Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Ο πρώιμος T.S.Eliot, μπορεί και μεταφέρει ατμόσφαιρες έξω από τις συνήθεις, πόσο μάλιστα τους σύγχρονους καιρούς. Τούτο δεν ελαττώνει τη γοητεία του. Το "πορτρέτο μιας Κυρίας" είναι ενδεικτικό. Σας το παραθέτω σε μετάφραση αλλά και στο πρωτότυπο:



ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ


 Thou hast committed -
 Fornication: but that was in another country,
 And besides, the wench is dead.
 The Jew of Malta1

I.

     Κάποιο του Δεκέμβρη δειλινό, μες τον καπνό και την ομίχλη
Αφήκες τη σκηνή να στηθεί μονάχη - καθώς έδειχνε πως θα γινόταν -
Μ' ένα "αυτό τ' απόγευμα το κράτησα για σένα".
Και στην κάμαρα καθώς σκοτείνιαζε τέσσερα κεριά,
Τέσσερα δαχτυλίδια φωτεινά απάνω στο ταβάνι
Ατμόσφαιρα μνήματος Ιουλιέττας
Έτοιμη για όλα που ‘ναι να ειπωθούν, ή ανείπωτα θα μείνουν.
Ας πούμε, πήγαμε κι ακούσαμε τον τελευταίο Πολωνό
Να εκπέμπει απ' τ' ακροδάχτυλα και τα μαλλιά του τα Πρελούδια.
"Τόσο οικείος, τούτος ο Chopin, που θαρρώ πως η ψυχή του
Θα ‘πρεπε ν' ανασταίνεται ανάμεσα σε φίλους μοναχά
Κανά δυό-τρείς, που δεν θα πλήγωναν την τελειότητα
Που φθείρεται κι αμφισβητείται στις αίθουσες συναυλιών."
- Κι έτσι η κουβέντα ξεγλιστρά
Ανάμεσα σ' επιθυμίες χαλαρές, τύψεις προσεκτικά ξεγελασμένες,
Ανάμεσα σε ήχους χαμηλόφωνους βιολιών
Που μπλέκονται μ' απόμακρες κορνέτες
Και ξεκινά.
"Δεν ξέρετε το τι σημαίνουνε για μένα οι φίλοι μου,
Και πόσο, πόσο περίεργο και σπάνιο είναι, να βρεις,
Σε μια ζωή που απαρτίζεται τόσο πολύ, τόσο πολύ από απομεινάρια,
(Γιατί στ' αλήθεια δεν την αγαπώ...τo ‘ξερες; δεν είσαι τυφλός!
Πόσο ευαίσθητος είσαι!)
Ν' ανακαλύψεις κάποιον φίλο που να ‘χει τις ποιότητες εκείνες,
Να ‘χει, και να προσφέρει
Τις ποιότητες εκείνες που πάνω τους στηρίζεται η φιλία.
Τι σημασία έχει που στα λέω όλ' αυτά -
Δίχως τις φιλίες αυτές - η ζωή, τι cauchemar!"2

   Σε κουρντίσματα ανάμεσα βιολιών
Και κορώνες
Από κορνέτες ραγισμένες
Μες στο μυαλό μου αρχινά ένα πνιχτό ταμ-ταμ
Κάποιο δικό του να σφυροκοπά παράλογο πρελούδιο,
Ιδιότροπα μονότονο
Που ‘ναι τουλάχιστον μια "φάλτσα νότα" καθαρή.
Ας ανασάνουμε βαθειά, σαν πως φτιαγμένοι από ταμπάκο,
Ας θαυμάσουμε τα μνημεία
Ας συζητήσουμε τα τελευταία γεγονότα
Ας βάλουμε την ώρα μας με τα δημόσια ρολόγια.
Έπειτα, ας κάτσουμε τις μπύρες μας να πιούμε μισήν ώρα.


ΙΙ.

    Τώρα που ανθούν οι πασχαλιές
Έχει στην κάμαρά της ένα βάζο απ' αυτές
Και στρίβει μια, καθώς μιλά, στα δάχτυλά της.
"A, φίλε μου, δεν ξέρεις, δεν ξέρεις
Τι πράγμα είν' η ζωή, συ που στα χέρια σου την έχεις".
(Στρίβοντας αργά την πασχαλιά βαδίζει αγέρωχα)
"Την αφήνεις και σου ξεγλιστρά, την αφήνεις,
Κι η νιότη είναι σκληρή, οίκτο πολύ δεν έχει
Και κοροϊδεύει πράγματα που δεν μπορεί να δει."
Εγώ, βεβαίως, χαμογελώ,
Και συνεχίζω πίνοντας τσάι.

    Όμως μ' αυτές τις δύσεις του Απρίλη, που κάπως μου θυμίζουν
Τη θαμμένη μου ζωή, και τ' ανοιξιάτικο Παρίσι,
Νοιώθω απέραντη γαλήνη, και δείχνει να ‘ναι ο κόσμος
Θαυμαστός και νεανικός, στο κάτω - κάτω."

    Η φωνή της επιστρέφει σαν επίμονη παραφωνία
Βιολιού σπασμένου κάποιο Αυγουστιάτικο δειλινό:
"Πάντοτε είμαι σίγουρη πως κατανοείς
Τα αισθήματά μου, πάντοτε σίγουρη πως νοιώθεις,
Σίγουρη πως πάνω απ' την άβυσσο απλώνεις το χέρι σου.

    Είσαι άτρωτος, δίχως Αχίλλειο πτέρνα.
Θα πας μπροστά, κι όταν επικρατήσεις πια
Μπορείς να πεις: σε τούτο το σημείο απότυχαν πολλοί
Όμως, φίλε μου, τι μου ‘μεινε, τι μου ‘μεινε
Να σου χαρίσω, τι μπορεί να πάρεις από μένα;
Μονάχα τη φιλία και την κατανόηση
Κάποιου που βρίσκεται σχεδόν στου ταξιδιού το τέλος.

    Θα μείνω εδώ, σερβίροντας σε φίλους τσάι..."

    Παίρνω το καπέλο μου: πώς μπορώ δειλά να επανορθώσω
Αυτά που μου ‘χε πει;
Στο πάρκο θα με συναντάς κάθε πρωί
Τα κόμικς να διαβάζω και τις αθλητικές σελίδες.
Σημειώνω ιδιαιτέρως
Κόμισα Βρετανή ανεβαίνει στη σκηνή.
Σε χορό Πολωνών κάποιος Έλληνα δολοφονεί,
Άλλος ένας τράπεζας καταχραστής ομολογεί.
Κρατώ την ψυχραιμία μου
Αυτοκυριαρχούμαι
Εκτός απ' τη στιγμή που μια λατέρνα, κουρασμένη και μηχανική
Πάλι και πάλι παίζοντας κάποιο παλιό σουξέ
Με τους υάκινθους στον κήπο να μοσχοβολούν
Θυμίζει πράγματα που έχουν ποθήσει άλλοι.
Σωστές οι σκέψεις είν' αυτές ή λαθεμένες;



ΙΙΙ.

    Πέφτει η νύχτα του Οκτώβρη: επιστρέφοντας όπως και πριν
Μ' εξαίρεση μιαν αίσθηση ανάλαφρης κακοκεφιάς
Ανεβαίνω τα σκαλιά, στρίβω της πόρτας το χερούλι
Κι αισθάνομαι σα να ‘χω ανεβεί με γόνατα και χέρια.
"Φεύγεις λοιπόν στο εξωτερικό. και πότε επιστρέφεις;
Η ερώτηση όμως αυτή είναι περιττή.
Το πότε θα ξανάρθεις ούτε κι εσύ το ξέρεις,
Θα βρεις τόσα πολλά να μάθεις."
Το γέλιο μου πέφτει βαρύ ανάμεσα στα μπιμπελό.

    "Ίσως μπορέσεις και μου γράψεις."
Για μια στιγμή αναπτερώνεται η ψυχραιμία μου.
ΑΥΤΟ είν' όπως το λογάριασα.
"Τώρα τελευταία αναλογίζομαι συχνά
(Όμως καμιά αρχή το τέλος της δεν ξέρει!)
Πώς και δεν γίναμε φίλοι."
Νοιώθω σαν κάποιος που γελά και βλέπει, όπως γυρίζει
Ξαφνικά, την έκφρασή του σε καθρέφτη.
Χάνεται η ψυχραιμία μου. αληθινά είμαστε στο σκοτάδι.

    "Γιατί όλοι τους έτσι μου λέγανε, όλ' οι φίλοι μας,
Όλοι τους ήτανε σίγουροι πως αισθηματικά θα σχετιζόμασταν
Πολύ στενά! εγώ από μόνη μου δεν το καταλαβαίνω διόλου.
Πρέπει τώρα να τ' αφήσουμε στην τύχη,
Θα μου γράψεις, όπως και να ‘χει.
Ίσως δεν είν' ακόμη πολύ αργά.
Θα μείνω εδώ, σερβίροντας σε φίλους τσάι."


1: Christopher Malrowe (Malro): O Εβραίος της Μάλτας, Πράξη 4η,
 Σκηνή 1η:
 (2ος Καλόγερος): Διέπραξες-
 (Εβραίος): Μοιχεία: όμως τούτο γίνηκε σ' άλλη χώρα,
 Και χώρια απ' αυτό η τσούπρα έχει πεθάνει.
2. Εφιάλτης.



PORTRAIT OF A LADY


 Thou hast committed-
 Fornication: but that was in another country
 And besides, the wench is dead.
 The Jew of Malta1

I.

    Among the smoke and fog of a December afternoon
You have the scene arrange itself - as it will seem to do -
With "I have saved this afternoon for you";
And four wax candles in the darkened room,
Four rings of light upon the ceiling overhead,
An atmosphere of Juliet's tomb
Prepared for all the things to be said, or left unsaid.
We have been, let us say, to hear the latest Pole
Transmit the Preludes, through his hair and finger-tips.
"So intimate, this Chopin, That I think his soul
Should be resurrected only among friends
Some two or three, who will not touch the bloom
That is rubbed and questioned in the concert room".
- And so the conversation slips 
Among velleities and carefully caught regrets
Through attenuated tones of violins
Mingled with remote cornets
And begins.
"You do not know how much they mean to me, my friends,
And how, how rare and strange it is, to find
In a life composed so much, so much of odds and ends,
(For indeed I do not love it...you knew? you are not blind!
How keen you are!)
To find a friend who has these qualities,
Who has, and gives
Those qualities upon which friendship lives.
How much it means that I say this to you -
Without these friendships - life, what a cauchemar!"

    Among the windings of the violins
And the ariettes
Of cracked cornets
Inside my brain a dull tom-tom begins
Absurdly hammering a prelude of its own,
Capricious monotone
That is at least one definite "false note."
- Let us take the air, in a tobacco trance,
Admire the monuments,
Discuss the late events,
Correct our watches by the public clocks.
Then sit for half an hour and drink our bocks.


II.

    Now that lilacs are in bloom
She has a bowl of lilacs in her room
And twists one in her fingers while she talks.
"Ah, my friend, you do not know, you do not know
What life is, you who hold it in your hands";
(Slowly twisting the lilac stalks)
"You let it flow from you, you let it flow,
And youth is cruel, and has no more remorse
And smiles at situations which it cannot see."
I smile, of course,
And go on drinking tea.

    "Yet with these April sunsets, that somehow recall
My buried life, and Paris in the Spring,
I feel immeasurably at peace, and find the world
To be wonderful and youthful, after all."

    The voice returns like the insistent out-of-tune
Of a broken violin on an August afternoon:
"I am always sure that you understand
My feelings, always sure that you feel,
Sure that across the gulf you reach your hand.

    You are invulnerable, you have no Achilles' heel.
You will go on, and when you have prevailed
You can say: at this point many a one has failed.
But what have I, but what have I, my friend,
To give you, what can you receive from me?
Only the friendship and the sympathy
Of one about to reach her journey's end.

    I shall sit here , serving tea to friends..."

    I take my hat: how can I make a cowardly amends
For what she has said to me?
You will see me any morning in the park
Reading the comics and the sporting page.
Particularly I remark
An English countess goes upon stage.
A Greek was murdered at a Polish dance,
Another bank defaulter has confessed.
I keep my countenance,
I remain self-possessed
Except when a street-piano, mechanical and tired
Reiterates some worn-out common song
With the smell of hyacinths across the garden
Recalling things that other people have desired.
Are these ideas right or wrong?



III.

   The October night comes down: returning as before
Except for a slight sensation of being ill at ease
I mount the stairs and turn the handle of the door
And feel as if I had mounted on my hands and knees.
"And so you are going abroad; and when do you return?
But that's a useless question.
You hardly know when you are coming back,
You will find so much to learn."
My smile falls heavily among the bric-a-brac.

    "Perhaps you can write to me."
My self-possession flares up for a second;
This is as I had reckoned.
"I have been wondering frequently of late
(But our beginnings never know our ends!)
Why we have not developed into friends."
I feel like one who smiles, and turning shall remark
Suddenly, his expression in a glass.
My self-possession gutters; we are really in the dark.

    "For everybody said so, all our friends,
They all were sure our feelings would relate
So closely! I myself can hardly understand.
We must leave it now to fate.
You will write, at any rate.
Perhaps it is not too late.
I shall sit here, serving tea to friends."

   And I must borrow every changing shape
To find expression...dance, dance
Like a dancing bear,
Cry like a parrot, chatter like an ape.
Let us take the air, in a tobacco trance -

    Well! and what if she should die some afternoon,
Afternoon gray and smoky, evening yellow and rose;
Should die and leave me sitting in hand
With the smoke coming down above the housetops;
Doubtful, for a while
Not knowing what to feel or if I understand
Or whether wise or foolish, tardy or too soon...
Would she not have the advantage, after all?
This music is successful with a "dying fall"
Now that we talk of dying -
And should I have the right to smile?



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου