Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

H Ελλάδα ως γλωσσικό γεγονός

Χάρης Φεραίος*

ΤΟ ΑΘΛΗΜΑ του ανθρώπου το πρώτο, στην έκτη μέρα της Δημιουργίας, ήταν η «σύλληψη» του εαυτού του και του κόσμου! Τούτο υπήρξε βεβαίως γλωσσικό επίτευγμα, κατά το ότι τοποθέτησε τα δύο αυτά στοιχεία στον χώρο της γλώσσας, δίνοντάς τους δηλ. όνομα.
Όντως: Ο άνθρωπος αποδέσμευσε πρώτα τον εαυτό του από τον κόσμο, όπου, συμφυρμένος με τα άλλα στοιχεία του, περιπλανιόταν, αγνοώντας και την ύπαρξή του και τον κόσμο. Δίνοντας λοιπόν στον κόσμο όνομα, του έδωσε συνάμα όρια χώρου και όρια χρόνου. Δεν ήταν πια ο κόσμος ο χώρος μέσα στον οποίο πλάνης βρισκόταν ο άνθρωπος, αλλά το πνεύμα του ανθρώπου ήταν τώρα το «δοχείο» του κόσμου. Εκεί του καθόρισε τα όριά του, του έδωσε σχήμα και μορφή και όρισε αυτός τον τρόπο που θα ερχόταν σε επαφή μαζί του. Τώρα τα άλλα αντικείμενα του κόσμου, πέρα από τη χρήση τους, απόκτησαν και ουσία, και αυτή η ουσία καθόριζε τη χρήση. Απ' αυτή τη στιγμή διαπίστωσε ο άνθρωπος και τη διάσταση του χρόνου. «Εισέρχεται» λοιπόν στην Ιστορία.
Αυτό υπήρξε μια νέα δημιουργία! Προηγουμένως ο άνθρωπος είχε ανάγκες, τις οποίες δεν «κατείχε». Τώρα έχει επιθυμίες, και τις γνωρίζει. Μόλις η ανάγκη ικανοποιηθεί, παύει να υπάρχει. Η επιθυμία ζει πάντοτε και πριν και μετά την ικανοποίηση. Έχει δηλ. διάρκεια. Έτσι, μετά τον κόσμο, ο άνθρωπος κατέκτησε ακολούθως και την ύπαρξή του. Και όπως ο Σπύρος Κυριαζόπουλος λέει, «Τώρα υπάρχει και συγχρόνως έχει την ύπαρξίν του, θέλει και συγχρόνως γνωρίζει την θέλησίν του…». Αφού έτσι ξεχώρισε, και όρισε τον εαυτό του ο άνθρωπος, κύκλωσε μετά τον «αντι-κείμενο» πια κόσμο, και περιορίζοντάς τον στον χώρο της γλώσσας, τον υπόταξε. Άρχισε έτσι και να δημιουργεί τον κόσμο στο πνεύμα του. Με δημιουργό αυτή τη φορά τη γλώσσα. Αυτό, ως γλωσσικό γεγονός, ολοκληρώνει το πρώτο μέγα άθλημα του ανθρώπου. Από τη στιγμή που μπορούσε ο ίδιος να «αναδημιουργεί» τον κόσμο, «ανήλθε» και στον πολιτισμό.
Ο μύθος δηλοί, ό,τι άλλωστε είπαμε ξανά απ' αυτή τη στήλη: Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εξάρτημα με το οποίο ο άνθρωπος εξωτερικεύει τον εαυτό του ή τον κόσμο, αλλά το μέσο με το οποίο εσωτερικεύει και τον κόσμο και τον εαυτό του. Η γλώσσα δηλ. είναι που συλλαμβάνει τον άνθρωπο, και τον κόσμο, και εκείνη είναι που ξαναδημιουργεί και τον άνθρωπο και τον κόσμο. Η γλώσσα μπορεί να εσωτερικεύει το σύμπαν, ώστε να δημιουργεί ύστερα το παν!
 
***
Η ανάλυση αυτή σημαίνει, ότι η γλώσσα δεν αποτελεί ένα απλώς κοινό χαρακτηριστικό όσων απαρτίζουν μια φυλή, που τη διακρίνει από άλλες, όπως είναι αίφνης το χρώμα του δέρματος, ή η κατατομή του προσώπου. Αφού είναι το μέσο που εσωτερικεύεται ο κόσμος, είναι και τεκμήριο του τρόπου με τον οποίο προσέλαβε αυτή η φυλή τη νομοτέλεια εκείνου του κόσμου. Είναι συνεπώς το τεκμήριο της όποιας πνευματικής συγκρότησης ενός λαού, και βεβαίως ενός έθνους.
Εδώ αρχίζει το δεύτερο μέγα έργο της γλώσσας. Διότι ως χώρος όπου συλλαμβάνεται η δομή του κόσμου, είναι και η μήτρα όπου γεννιέται ο πολιτισμός! Η γλώσσα, εκείνη που οδήγησε στην εσωτερίκευση του κόσμου, τώρα οδηγεί, ως λόγος, στην εξωτερίκευση αυτού που ο άνθρωπος συνέλαβε ως δομή του κόσμου. Του δίνει τον τρόπο να εκφράσει ό,τι δημιούργησε στο πνεύμα του, είτε εργάζεται με τις λέξεις είτε με τον λίθο είτε με τον ήχο. Ως «λόγος» πια, αλλά με την αρχαία του έννοια, που δεν είναι μόνο τρόπος ομιλίας, όσο τρόπος ύπαρξης.[1]* Ή για να το πούμε πιο περιγραφικά, τρόπος να συλλαμβάνεις, να οργανώνεις και τελικά να εξωτερικεύεις. Αυτή είναι η λειτουργία της γλώσσας που δημιούργησε και τους μεγάλους πολιτισμούς. Εκείνους που παιδαγώγησαν την ανθρωπότητα.
Εξέχον παράδειγμα γλώσσας, που γέννησε, αλλά και στη συνέχεια αναγέννησε πολιτισμό, είναι εκείνη που έφεραν τα ελληνόφωνα φύλα, ερχόμενα στην (μετέπειτα) Ελλάδα. Στην πραγματικότητα αυτή η «μετέπειτα» Ελλάδα, ως τρόπος πολιτισμού, είναι γλωσσικό γεγονός. Αυτό και θα αναλύσομε στο επόμενο.
 
Ό,τι καταδεικνύει πως η Ελλάδα ως τρόπος πολιτισμού, αποτελεί γλωσσικό γεγονός, είναι καθεαυτή η διαδικασία γένεσης της τρίτης φάσης του, που καλείται Κλασσική. Θυμίζω ότι κατερχόμενα στην Ελλάδα τα ελληνόφωνα φύλα δεν έφεραν μαζί τους καμιά τέχνη. Αντίθετα βρήκαν εδώ να ακμάζει ένας λαμπρός αριστοκρατικός, εύθυμος πολιτισμός κομψότητας και χάρης, ο Μινωικός, τον οποίο, ως Αχαιοί, αναδημιούργησαν σε Μυκηναϊκό. Τον δεύτερο μεγάλο πολιτισμό που γεννούσε η Ελλάδα.
Πολύ ενωρίς όμως συνειδητοποίησαν, ότι ο πολιτισμός αυτός δεν ήταν αντάξιος, ούτε του λαμπρού πολιτισμού που βρήκαν, σημαντικότερο δε, ούτε αυτού που εκείνοι κόμισαν ερχόμενοι στην Ελλάδα: Της παντοδύναμης δηλ. ελληνικής τους γλώσσας! Γλώσσας όντως μοναδικής, καθώς είναι η μόνη της οποίας οι λέξεις έχουν αιτιώδη σχέση (όχι συμβατική) με αυτό που ονομάζουν. (Ως ετυμολογία είναι, όπως θεωρεί ο Πλάτων, η «αιτιώδης σχέση λέξεων και όντων»). Γλώσσα δε με αυστηρή (μαθηματική) εσωτερική δομή, που της επιτρέπει να αναπαράγει λέξεις με γεωμετρική πρόοδο (οι ελληνικοί λεκτικοί τύποι ανέρχονται στα 90 εκατομμύρια, ενώ οι λατινικοί μόλις στα 9!), και, ιδίως, να αναπαράγεται εξελισσόμενη ως μορφή, με τη φάση των πολιτισμών που παράγει. (Ομηρική, Αττική, Ελληνιστική κοινή...). Κάτι σημαντικότερο λοιπόν διαισθάνονταν, ότι μπορούσε να δημιουργήσουν, ως συγκερασμός, αυτή η γλώσσα και εκείνη η τέχνη.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, και όταν ήλθαν οι Δωριείς, το τελευταίο και αυστηρότερο των ελληνόφωνων φύλων, έθεσαν και τυπικά τέρμα στο, τριών μόλις αιώνων, Μυκηναϊκό «πείραμα», έζησαν μετά στη συλλογή για τρεις σιωπηλούς αιώνες, (τους καλούμενους «σκοτεινούς») μέτρησαν ό,τι εύκοσμο βρήκαν, προσμέτρησαν ό,τι κοσμογονικό κόμιζαν, ώσπου απ' εκείνη τη συλλογή ξεπήδησε φωτεινό μετέωρο ο Όμηρος, απ' όπου γεννήθηκε (τρίτος ελληνικός) ο λαμπρός Κλασσικός πολιτισμός: Ο πολιτισμός του «λόγου». Εκφραζόμενου δε όχι μόνο στις έμψυχες λέξεις, αλλά και στον άψυχο λίθο. Διότι και ο λίθος που ανυψώθηκε ώστε να αποτελέσει τους κίονες του Παρθενώνα, δεν είναι μια ξηρή γεωμετρική σύνθεση δομικών στοιχείων, έστω και ύψιστης κομψότητας. Είναι σαν μια πρώην εύπλαστη ύλη, (της πρώτης ημέρας της δημιουργίας) η οποία, «θεία εντολή», («είπε και γεννήθηκεν», που λέει ο Ελύτης) ανυψώθηκε για να στηρίξει τον θριγκό, (απολιθωμένη σε «γόνιμη στιγμή»[2]) ακολουθώντας σ' αυτή τη διαδικασία (μείωσης-έντασης) τη νομοτέλεια του ελληνικού λόγου! Του οποίου μάλιστα τη «δομή» συμβολίζοντας, εκφράζει αισθητικά.
Γλωσσικό γεγονός λοιπόν ο κλασσικός πολιτισμός της Ελλάδας! Τόσο ως Αντιγόνη του Σοφοκλή, όσο και ως Θεά Νίκη του Φειδία, και Παρθενώνας του Ικτίνου. Και σημαντικότερο: Γλωσσικό γεγονός ήταν η Ελλάδα, όχι μόνο στην ακμή της. Γλωσσικό γεγονός, που υπήρξε και σωτήριο, ήταν και στην παρακμή της! Το «παραδοξολόγημα» θα ερμηνευθεί βεβαίως:
Είναι γνωστό, ότι στην εσχατιά της πρώτης π.Χ. χιλιετίας, ο ελληνισμός είχε φτάσει σε έσχατο όριο πνευματικής παρακμής! Σε βαθμό, που έμοιαζε φαντασιακή η επιβίωσή του ως ιστορικού λαού. Αφότου, αντικατέστησε το (πολιτικό) άθλημα του «κοινωνείν» με το σοφιστικό… «δικαίωμα» του «ιδιάζειν», κατέληξε να ενσαρκώνει τον αποκρουστικό τύπο του «γραικύλου», των ρωμαϊκών χρόνων. Άτομο πια, (όχι πολίτης) εγκλωβίστηκε, ακοινώνητο, σε έναν ασφυκτικό κλοιό επιθανάτιου ρόγχου.
Από τον θανάσιμο εναγκαλισμό τον εξήγαγε και πάλι η γλώσσα: Κι αν όλα τα είχε χάσει ο γραικύλος, δεν έχασε εκείνη τη γλώσσα του. Γλώσσα που, εξ ανάγκης, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν, ως συνεκτικό θεμέλιο της κοσμοκρατορίας τους, και στην οποία ήταν φυσικό, διά των Αποστόλων του, να μιλήσει ο Χριστός. Γλώσσα, θυμίζω, που κατ' εξοχήν λειτουργεί ως μέσο εσωτερίκευσης του κόσμου. Εκείνη λοιπόν η «κοσμογόνος» ελληνική γλώσσα εσωτερικεύοντας το άγγελμα του Χριστού, για τον καινό τρόπο αναζήτησης της «αλήθειας», (αρχέγονου ελληνικού «αιτήματος») αμέσως «ανέγνωσε» τον νέο τρόπο του «κοινωνείν», (αρχέγονη ελληνική αρετή) σε νέα τώρα «κοινωνία της άνω πόλης»! Συγκλονισμένη εξήλθε από τη νάρκη, περιήλθε σε τρεις πάλι αιώνες συλλογής, και γέννησε μετά τον τέταρτο υπέρλαμπρο ελληνικό πολιτισμό, και τέταρτη μεταμόρφωση γλώσσας, βεβαίως τη Βυζαντινή κοινή.
Γλωσσικό γεγονός, λοιπόν, η σωτηρία του ελληνισμού από την παρακμή, και κατεξοχήν γλωσσικό γεγονός η Βυζαντινή κοσμο-πολιτεία λαών. Γλωσσικό όμως γεγονός και η περιπέτεια της πέμπτης μεταμόρφωσης της γλώσσας, της Νεοελληνικής κοινής. Περί της «περιπέτειας» όμως, στο επόμενο.  
 
Είδαμε στα προηγούμενα, πώς η γλώσσα δημιούργησε ό,τι σήμερα είναι γνωστό ως πολύμορφος, και ιδίως (αν παραφράσομε τον Αισχύλο) πολυθρέμμων ελληνικός πολιτισμός. Και, που είναι το καταλυτικό, διαπιστώσαμε πώς εκείνη η κοσμογόνος γλώσσα, έσωσε την Ελλάδα από ιστορικό θάνατό της στους ρωμαϊκούς χρόνους, καθόσον, παρηκμασμένοι οι τότε πρόγονοι, με χαμένο κάθε ίχνος πνευματικής αρετής, διατήρησαν εντούτοις ζώσα την ελληνική τους γλώσσα. Κι εκείνη τους έδωσε ως ανταμοιβή άλλη μια χιλιετία πολιτισμικής κοσμοκρατορίας.
Πνευματική παρακμή έπληξε πάλι τον ελληνισμό, ένα σχεδόν αιώνα πριν την Άλωση (το έτος 1354), τότε που «εγκατέλιπε» τη δική του «πηγήν ύδατος ζωής» και «ώρυξεν εαυτώ φρέαρ συντετριμμένον», προσπαθώντας να «ξεδιψάσει» στα πηγαδίσια λασπόνερα του Θωμά Ακινάτη, αναμένοντας τάχα «ανατολή» κάποιου λαμπρού φωτός προερχόμενου από... δυσμών, «εκ της Εσπερίας»! Από δυσμών όμως (την Αδριανούπολη) ήλθε, 99 χρόνια μετά, μόνο ο Μωάμεθ! Πέρασαν έτσι άλλα 368 χρόνια σκότους. Στα οποία όμως, σε γόνιμη εθνική σιωπή ο ελληνισμός, συγκεντρώθηκε πάλι σε ενδοσκόπηση, παρασκευάζοντας νέα αναγέννησή του. Και παρότι «εν δουλεία», παρήγαγε πέμπτη μεταμόρφωση της παντοδύναμής του γλώσσας, την περίκομψη Νεοελληνική κοινή! Εν όψει βεβαίως νέου γλωσσικού γεγονότος: Της πέμπτης πολιτισμικής του εξόρμησης, με περίλαμπρο τώρα μετέωρο ως προπομπό, τον Διονύσιο Σολωμό.
Πλην όμως! Το νέο αυτό γλωσσικό γεγονός, ως νεοελληνική φωταδιστική περιπέτεια πια, ήδη οδηγεί το έθνος ξανά στα έσχατα. Παρωνυχίδα τους δε είναι απλώς η κατ' έτος επαναλαμβανόμενη γλωσσική πανωλεθρία των μαθητών μας στις εξετάσεις. Άλλο είναι το τεκμήριο της συντέλειας. Και όχι τόσο η τηλεοπτική αγραμματοσύνη, εκφερόμενη και με πρωτοφανή αυθάδεια, με εκείνα τα, «οι προγόνοι μας» και «οι προέδροι μας» και οι «φιλάθλοι μας», ή η αντίστοιχη των «παραθυροδίαιτων» βουλευτών μας, για κάποιο «δεκαετή ομόλογο», και την «επιδεινόμενη κατάσταση». Είναι ο ανελλήνιστος λόγος των, εντούτοις άψογων στην επιστήμη τους, νεαρών πανεπιστημιακών μας! Όταν ένας δημοσιογράφος λέει αυτάρεσκα στο τηλεοπτικό γυαλί «ειρήσθω εν παρόδω να πω», είναι φυσικά τραγέλαφος. Όταν όμως ένας καθηγητής λέει «λόγον του ότι» (αντί βεβαίως «λόγω του ότι») αυτό ακριβώς είναι η συντέλεια. Διότι πανηγυρικά πιστοποιεί πως οι λέξεις δεν έχουν πια αιτιώδη σχέση, με ό,τι ονομάζουν.[3]  Πράγμα που όπως είδαμε, αποτελώντας το κατ' εξοχήν ιδιοπρόσωπο της ελληνικής γλώσσας, της έδωσε και τη δυνατότητα αναμορφούμενη να επιβιώνει για τρεις χιλιάδες χρόνια, σηματοδοτώντας και παράλληλη επιβίωση του ελληνισμού, ως πολιτισμικού γεγονότος. Πώς θα αντιληφθεί όμως εκείνος ο νεαρός, ποια γλωσσική άβυσσος τον χωρίζει από τις λέξεις που χρησιμοποιεί, αφού ποτέ δεν τον δίδαξε το σχολείο του την αρχαία γλώσσα, και συνεπώς δεν αισθάνθηκε ποτέ ούτε τη γοητεία, ούτε συναισθάνθηκε τη λειτουργία δοτικής, μετοχής, ή απαρεμφάτου, και κυρίως τη διαδικασία γένεσης της Νεοελληνικής, εκείνης που φαντάζεται πως χρησιμοποιεί; Όταν δεν γνωρίζει την ετυμολογία των ελληνικών λέξεων, τότε αυτές δεν αποτελούν παρά συμβατική ομαδοποίηση γραμμάτων του αλφαβήτου, και ουδέν πέραν τούτου. Όταν δεν γνωρίζει ότι η πιο κοινή νεοελληνική λέξη «αλήθεια», είναι προϊόν των αρχαίων «ου λήθη», με ό,τι αυτό σημαίνει σε σχέση με εκείνο που στο Α' μέρος αναφέραμε ως τρόπο «γλωσσικής εσωτερίκευσης» του κόσμου και της δομής του από τον άνθρωπο, (ως εσχατολογική δηλ. στάση του απέναντι στον αντι-κείμενο κόσμο), τότε θα διερωτηθεί και το έξης απλό: Αφού πρόκειται απλώς για συμβολισμό, γιατί να μη χρησιμοποιώ εκείνον λ.χ. της αγγλικής (truth) που είναι και συντομότερος! (Μια συλλαβή, όχι τέσσερις...) Αλλά ποιος θα τα σκεφθεί αυτά; Το (ούτως ή άλλως αντισυνταγματικό) Υπουργείο της Παιδείας, δέσμιο (έσωθεν και έξωθεν) συνδικάτων και κομμάτων, ή η (εθναρχικά υπεύθυνη) Εκκλησία, δέσμια εκείνη άλλης μονοτροπίας; Ας γνωρίζουν όμως όλοι: Λαός που δεν έχει γλώσσα εθνική, συνεκτική και οργανωμένη, που αλλιώτικα σκέφτεται και αλλιώτικα μιλά, είναι καταδικασμένος να χαθεί στο έρεβος της Ιστορίας. Λαός δε, που ενώ έχει γλώσσα, επιμένει να την αγνοεί, ο λαός αυτός όχι μόνο θα χαθεί, αλλά θα χαθεί κάτω από το ειρωνικό μειδίαμα της Ιστορίας. Γι' αυτό, λέει ο γράφων, όσοι δεν εργάζονται για τη γλώσσα, ας γνωρίζουν ότι εργάζονται για την εξαφάνισή τους.
 
[1] Εν αρχή ην ο «λόγος» δεν είπε ο «ελληνιστής» Ιωάννης...
[2] Κατά προσφιλή έκφραση του Π.Α. Μιχελή.   
[3] Την «αιτιώδη σχέση λέξεων και όντων» που έλεγε ο Πλάτων.
 
* O Χάρης Φεραίος είναι διδάκτωρ του ΕΜΠ.
 
πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Φιλελεύθερος, Ιούνιος 2014.
 
πηγή: Aντίφωνο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου