Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012



Ο Παναγιώτης Τέτσης, μέγιστος ζωγράφος, με τίμησε στέλνοντάς μου το τελευταίο του βιβλίο. Τον ευχαριστώ από καρδιάς και αναρτώ τις εντυπώσεις μου:

Όταν η μνήμη καθίσταται παρόν….

 “Μόνον ο ερωτευμένος με ό,τι καταπιάνεται μπορεί να μας το κάνει προσφιλές και οικείο, είτε πρόκειται για ανθρώπους είτε για περιοχές του πνεύματος είτε για την ίδια τη φύση· φτάνει η μέθοδός του να είναι αυτή της ψυχικής εμβρίθειας, δηλαδή μέθοδος αντιεπιστημονική” δηλώνει κάποια χρόνια πιο πριν ο Παναγιώτης Τέτσης αναφερόμενος στη δημιουργική διαδικασία.

Όπως και να είναι, τον κέρδισε για πάντα η ζωγραφική. Ανεξαρτήτως αν οι επιδόσεις του στον γραπτό λόγο δεν είναι ευκαταφρόνητες εν τούτοις, ένα βιβλίο του ολιγογράφου Παναγιώτη Τέτση, αποτελεί σπανιότητα.

Μείζων ζωγράφος, λοιπόν, με το χρώμα να κυλά και να πυρπολεί τις φλέβες του, δύσκολα θα φανταζόμουνα πως θα εύρισκα αντίστοιχους χυμούς στο γραπτό του λόγο. Το μονοσήμαντο συχνά σφραγίζει τους καλλιτέχνες. Όχι όμως αυτόν.

Με τίμησε στέλνοντάς μου το τελευταίο του βιβλίο  “…Εκ του θανάτου εις την ζωήν…. Μνήμη προσφιλών. Με συγκίνησε, τόσο ως πράξη όσο και ως περιεχόμενο. Αποτελεί μια τοιχογραφία φίλων που φώτισαν, άλλος λίγο, άλλος λιγότερο κι άλλος πολύ, μια ζωή πεισματικά δημιουργική και αφιερωμένη. Το βιβλίο κοσμούν ονόματα καλλιτεχνών αλλά και άλλων, ανθρώπων διακεκριμένων για τον ίδιο, που πάψανε πια να είναι μαζί μας. Όπως κατά κανόνα συμβαίνει σ’ αυτούς που δεν απεμπολούν ποτέ το ρόλο του Μαθητή, όλοι όσοι ανθολογούνται, κάποια πτυχή του συγγραφέα λάμπρυναν, παρέμειναν έγκλειστοι, συζητητές ες αεί και γονιμοποίησαν μια μνήμη που δίνει, σήμερα πια, τους ώριμους καρπούς της.

Χρόνους, άλλοτε άλλους μετά, πραγματοποιείται η ανάκληση, το προσκλητήριο όπου, κτερίσματα, μόλις από το χώμα αποσπασμένα, αποπλένονται και καθορίζονται, αριθμούνται και ταξινομούνται. Τα όστρακα παραδίδονται, φωτεινά, κεκαθαρμένα, με ειλικρίνεια, τρυφερότητα κι αγάπη, στην κρίση του αναγνώστη.

Πώς τιθασεύεις την αλλότρια ψυχή; Πώς απιθώνεις με σεβασμό, πάνω στο άγραφο χαρτί, την εύθραυστη μνήμη ενός εκλιπόντος; Πώς παραδίνεις στα δάχτυλα μιας άλλης ψυχής, της ψυχής του αναγνώστη, αγνώστους κι ωστόσο πια ευδιάκριτους που, μέσω του λόγου, θα την κατοικίσουν απ’ εδώ και εις το εξής;
  
“…Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας…” στιχουργεί ο Γιώργος Σεφέρης καθώς στοχάζεται πως μας συναπαρτίζουν τα συναπαντήματά μας, και πως όσο η μνήμη συμπαρίσταται, ο θάνατος ακυρούται και η όλη διαδικασία επικυρώνει πρακτικά μιαν ανάσταση και μιαν, εκτός φθοράς, ύπαρξη και πορεία.

Εδώ φτάνουμε στο σημείο όπου ο Σεφέρης, αν και βέβαιος, καθησυχάζει, με ταπεινή φωνή σοφού γέροντα, τη φθαρτή μας μοίρα:  “…οι παλιοί νεκροί ξεφύγαν απ' τον κύκλο και αναστήθηκαν και χαμογελάνε μέσα σε μια. παράξενη ησυχία….”. Είναι, φαίνεται πια καθαρά, εμείς που τους ανακαλούμε και τους ξαναστήνουμε μπροστά μας, αγάλματα με μορφές στιλπνές,  σταματημένες κινήσεις, λόγια μαρμαρωμένα και απυρόβλητα. Είναι εμείς που επιζητούμε μια νέα, βαθύτερη, συστηματική και ουσιαστικότερη γνωριμία μαζί τους. Είναι εμείς που καταργούμε τη λήθη-θάνατο.

Ο χρόνος-Κρόνος νικημένος. Διασώθηκαν τα άγια. Κατεστάλησαν οι φόβοι. Το υφάδι της ζωής κατέστη ορατό. Όλοι, λοιπόν, εκείνοι, που φώτισαν τη ζωή του Παναγιώτη Τέτση, απάντησαν στο προσκλητήριο, γινήκανε μια λιτανεία, μια πορεία, μια παντοτινή παρουσία, κλεισμένη σ’ ένα βιβλίο, πάνω σε μια σελίδα, και από εκεί ευθεία μέσα στη δική μας καρδιά, στις δικές μας μνήμες. Δεν έμαθα ακόμα αν είμαι εγώ που, βλέποντας τους με τη ματιά του διασώστη, αγγίζοντας τα όσα ο συγγραφέας κρυσταλλώνει, εξοικειώνομαι και κοινωνώ μαζί τους, ή είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, η ψυχή και το βλέμμα του που αρχικά, επιλέγοντάς τους, τους εμφύσησε ζωή και, αποσπώντας τους από τη λήθη, τους παρέδωσε εκ νέου ζωντανούς, σ’ αυτόν τον τόπο…..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου