηθεί.
Σε λιγότερα από δέκα χρόνια, λόγου χάρη, το κινητό τηλέφωνο έπαψε να είναι μια ενεργοβόρα, ογκώδης συσκευή και μετατράπηκε σε διαδραστικό και πολυλειτουργικό εργαλείο. Ήταν μια διαδικασία που είχε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ανάγκη την προβολή του lifestyle για να επιβιώσει, όχι απλώς την αίσθηση του συρμού.
Άλλη δραματική μεταμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας ήρθε με το διαφορετικό οικονομικό κλίμα που διαμορφώθηκε από το άνοιγμα των τραπεζών, που άρχισαν να δανείζουν τις οικογένειες για την στέγη και ποικίλα καταναλωτικά αγαθά, γεγονός που επέφερε αμέσως μια υπερχρέωση, η οποία μέσα στην δεκαετία έγινε το σήμα κατατεθέν της συμπεριφοράς των νεοελλήνων. Η διαφορά ανάμεσα στην συμπεριφορά των οικονομικών μεταναστών, που αποταμιεύουν επειδή ζουν σε συνθήκες περασμένων δεκαετιών και στους επιχωρίους, που «απωθούν» τα χρέη τους προς το αβέβαιο μέλλον, προσπαθώντας να διατηρήσουν έναν τρόπο ζωής που φαίνεται να τους μαγεύει, είναι πολύ έντονη.
Η αγορά δέχτηκε και την εγκατάσταση υβριδίων chinatown στα περισσότερα αστικά κέντρα. Το απόλυτο άνοιγμα, εξάλλου των ευρωπαϊκών συνόρων, οδήγησε σε διατροφικές κρίσεις και έντονα σήματα κινδύνου για ποικίλα ζητήματα (μεταλλαγμένα, γρίπη των πτηνών) που για την ώρα η ελληνική κοινωνία απορροφά με μάλλον γραφικό τρόπο, αφού δεν διαθέτει την σχετική παιδεία εκ παραδόσεως, πράγμα που φέρνει σε αμηχανία συχνά την δημόσια διοίκηση.


Η  διαχείριση της «προόδου»

Ένα γνώρισμα της αριστεράς στην δεκαετία, είναι πως είτε υπερασπίζεται κεκτημένα είτε ενδιαφέρεται για το περιβάλλον και την «αγωγή» ενός τύπου πολίτη που είναι αναγκασμένος να διαδηλώνει τις διαφωνίες του χωμένος έως τον λαιμό στα χρωστούμενα. Ενώ η εκλογική της δύναμη έχει αυξηθεί, σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, ένα τεράστιο ποσοστό της εξαρτημένης εργασίας είναι ωρομίσθιο, εναλλασσόμενο, μήτε κατά διάνοιαν συνδικαλισμένο, αλλά και απρόσιτο έως ανεπιθύμητο για τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης.
Έτσι, υπάρχει διολίσθηση προς έναν μη αριστερό ριζοσπαστισμό, που θεοποιεί τις πρακτικές λύσεις, επίσης πάντως ανέφικτες, αφού ο κρατικός μηχανισμός είναι άριστα εκπαιδευμένος να προκαλεί ανακύκλωση και αναπαραγωγή των δικών του αξιών, πράγμα που στέλνει τα όποια ρυθμιστικά μέτρα στις καλένδες.
Η κριτική της αριστεράς προς την ευρωπαϊκή διαδικασία ενοποίησης, ακουγόταν κάπως ανεκδοτολογική πριν την στροφή της χιλιετίας, επειδή υπήρχε η προσμονή και η προσδοκία κονδυλίων, προγραμμάτων και γενικής ευμάρειας. Αλλά κανένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα δεν είναι δομημένο πάνω στην ιδιαιτερότητα των περιφερειακών κρατών.
Η προσπάθεια για «δίκτυα» φαίνεται ακατανόητη σε κοινωνίες που έχουν τρομερές ελλείψεις στοιχειωδών υποδομών. Η «ενημέρωση» των τοπικών κοινωνιών αναλίσκεται σε διαφημιστικά σπότ, ενώ το σμήνος των ημερίδων, των μελετών, των ενημερώσεων και των ολοκληρωμένων προγραμμάτων (όπως αποκαλείται πλέον μια δουλειά με αρχή, μέση και τέλος...) καταλήγουν σε μία μερίδα του πληθυσμού που καλούνται πολίτες, σε αντίθεση με το βουβό και αδρανές κομμάτι των υπηκόων.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι το σύστημα έχει καταφέρει να απορροφήσει τους πράγματι ισχυρούς κραδασμούς της αντίστασης στην ελευθεριότητα της αγοράς, αραιώνοντας την αντίδραση σε συγκεκριμένες πόλεις, σε συγκεκριμένες αφορμές για την οργανωμένη διαμαρτυρία, υποτάσσοντας την «άνεση» των παγκοσμίων και πανευρωπαϊκών, αλλά και πανελληνίων συσκέψεων κορυφής σε μία υποχρεωτική «ζώνη ασφαλείας», έξω από την οποία ένστολοι και διαδηλωτές πιέζουν την κατάσταση, μερικές φορές στα άκρα.
Αλλά καθώς η «αυριανή μέρα» αναλίσκεται στην ανάλυση των τηλεοπτικών παραθύρων, το σύστημα που βρίσκεται σε κρίση την προτεραία, ξαναβρίσκει τους χαμένους του ρυθμούς την επαύριον.
Έχει επίσης εξαφανιστεί, κάθε έννοια «συντήρησης» και «αντιδραστικότητας». Οι πάντες κατάλαβαν ότι μπορούν να κάνουν όσα βήματα θέλουν προς τα πίσω, κοπτόμενοι υπέρ του διαλόγου, την δημοκρατίας και των πολιτών.


Ο εναλλακτικός κυβερνητισμός και οι νέες συλλογικές εμμονές

Στην προστιθέμενη αξία της δεκαετίας, πρέπει να συνυπολογιστεί και η αύξηση της επιρροής των ανεξαρτήτων αρχών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων, της όξυνσης (αλλά και προγραμματικής περιχαράκωσης) του ρόλου της Δικαιοσύνης και της Εκκλησίας. Μεταξύ 1996 και 2006, πολλοί θεσμοί δεν έχουν πια την αρχαία τους στερεότυπη θωράκιση. Για την ώρα, πολλές επικλήσεις της κοινωνίας προς τον ρόλο της Δικαιοσύνης και της κάθαρσης προαπαιτούν την παραδοχή ότι το Δημόσιο είναι καταδικασμένο να αδρανεί, επομένως ο κοινωνικός έλεγχος δεν βρίσκεται απόλυτα στα χέρια της πολιτικής.
Ωστόσο, μέσα στην διαχείριση της δεκαετίας, αφθονούν οι στρεβλώσεις. Καθώς ο λιμπεραλισμός της οικονομίας, έστω και υπό την νεοελληνική πατέντα του διογκωμένου δημοσίου τομέα από «απασχολήσιμους», δεν μπόρεσε να αποκτήσει σαφή ρητορική, αποδεκτή από το γενικό κοινό (είναι ακόμη μεγάλη πολυτέλεια να ευχόμαστε «σαφή πολιτική») αφήνοντας τους καθαρόαιμους νεοφιλελεύθερους στο περιθώριο και υπό απαξίωση, δημιουργήθηκαν ή φρεσκαρίστηκαν νέοι όροι συνεννόησης που δεν είχαν πολιτική προέλευση, όπως ο «εκσυγχρονισμός», η «επανίδρυση του κράτους» και ο «μεσαίος χώρος». Στην πράξη, αυτά εκπέμπονταν από όλα σχεδόν τα κόμματα, από συγκεκριμένες ομάδες, με αποτέλεσμα να βαθύνουν οι εσωτερικές διαφορές σε Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμό. Στην ουσία  η μόνη επανίδρυση που συντελέστηκε με επιτυχία ήταν η αναβίωση της «λαϊκής δεξιάς» αλλά και μιας «παράταξης νοσταλγών» στην άλλη πλευρά. Τα κόμματα εξουσίας, όταν βρισκόταν κοντά στην διεκδίκησή της, απέφευγαν το σχίσμα, αλλά άφηναν ελεύθερες τις «γκάφες». Όταν βρισκόταν μακριά από αυτήν, πέρασαν αμφότερα ένα μεγάλο διάστημα ομφαλοσκόπησης.
Η χώρα, μέσα σε σύντομο σχετικά διάστημα μετά το Μάαστριχτ, αποδέχτηκε σε πολλά την λογική ενός ευρωπαϊσμού, αλλά αρνήθηκε την δική της συμμετοχή στην διαμόρφωσή του. Η εμμονή της αναζήτησης κοινοτικών προγραμμάτων, που είναι μικρό μόνον μέρος του εθνικού πλούτου, εντυπωσιάζει. Τελικά, στην δεκαετία αποδείχτηκε ότι δεν γλυτώσαμε κανένα αναπτυξιακό βαρίδι, μη αποτολμώντας τομές στο σύστημα, αλλά τα καταφέραμε με προσεγμένα ή επιπόλαια μπαϊπάς.


Η πόλη

Η Θεσσαλονίκη, στην δεκαετία που πέρασε, έζησε έντονα το σύνδρομο της προσδοκίας ενός μεγάλου, διαβαλκανικού ρόλου. Τα θερμά γεγονότα στα Βαλκάνια και η ταυτόχρονη απαξίωση της λέξης «βαλκανικό» υπέρ της έκφρασης «νοτιοανατολική Ευρώπη» δεν ήταν χωρίς σημασία. Ο νέος βαλκανικός χάρτης της περιοχής, για πρώτη φορά δεν προτάσσει την πόλη ως προπύργιο της Ευρώπης κατά των «ανατολικών» και «βορείων» εξωτικών. Στα πρόθυρα της ένταξης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή ένωση, το μέτωπο της Ευρώπης στον Εύξεινο πόντο περιλαμβάνει τρείς χώρες, κι όχι την «σφήνα» της δυτικής Θράκης. Η Θεσσαλονίκη τώρα, δείχνει να βρίσκεται στο μαλακό υπογάστριο ενός ελαφρώς ανεπιθύμητου για τα δυτικά γούστα θύλακος που περιλαμβάνει την Αλβανία, την FYROM, την Σερβία και το ναρκοπέδιο του Κοσσυφοπεδίου. Για πρώτη ίσως φορά μετά από πολλά χρόνια, η Μακεδονία αρχίζει να δείχνει ότι ενδέχεται να λειτουργήσει ως περιφέρεια των μετόπισθεν. Στις άλλες δυό φορές που παρατηρήθηκε αυτός ο νέος ρόλος της, στην ύστερη ρωμαιοκρατία και στην τουρκοκρατία, δεν τα πήγε και άσχημα.


Σκουριά στον χωροταξικό σχεδιασμό

Τα μεγάλα οδικά δίκτυα που λογάριαζαν να στήσουν με κομβικό σημείο την Θεσσαλονίκη, δεν ολοκληρώθηκαν, επομένως, οι Θεσσαλονικείς δύσκολα μπορούν να καταλάβουν τι ακριβώς θα συμβεί με τον Έβρο, το Ιόνιο και την Αττική, να ισαπέχουν από την πόλη σε λιγότερες από τέσσερις ώρες.
Ωστόσο καταλάβαιναν, στο διάστημα ολόκληρης της δεκαετίας, ότι υπήρχε ανάγκη για «έργα» που είχαν ακουστεί ήδη από την δεκαετία του 80 και έκτοτε στοίχειωναν τον ύπνο των πολεοδόμων, αφού η πόλη διολίσθαινε μέσα από την εκρηκτική οικιστική ανάπτυξη προς την ασφυξία.
Δυστυχώς, κανένας οραματικός σχεδιασμός (που είναι, εδώ που τα λέμε, ο μόνος σχεδιασμός) δεν αναφάνηκε. Η μεταφορά του αεροδρομίου στα δυτικά, το θαλάσσιο μέτωπο και η διαχείρισή του, τα μέσα σταθερής τροχιάς, ακούγονταν ως ακατάληπτες προφητείες.
Η πόλη είχε εντούτοις αναπτύξει μια εκπαίδευση και μια κουλτούρα του «όχι». Ήταν πολύ πιο απλό να συνενωθεί  ο πληθυσμός της υπό την σημαία μιας άρνησης: είχε προηγηθεί το «όχι» στην περιφερειακή, ακολούθησε το «όχι» στην επέκταση της παλιάς παραλίας, το «όχι» στην περιοχή του Κελλαρίου, το «όχι» στο Ναύπλιο, ως πολιτιστική πρωτεύουσα του 1997. Εξάλλου καμία συσσωμάτωση πολιτών δεν είχε την αποτελεσματικότητα του «όχι» στο χτίσιμο ενός οικοπέδου με αρχαιολογικό ενδιαφέρον σε μία πάροδο της Ναυαρίνου.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της δεκαετίας ήταν πάντως πως η αντιπαράθεση ανάμεσα σε διαφορετικές χωροταξικές λύσεις, περνούσε μέσα από την διαμάχη μεταξύ πραγματικών ή φανταστικών ιδιοκτητών των επίδικων χώρων, και δεν κατάφερε ποτέ να γίνει αμιγώς πολιτική. Απλώς κυκλοφορούσαν, εν ακαδημαϊκή ανέσει ευχολόγια περί τραμ, περιαστικού τρένου, και άλλες ποικίλες ιδέες για την ΔΕΘ, τα στρατόπεδα και ο περίφημος «φόβος του κενού» στην μεγάλη αλάνα-παύση μεταξύ παλιάς ηλεκτρικής και Αγγελάκη, δηλαδή στην κλείδα μεταξύ ανατολικής και κεντρικής πόλης.
Τα καραβάκια στον Θερμαϊκό δεν έπλευσαν. Το Πανεπιστήμιο γέμισε ασφυκτικά. Η ΔΕΘ επίσης. Το Δημαρχείο στο στρατόπεδο Τσιρογιάννη. Το μουσείο επεκτάθηκε. Η πόλη έχει απίστευτα μικρό αριθμό πεζοδρόμων. Διαφορετικών κομμάτων πολιτικοί, εμφανίστηκαν παράδοξα ομονοούντες. Οι κλειδοκράτορες των αστικών συγκοινωνιών και ο εμπορικός κόσμος της πόλης, καθόριζαν αφανώς μεγάλο μέρος του πολεοδομικού σχεδιασμού. Ο αντίλογος παρέμενε ρομαντικός.
Έτσι, δεν είναι προς κακοφανισμό κανενός ότι τα έργα που ξεκινούν, όπως το μετρό και η υποθαλάσσια, θεωρούνται μάλλον «γραμμάτια» που πρέπει να εξοφληθούν προς μία πόλη που στερήθηκε μεγάλα έργα.


Και ιδού, πολιτιστικός ίππος χλωρός..

Τελευταία πράξη του αιώνα που πέρασε (κι όχι δυστυχώς η πρώτη πράξη του αιώνα που ζούμε) ήταν η συλλογική εμπειρία της πολιτιστικής πρωτεύουσας του 1997. Η πόλη είχε ήδη μπλεχτεί σε διαμάχες με τον εορτασμό των 2300 ετών από την ίδρυσή της, και τα πήγε καλύτερα με την Μπιενάλε των νέων καλλιτεχνών του 1987. Αλλά το τεράστιο οικοδομικό πρόγραμμα του νέου Οργανισμού, το χτίσιμο μιας βαριάς πολιτιστικής υποδομής, και οι έντονες διαμάχες μεταξύ των «μέσα» και των «έξω» επί του πτώματος του καλλιτεχνικού προγράμματος (με σημαντικούς καταλύτες της περιπέτειας τους «μέσα-έξω») αχρήστευσαν την προσπάθεια, προσπάθεια που δεν έκανε καν η Πάτρα εννιά χρόνια αργότερα, αλλά η έκπτωσή της δεν θεωρήθηκε καταστροφή του σύμπαντος. Η ευθύνη βαραίνει τους πάντες, αλλά δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από την  ανάληψη ευθυνών, ιδίως όταν τις αναλαμβάνουν εκ των υστέρων οι διαχειριστές ενός προσεκτικά προετοιμασμένου διαμοιρασμού ιματίων, σε περίοδο πολύ πριν ο «Αγγελιοφόρος» κυκλοφορήσει το πρώτο του φύλλο.
Στους δείκτες, η δεκαετία δεν τα πήγε άσχημα, απλώς δεν αναπτύχθηκε κάποια άλλη πηγή πολιτισμού εκτός της πυρικαύστου, και οι διαχειριστικές δυσκολίες,  μαζί με την κυριαρχία μιας τηλεοπτικής οπτικής, οδήγησαν την Θεσσαλονίκη να παραμένει μερικώς ευχαριστημένη από τα κεκτημένα της: πρωτεύουσα στο καλό φαγητό για μερικούς, ερωτική πόλη, όλο και για λιγότερους, φεστιβάλ κινηματογράφου και ένα δειλό λιμάνι που αύξησε κατά μερικά στρέμματα τους ημιφώτιστους χώρους ενώ η λέξη «φραπεδούπολη», μαζί με τη λέξη «χαλλλαρά», έχουν αντικαταστήσει παλαιότερους απαξιωτικούς όρους.
Στην ποιότητα ζωής, η άλωση της πόλης από την «αντίζηλη» Αθήνα, είναι εντυπωσιακή. Περιοχές της πόλης που ερχόταν «στην μόδα» ή πλησίαζαν την εικόνα μιας νοικοκυρεμένης, προσεγμένης γειτονιάς, διολίσθαιναν αμέσως λειτουργικά σε στέκια φαγητού και δειγματολογίου τραπεζοκαθισμάτων. Αλλά το καλό τσουρέκι, η καλή μπουγάτσα, το καλό σουτζουκάκι, οι ποντιακές νοστιμιές, δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους μέσα στην δεκαετία. Τα στέκια της μόδας απλώνονται σαν σύντομες και ξαφνικές επιδημίες. Ένας «χρυσός οδηγός» της πόλης του 1996, διαφέρει σε πολλά από τον αντίστοιχο «χρυσό οδηγό» του 2006. Άλλη μία απόδειξη ότι οι έμποροι είναι συχνά ακατάλληλοι οδηγοί του εμπορίου...
Τέλος, ο πολιτικός πολιτισμός της Θεσσαλονίκης, εξακολουθεί να χειμάζεται από πολλούς διαχειριστές με μικρό μερίδιο στην διαμόρφωση αποφάσεων. Είναι η μόνη διαφορά της πόλης από την πρωτεύουσα, όπου επίσης λαλούν πολλοί κοκκόροι, αλλά εκεί, όλοι ξέρουν ποιός αποφασίζει..


Το σύνδρομο της συμπρωτεύουσας

Κι όμως, μέσα στην  δεκαετία που πέρασε, παρά τις δυσχέρειες, η πόλη μπορεί να μη απογειώθηκε, αλλά τουλάχιστον έχασε αρκετές ψευδαισθήσεις, πράγμα που θα φέρει αργά η γρήγορα, μιαν άνθηση.
Μέσα από τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας, διαφαίνονται οι τάσεις των πολιτών, που βρίσκονται σε αρμονία με τις τάσεις ολόκληρου του ελλαδικού χώρου. Δυσκολίες διαχείρισης. Πολιτικές εμπλοκές. Βαριά ανεργία. Αστικές λειτουργίες υπό αναστολή. Περιοχές που υφίστανται δραστική μετάλλαξη. Εκρηκτική παρουσία των νέων. Μεγάλες διαφορές στον τρόπο ζωής από γειτονιά σε γειτονιά. Γήρανση του αστικού ιστού. Ιδιωτικές επενδύσεις σε περιφερειακά κέντρα, όπου επιτρέπεται (ακόμη) η πρόσβαση στο αυτοκίνητο. Όλο και πιο έντονη η συμμετοχή των ομογενών και των οικονομικών μεταναστών στη ζωή της πόλης.
Η γραμματολογία περί «πολυπολιτισμού» που είχε αναπτυχθεί στην πόλη στην απαρχή της δεκαετίας, έχει ξεπεραστεί από έναν πολυπολιτισμό de facto που δεν εκπέμπει ρητορική λάμψη, αλλά λειτουργεί. Καθώς η Θεσσαλονίκη είναι αδύνατο, λόγω θέσης και συνθηκών, να λειτουργήσει ως πόλος φοβίας και προκαταλήψεων, κι αυτό το ξέρουν οι κάτοικοί της, οι μεταξύ τους φοβικοί πολίτες θεωρούνται σχετικά ακίνδυνοι και δίνουν την εντύπωση στο πανελλήνιο ότι κυκλοφορούν με μεγάλη άνεση στους δρόμους της.
Ωστόσο, η αναζήτηση «νοικοκυρέων» στην διαχείριση της μοίρας της, φαίνεται πως είναι ένα ιδιοσύστατο χαρακτηριστικό, που έχει αποδειχτεί ακατανίκητο και στην πρόσφατη δεκαετία.
Σήμερα, 2006, η Θεσσαλονίκη ξέρει ότι δεν είναι συμπρωτεύουσα. Μια πόλη χωρίς κοσμητικά επίθετα, θα έπρεπε να είναι το δώρο των γενεών που την κατοικούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου