Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012



Το "Ερωτικό τραγούδι του Προύφροκ" είναι το πρώτο ποίημα που εμφανίζεται στη συλλογή των   απάντων του T.S.Eliot. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αποτυπώνει τη στάση του ποιητή απέναντι στη συναισθηματική - ερωτική διαδικασία. Τις επιφυλάξεις, την αίσθηση της φθοράς, τις ελπίδες αλλά και τους φόβους. Δεν νομίζω πως κάποια περεταίρω ανάλυση το εμπλουτίζει. Σας αφήνω να το απολαύσετε στα Αγγλικά και στην Ελληνική του μορφή.





THE LOVE SONG OF J. ALFRED PRUFROCK


 S'io credessi che mia risposta fosse
 a persona che mai tornasse al mondo,
 questa fiamma staria senza piu scosse.
 Ma per cio che giammai di questo fondo
 non torno vivo alcun, s'i'odo il vero,
 senza tema d'infamia ti rispondo.


 Let us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherised upon a table;
Let us go, through certain half-deserted streets,
The muttering retreats
Of restless nights in one-night cheap hotels
And sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets that follow like a tedious argument
Of insidious intent
To lead you to an overwhelming question...
Oh, do not ask, "What is it?"
Let us go and make our visit.

 In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

 The yellow fog that rubs its back upon the window-panes,
The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes,
Licked its tongue into the corners of the evening,
Lingered upon the pools that stand in drains,
Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,
Slipped by the terrace, made a sudden leap,
And seeing that it was a soft October night,
Curled once about the house, and fell asleep.

 And indeed there will be time
For the yellow smoke that slides along the street
Rubbing its back upon the window-panes;
There will be time, there will be time
To prepare a face to meet the faces that you meet;
There will be time to murder and create,
And time for all the works and days of hands
That lift and drop a question on your plate;
Time for you and time for me,
And time yet for a hundred indecisions,
And for a hundred visions and revisions,
Before the taking of a toast and tea.

 In the room the women come and go
Talking of Michelangelo.

And indeed there will be time
To wonder, "Do I dare?" and, "Do I dare?"
Time to turn back and descend the stair,
With a bald spot in the middle of my hair -
(They will say: "How his hair is growing thin!")
My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,
My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin -
(They will say: "But how his arms and legs are thin!")
Do I dare
Disturb the universe?
In a minute there is time
For decisions and revisions which in a minute will reverse.

 For I have known them all already, known them all -
Have known the evenings, mornings, afternoons,
I have measured out my life with coffee spoons;
I know the voiced dying with a dying fall
Beneath the music from a farther room.
 So how should I presume?

 And I have known the eyes already, known them all -
The eyes that fix you in a formulated phrase,
And when I am formulated, sprawling on a pin,
When I am pinned and wriggling on the wall,
Than how should I begin
To spit out all the butt-ends of my days and ways?
 And how should I presume?

 And I have known the arms already, known them all -
Arms that are braceleted and white and bare
(But in the lamplight, downed with light brown hair!)
Is it a perfume from a dress
That makes me so digress?
Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.
 And should I then presume?
 And how should I begin?
 
. . . . . . .

 Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets
And watched the smoke that rises from the pipes
Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows?...

 I should have been a pair of ragged claws
Scuttling across the floors of silent seas.

 . . . . . . .
 
And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully!
Smoothed by long fingers,
Asleep....tired....or it malingers,
Stretched on the floor, here beside you and me.
Should I, after tea and cakes and ices,
Have the strength to force the moment to its crisis?
But though I have wept and fasted, wept and prayed,
Though I have seen my head (grown slightly bald) brought in upon a
    platter,
I am no prophet - and here's no great matter;
I have seen the moment of my greatness flicker,
And I have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker,
And in short, I was afraid.

 And would it have been worth it, after all,
After the cups, the marmalade, the tea,
Among the porcelain, among some talk of you and me,
Would it have been worth while,
To have bitten off the matter with a smile,
To have squeezed the universe into a ball
To roll it towards some overwhelming question,
To say: "I am Lazarus, come from the dead,
Come back to tell you all, I shall tell you all" -
If one, settling a pillow by her head,
 Should say: "That is not what I meant at all.
 That is not it, at all."

 And would it have been worth it, after all,
Would it have been worth while,
After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,
After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along
 the floor -
And this, and so much more? -
It is impossible to say just what I mean!
But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:
Would it have been worth while
If one, settling a pillow or throwing off a shawl,
And turning towards the window, should say:
 "That is not it at all,
 That is not what I meant at all."

 . . . . . . .

 No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;
Am an attendant lord, one that will do
To swell a progress, start a scene or two,
Advice the prince; no doubt, an easy tool,
Deferential, glad to be of use,
Politic, cautious, and meticulous;
Full of high sentence, but a bit obtuse;
At times, indeed, almost ridiculous -
Almost, at times, the Fool.

I grow old....I grow old....
I shall wear the bottoms of my trousers rolled.

 Shall I part my hair behind? Do I dare eat a peach?
I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.
I have heard the mermaids singing, each to each.

I do not think that they will sing to me.

I have seen them riding seaward on the waves
Combing the white hair of the waves blown back
When the wind blows the water white and black.

We have lingered in the chambers of the sea
By sea-girls wreathed with seaweed red and brown
Till human voices wake us, and we drown.

TΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ J. ALFRED PRUFROCK


 S'io credessi che risposta fosse
 a persona che mai tornasse al mondo,
 questa fiamma staria senza piu scosse.
 Ma per cio che giammai di questo fondo
 non torno vivo alcun, s'i'odo il vero,
 senza tema d'infamia ti rispondo.1


 Πάμε λοιπόν, εσύ κι εγώ,
Καθώς το δείλι απλώνεται στον ουρανό
Σα ναρκωμένος άρρωστος στο χειρουργείο.
Πάμε, από δρόμους μισοαδειανούς,
Στα βαβούρικα στέκια
Ξενύχτηδων, σε πανδοχεία της μιας νυχτιάς
Και ψαροκαπηλειά στρωμένα πριονίδι:
Δρόμους που σ' ακολουθούν σα βαρετές κουβέντες
Με ύπουλους σκοπούς
Για να σε παρασύρουνε σε μιαν ερώτηση συντριπτική...
Ω, μη ρωτάς, "Ποιά να ‘ναι αυτή;"
Πάμε να τα επισκεφτούμε.

 Στην κάμαρα οι γυναίκες τριγυρνούν
Για τον Μικελάντζελο μιλούν.

 Το κίτρινο πούσι που ξύνει τη ράχη του πάνω στα τζάμια,
Η κίτρινη κάπνα που ξύνει τη μούρη της πάνω στα τζάμια,
Έγλυψε με τη γλώσσα της του βραδινού τις κόχες,
Ξέμεινε πάνω στα στεκάμενα βρομόνερα,
Άφησε στη ράχη της να κατακάτσει το φούμο από τις καμινάδες,
Γλίστρησε πάνω στην πεζούλα, ξάφνου τινάχτηκε,
Και βλέποντας πως ήτανε γλυκιά μια νύχτα του Οκτώβρη
Τυλίχτηκε γύρω απ' το σπίτι μια φορά, κι αποκοιμήθηκε.

 Κι αλήθεια, θα βρεθεί καιρός
Για την κίτρινη καπνιά που σέρνεται στο δρόμο
Ξύνοντας τη ράχη της στα παραθύρια.
Θα βρεθεί καιρός, θα βρεθεί καιρός
Ένα προσωπείο να ετοιμάσεις, τα πρόσωπα που συναντάς να συναντήσει.
Θα βρεθεί καιρός για να δολοφονήσεις και να δημιουργήσεις,
Και καιρός για όλα τα έργα και τις μέρες των χεριών
Που υψώνονται και ρίχνουν μιαν ερώτηση στο πιάτο σου.
Καιρός για σένα, καιρός για μένα,
Και καιρός ακόμα για χιλιάδες δισταγμούς,
Και χιλιάδες θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις,
Προτού να πάρουμε τσάι με φρυγανιές.

 Στην κάμαρα οι γυναίκες τριγυρνούν
Για τον Μικελάντζελο μιλούν.

Κι αλήθεια, θα βρεθεί καιρός
Να ρωτηθώ, "Τολμώ;" και, "Αληθινά τολμώ;"
Καιρός στροφή να κάμω και τη σκάλα να κατέβω,
Με μια μικρή φαλάκρα πίσω στο κεφάλι -
(Θα πουν: "Πόσο αδυνατήσαν τα μαλλιά του!")
Το πρωινό μου πανωφόρι, το κολάρο ως το πηγούνι μου σφιχτά κλειστό,
Πλούσια η γραβάτα μου και σεμνή, ωστόσο τονισμένη από καρφίτσα απλή -
(Θα πουν: "Μα πόσο αδυνατίσανε τα χέρια και τα πόδια του!")
Άραγε τολμώ
Το σύμπαν να ενοχλήσω;
Ένα λεπτό είναι αρκετό
Γι αποφάσεις κι αναθεωρήσεις που ξανά, σ' ένα λεπτό, θ' αλλάξουν.

 Γιατί κιόλας τα γνώρισα όλ' αυτά, όλα τα γνώρισα -
Γνώρισα τα βραδινά, τα πρωινά, τ' απογευματινά,
Με κουταλάκια του καφέ μοίρασα τη ζωή μου.
Γνωρίζω τις φωνές που υποταγμένες σβήνουνε
Πίσω από μουσική σε δωμάτιο μακρινό.
 Πώς λοιπόν να υποθέσω;

 Γνώρισα κιόλας τα μάτια, τα γνώρισα όλ' αυτά -
Μάτια που σε καθηλώνουν σε μιά φράση τυπική,
Κι όταν είμαι τυπικός, καθισμένος στα καρφιά,
Οταν είμαι καρφωμένος και σπαρταρώ στον τοίχο,
Τότε πώς θα μπόραγα ν' αρχίσω
Τα κατακάθια απ' τις μεθόδους και τις μέρες μου να φτύνω;
 Και πώς θα μπόραγα να υποθέσω;

 Γνώρισα κιόλας τα χέρια, τα γνώρισα όλ' αυτά -
Χέρια με βραχιόλια, άσπρα και γυμνά
(Όμως στο φως της λάμπας, χαμηλωμένα, με χνούδι απαλό!)
Είν' άραγε το άρωμα μιας φούστας
Που μ' εκτροχιάζει τόσο;
Χέρια που ακουμπούνε στο τραπέζι, ή που αγκαλιάζουν κάποιο σάλι.
 Θα ‘πρεπε τότε λοιπόν να υποθέσω;
 Και πώς ν’ αρχίναγα;

 . . . . . . .

 Να πω, περπάτησα το σούρουπο δρόμους στενούς
Κι είδα που ανέβαινε καπνός από τις καμινάδες
Ανδρών μοναχικών, φτωχοντυμένων, που σκύβαν έξω από παράθυρα...

Ένα ζευγάρι θα ‘πρεπε να ‘μουνα τρελοδαγκάνες
Που πηλαλούνε στο βυθό σιωπηλών πελάγων.

 . . . . . . .

 Μέσα στο δειλινό, το βραδινό κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Ησυχασμένο από δάχτυλα μακριά,
Κοιμισμένο....κουρασμένο....ή κάνει τον άρρωστο,
Στο πάτωμα επάνω ξαπλωμένο, εδώ, δίπλα σε σένα και σε μένα.
Θα ‘πρεπε άραγε, μετά το τσάι, το κέικ, το παγωτό,
Να ‘χα τη δύναμη να σπρώξω τη στιγμή στα όριά της;
Όμως κι αν έχω κλάψει και νηστέψει, κλάψει και προσευχηθεί,
Κι αν είδα το κεφάλι μου (με μια μικρή φαλάκρα) σε δίσκο να το φέρνουν
Δεν έγινα προφήτης - κι αυτό σπουδαίο δεν είναι.
Είδα να ξεθωριάζει του μεγαλείου μου η στιγμή,
Και τον αιώνιο Θυρωρό, να μου κρατάει το παλτό και να κρυφογελά,
Κοντολογίς, φοβήθηκα για τα καλά.


 Κι αλήθεια, θα ‘χε νόημα αυτό, στο κάτω - κάτω,
Έπειτ’ από το τσάι, τα φλιτζανάκια, τα γλυκά,
Μέσα στις πορσελάνες, μέσα σε μια κουβέντα που κάναμε οι δύο,
Θα ‘χε άραγε νόημα,
Να ξέφευγα χαμογελώντας από το θέμα,
Να στούμπιζα το σύμπαν σε μία μπάλα
Και να την τσούλαγα σε μιαν ερώτηση συντριπτική,
Να ‘λεγα: "Είμ’ ο Λάζαρος, έρχομαι εκ νεκρών,
Έρχομαι όλα να σου τα πω, όλα να σου τα φανερώσω" -
Αν κάποια, στρώνοντας ένα μαξιλάρι πλάι στο κεφάλι της,
 Έλεγε: "Διόλου δεν είν 'αυτό που εννοούσα.
 Διόλου δεν είν' αυτό."

 Κι αλήθεια, θα ‘χε νόημα αυτό, στο κάτω - κάτω,
Θα ’χε άραγε νόημα,
Ύστερ' απ' τις αυλές, τα δειλινά, τους ψιχαλισμένους δρόμους,
Ύστερ' απ' τις νουβέλες, τα φλιτζάνια του τσαγιού, ύστερ' απ' τις φούστες που
 σέρνονται στο πάτωμα -
Κι αυτά, και τόσα άλλα ακόμα; -
Μου είναι αδύνατο να πω τι ακριβώς εννοώ!
Όμως, λες κι έριξε φανάρι μαγικό το σχήμα του πάνω σε μιαν οθόνη:
Θα ‘χε άραγε νόημα
Αν κάποια, στρώνοντας ένα μαξιλάρι ή κάποιο σάλι της πετώντας μακριά,
Και στο παράθυρο γυρνώντας, έλεγε:
 "Διόλου δεν είν' αυτό,
 Διόλου δεν είν' αυτό που εννοούσα."

 . . . . . . .

 Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκιπας Αμλέτος, ούτε και σκόπευα να γίνω.
Είμαι ένας λόρδος συνοδός, κάποιος που είν' ό,τι χρειάζεται
Να βελτιώσει μιαν επίδοση, ν' αρχίσει κάνα-δύο σκηνές,
Τον πρίγκιπα να συμβουλεύσει. αναμφίβολα, ένα καλόβολο υποχείριο,
Αξιοσέβαστο, ευτυχισμένο που είναι χρήσιμο,
Επιφυλακτικό, σχολαστικό και συνετό.
Με γνώμη υψηλόφρονη, μα κομματάκι αργός.
Καμιά φορά, αληθινά, σχεδόν γελοίος -
Σχεδόν, καμιά φορά, ο Τρελός.

Γερνώ....γερνώ....
Τα παντελόνια μου με γυρισμένα τα μπατζάκια θα φορώ.

 Να χτενίσω πίσω τα μαλλιά μου; Τολμώ με μια μικρούλα να τα φτιάξω;
Σπορ άσπρο παντελόνι θα φορώ και θα βολτάρω στην ακτή.
Τις γοργόνες άκουσα να τραγουδούν, η μια στην άλλη.

Θαρρώ δεν θα μου τραγουδήσουν.

Τις έχω δει προς τ' ανοιχτά να καβαλούν τα κύματα
Ρίχνοντας πίσω του πελάγου τα λευκά μαλλιά
Καθώς ο άνεμος άσπρα και μαύρα κάνει τα νερά.

Μας χασομέρησαν, μες στα θαλασσινά θαλάμια,
Κόρες της θάλασσας στεφανωμένες φύκια κόκκινα και καστανά
Ωσότου ανθρώπινες μας ξύπνησαν φωνές, κι έτσι πνιγήκαμε.

-------------------------------------
1.  Dante: Κόλαση ΧΧVΙΙ, 61-66:
 Αν τόξερα πως θα μιλούσα ανθρώπου
 Που θα γυρνούσε κάποτε στον κόσμο
 Η φλόγα τούτη δε θα σάλευε άλλο.
 Μ'αφού ποτέ από το βάθος τούτο ουτ'ένας
 Αν είν'αλήθεια ζωντανός δεν βγήκε
 Χωρίς φόβο ντροπής θα σου απαντήσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου